Η Λευκωσία πάντα σου αφήνει μια παράξενη αίσθηση.
Είναι αυτό το ιδιότυπο αίσθημα που αφήνει μια πόλη διαιρεμένη.
Γιατί όσες δεκαετίες και εάν έχουν περάσει από την εποχή που χαράχτηκε η «πράσινη γραμμή», δεν παύεις να σκέφτεται πώς θα ήταν αυτή η πόλη εάν δεν είχε στη μέση φυλάκια και συρματόπλεγμα και ζώνες που χρόνια τώρα δεν κατοικούνται.
Πώς θα ήταν εάν ήταν πάλι μια ενωμένη πόλη, με τις δύο κοινότητες, τις δύο γλώσσες, τις δύο θρησκείες να συνυπάρχουν.
Ξέρω ότι δεν είναι εύκολο.
Ξέρω ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια με τις δύο κοινότητες στις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής, ακόμη και εάν υπάρχουν επαφές από όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα ή ακόμη και εάν Τουρκοκύπριοι διατηρούν σχέσεις με τις υπηρεσίες της Κυπριακής Δημοκρατίας, π.χ. για να έχουν ευρωπαϊκό διαβατήριο. Το χάσμα παραμένει ενεργό.
Καταλαβαίνω επίσης ότι διάφορα κέντρα – και από τις δύο πλευρές της πράσινης γραμμής – μεθοδεύουν τη λογική ότι πια δεν έχει νόημα να συζητάμε για επανένωση και το καλύτερο είναι να επικυρώσουμε τη διχοτόμηση («επιβραβεύοντάς» την με την συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων που θα βρεθούν).
Ξέρω ότι μπορεί να υπάρχουν και στην Αθήνα και στην Άγκυρα διάφοροι που να σκέφτονται έτσι.
Όμως, δεν είμαι βέβαιος ότι οι άνθρωποι που συναντώ σε αυτή τη διαιρεμένη πολιτεία σκέφτονται έτσι.
Καταλαβαίνω ότι η επικύρωση της διχοτόμησης σημαίνει για αυτούς την επιβεβαίωση ότι μια πληγή θα μείνει για πάντα ανοιχτή και η πατρίδα τους δεν θα υπάρξει ποτέ όπως θα την ήθελαν.
Δεν θέλω να μπω στις περίπλοκες διαδρομές της διπλωματίας ή τις πραγματικές δυσκολίες που οποιαδήποτε λύση θα συναντήσει (δεδομένου και του τρόπου που φέρεται και η Τουρκία).
Όμως, αισθάνομαι μια βαθύτερη ανάγκη των κατοίκων αυτού του τόπου να αποκτήσουν μια κοινή πατρίδα.
Χωρίς «πράσινη γραμμή» και φυλάκια.
Και οι δύο κοινότητες χρειάζονται πολιτικούς που θα αφουγκραστούν και θα κάνουν πράξη αυτή την ανάγκη.