Η ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου ήταν πάντα γεμάτη από εστίες σύγκρουσης. Περιοχή με πλούσια ιστορία, όπου συναντήθηκαν αυτοκρατορίες, θρησκείες και πολιτισμοί και όπου αναδύθηκαν πλήθος εθνικά κινήματα, είχε παραδοσιακά διάφορες ανοιχτές εθνοτικές συγκρούσεις, που εμπλέκονταν με συνολικότερους γεωπολιτικές αντιπαραθέσεις.
Αυτό ήταν κάτι που το κατάλαβε η νεαρή Σοβιετική Ένωση όταν στην προσπάθεια να εφαρμόσει την «αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων» και συνάμα να διαμορφώσει μια συνεκτική ομοσπονδία, θα βρεθεί αντιμέτωπη με την περίπλοκη εθνολογική σύνθεση της περιοχής αλλά και ισχυρές εθνικές ταυτότητες και κινήματα. Το γεγονός ότι δεν κατορθώθηκε να διαμορφωθεί μια κοινή σοβιετική δημοκρατία σε όλη την Υπερκαυκασία (Γεωργία, Αρμενία, Αζερμπαϊτζάν) ήταν ενδεικτικό, όπως και η επιλογή ενός συνδυασμού ανάμεσα στη διαμόρφωση των σοβιετικών δημοκρατιών και αυτόνομων περιοχών εκεί όπου μια μειονότητα ήταν ισχυρή.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ έδωσε νέα διάσταση και δυναμική σε αυτές τις εστίες έντασης, ιδίως από τη στιγμή που όπως και στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας η μετατροπή των εσωτερικών ομόσπονδων συνόρων σε διεθνή σύνορα ανεξάρτητων κρατών δεν αντιστοιχούσε πάντα στην εθνολογία της περιοχής.
Από όλες αυτές τις συγκρούσεις πάντως μία ξεχώριζε: αυτή που αφορούσε το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Μια σύγκρουση που κρατάει δεκαετίες
Η σύγκρουση για το Ναγκόρνο Καραμπάχ μπορεί να έχει τις ρίζες της στον τρόπο που αρμενικοί πληθυσμοί ήταν στο έδαφος του Αζερμπαϊτζάν όπως και αζέρικοι στο έδαφος της σημερινής Αρμενίας, όμως κυρίως πήρε ανοιχτή μορφή από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980.
Ας μην ξεχνάμε ότι από τις σοβιετικές δημοκρατίες, η Αρμενία είχε ταυτόχρονα ένα αυτοτελές εθνικό αίτημα, με σημαντικό ιστορικό βάθος, μεγάλη διασπορά και όλη τη φόρτιση της μνήμης της Γενοκτονίας του 1915. Και μπορεί να ήταν η ΕΣΣΔ αυτή που ουσιαστικά για πρώτη φορά προσέφερε ένα πεδίο εθνικής ολοκλήρωσης του αρμενικού εθνικού αιτήματος, εντούτοις οι διεκδικήσεις συνεχίζονταν.
Η διεκδίκηση γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, ένα θύλακα με αρμενική πλειοψηφία εντός του Αζερμπαϊτζάν (και όχι σε εδαφική συνέχεια με την Αρμενία) ουσιαστικά ξεκινά από τη δεκαετία του 1920 όταν αρχικά ο θύλακας αποδόθηκε στην Αρμενία και στη συνέχεια στο Αζερμπαϊτζάν, με το καθεστώς όμως ενός αυτόνομου ομπλάστ (αυτόνομη περιοχή).
Οποτεδήποτε τα πράγματα στην ΕΣΣΔ έδειχναν να πηγαίνουν προς κάποιου τύπου αλλαγή ή φιλελευθεροποίηση τα στελέχη του κόμματος και του καθεστώτος από την Αρμενία επανέφεραν το αίτημα για το Ναγκόρνο Καραμπάχ, ας μην ξεχνάμε ότι ιστορικά σημαντικά στελέχη του κόμματος είχαν καταγωγή από την Αρμενία. Στο κλίμα εκδημοκρατισμού στην περίοδο της περεστρόικα το ζήτημα επανήλθε πάλι στο προσκήνιο, καθώς θεωρήθηκε ότι ήταν μια ευκαιρία να τεθεί με πιο αποφασιστικό τρόπο.
Όμως, το αποτέλεσμα ήταν η ΕΣΣΔ να βρεθεί αντιμέτωπη με την πρώτη τέτοιας κλίμακας αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο σοβιετικές δημοκρατίες. Στις 20 Φεβρουαρίου του 1988 το στο Στεπανακέρτ, το τοπικό σοβιέτ της Αυτόνομης Περιοχής (ομπλάστ) του Ναγκόρνο Καραμπάχ, αποφάσισε να ζητήσει από τα σοβιέτ της σοσιαλιστικής σοβιετικής δημοκρατίας του Αζερμπαϊτζάν και της Αρμενίας να μεταφέρουν την κυριαρχία στην περιοχή από το Αζερμπαϊτζάν στην Αρμενία. Μία εβδομάδα πριν είχε πραγματοποιηθεί διαδήλωση χωρίς άδεια υπέρ της επανένωσης. Η ηγεσία του ΚΚΣΕ, που φαίνεται ότι στην αρχή υποτίμησε τη δυναμική της σύγκρουσης ζήτησε από την ηγεσία του Αζερμπαϊτζάν να μην προχωρήσει σε πρακτικές καταστολής αλλά πειθούς. Δύο μέρες αργότερα, οργισμένοι Αζέροι οργάνωσαν διαδήλωση σε μια πόλη κοντά στο Στεπανακέρτ, όμως η διαδήλωση συνάντησε κλοιό αστυνομικών και οργισμένων αρμενίων αγροτών, στη συμπλοκή σκοτώθηκαν δύο αζέροι διαδηλωτές. Στις 25 Φεβρουαρίου περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο Γερεβάν, την πρωτεύουσα της Αρμενίας. Αντιδράσεις ξεσπούν στο Αζερμπαϊτζάν. Όχι στο Μπακού όπου τα πράγματα μένουν υπό έλεγχο αλλά στο Σουμγκαΐτ, μια πόλη λίγο έξω από το Μπακού, όπου στις 27 Φεβρουαρίου ένας όχλος επιτίθεται στον τοπικό αρμενικό πληθυσμό, σε κάτι που οι Αρμένιοι έκτοτε θα θεωρούν ένα πογκρόμ. 26 νεκροί σε ένα περιστατικό χωρίς προηγούμενοι στη μέχρι τότε ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Ήδη από το φθινόπωρο του 1988 καταγράφονται πρακτικές εθνοκάθαρσης και από τις δύο πλευρές με εξωθήσεις σε αποχώρηση της αζέρικης μειονότητας στην Αρμενία και της αρμένικης στο Αζερμπαϊτζάν.
Η ώρα του πολέμου
Σταδιακά η σύγκρουση αρχίζει να παίρνει ένοπλη μορφή, παρά την προσπάθεια της Μόσχας να ελέγξει τα πράγματα. Ούτε ο μεγάλος σεισμός στην Αρμενία στα τέλη του 1988 θα ανακόψει τη δυναμική της σύγκρουσης. Ήδη από το 1990 υπάρχουν ένοπλες συγκρούσεις και η ένταση κορυφώνεται. Η διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991 και η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας και της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν οδηγεί σε έναν πόλεμο ανάμεσα σε δύο κράτη, που σε πρώτη φάση δεν έχουν καν ακόμη συγκροτημένους στρατούς.
Ο πόλεμος των δύο χωρών θα είναι έντονος. Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η Αρμενία εξαιτίας του αποκλεισμού που συνεπαγόταν το κλείσιμο των συνόρων όχι μόνο με το Αζερμπαϊτζάν αλλά και με την Τουρκία, σταδιακά διαμορφώνει έναν υπέρ της στρατιωτικό συσχετισμό.
Ύστερα από μια τελευταία αιματηρή κλιμάκωση των πολεμικών επιχειρήσεων το χειμώνα του 1993-1994, τελικά οι δύο χώρες υπογράφουν εκεχειρία. Τυπικά, η λήξη των εχθροπραξιών σήμαινε ότι κατίσχυσαν οι Αρμένιοι, εφόσον έκτοτε το Ναγκόρνο Καραμπάχ αλλά και μια σειρά από αζέρικες περιοχές γύρω από αυτά βρίσκονται υπό τον έλεγχό τους, συνολικά το 13,6% της έκτασης του Αζερμπαϊτζάν. Όμως, τα τραύματα παρέμειναν βαθιά και στις δύο χώρες. Περίπου 20.000 ήταν συνολικά τα θύματα της αντιπαράθεσης και περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, οι περισσότεροι αζέροι.
Η εύθραυστη ειρήνη
Παρότι με λίγες σχετικά αναζωπυρώσεις η περιοχή παρέμεινε σχετικά ειρηνική για μακρό διάστημα, εντούτοις η ειρήνη ήταν πάντα εύθραυστη. Στη γραμμή της εκεχειρίας, μήκους 250 χλμ, κάθε χώρα έχει περίπου 10.000 στρατιώτες με βαρύ οπλισμό, κάνοντάς την μια από τις πιο επικίνδυνες περιοχές στον κόσμο. Οι δύο χώρες ξοδεύουν εντυπωσιακά ποσά για αμυντικές δαπάνες, 4,8% του ΑΕΠ για την Αρμενία και 3,8% για το Αζερμπαϊτζάν το 2018 Μάλιστα, το Αζερμπαϊτζάν διπλασίασε τις αμυντικές δαπάνες ανάμεσα στο 2006 και το 2011 εκμεταλλευόμενο και τα αυξημένα έσοδα από το πετρέλαιο. Οι Αρμένιοι δεν έχουν τις ίδιες οικονομικές δυνατότητες αλλά εκμεταλλεύονται τη δυνατότητα να αγοράζουν ρωσικά όπλα με έκπτωση ως μέλη του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας.
Το 2016 υπήρξε μια σύντομη αναζωπύρωση της έντασης με τέσσερις ημέρες πολεμικών συγκρούσεων, που άφησαν πίσω τους έως και 200 νεκρούς.
Ο διεθνής περίγυρος
Η σύγκρουση αυτή έχει και έναν διεθνή περίγυρο. Μια ενδιαφέρουσα διάσταση είναι ότι η Ρωσία διατήρησε σχέσεις και με τις δύο πλευρές, καθώς παρά τις παραδοσιακές σχέσεις με την Αρμενία και την επιθυμία της η πολιτική αλλαγή που έφεραν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις του 2018 να μη σημαίνει και αλλαγή διεθνούς προσανατολισμού (κοινώς να μην μετατοπιστεί πλήρως στην αμερικανική επιρροή κατά τα πρότυπα της Γεωργίας), η Μόσχα πάντοτε διατήρησε καλές σχέσεις με το Μπακού και υπήρξε η κατεξοχήν χώρα που επέμεινε στην ανάγκη διπλωματικών πρωτοβουλιών για την ειρηνική επίλυση του ζητήματος. Ως προς τη Δύση, οι ΗΠΑ, που δεν ιεραρχούν ψηλά την περιοχή, επίσης θα ήθελαν να δουν μια ειρηνική λύση, καθώς διατηρούν σχέσεις και με τις δύο χώρες.
Ωστόσο, πρέπει να σημειώσουμε ότι με βάση τις προβλέψεις του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλόγικής Ασφάλειας, στον οποίο συμμετέχουν και η Ρωσία και η Αρμενία, τυχόν αμφισβήτηση της ακεραιότητας της Αρμενίας θα έθετε θέμα ρωσικής συνδρομής, πέραν του γεγονότος ότι παραδοσιακά στη ρωσική κοινωνία υπήρχαν συμπάθειες για τους Αρμένιους.
Σε όλα αυτά φυσικά προστίθεται και το γεγονός ότι κοντά στην περιοχή που ξέσπασαν οι συγκρούσεις υπάρχουν κρίσιμες υποδομές και σημαντικοί αγωγοί, που προστίθεται στην ούτως ή άλλως στρατηγική σημασία που έχει η ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου.
Ο ρόλος της Τουρκίας
Για την Τουρκία το Αζερμπαϊτζάν είναι μια σύμμαχη χώρα, με έμφαση στα στοιχεία πολιτιστικής συνάφειας, κυρίως εξαιτίας της γλώσσας, παρότι οι Αζέροι, που είναι σιίτες, έχουν και ιστορικούς δεσμούς με το Ιράν, αν και το θρησκευτικό στοιχείο δεν είναι τόσο έντονο στην καθημερινή ζωή της χώρας, που άλλωστε κυβερνάται από το ίδιο κόμμα από το 1993, ενώ ο σημερινός πρόεδρος Ιλχάμ Αλίγιεφ, είναι ο γιος του Χαϊντάρ Αλίγιεφ που κυβέρνησε τη χώρα από το 1993 έως το 2003 και πιο πριν ήταν ο ηγέτη του τοπικού κομμουνιστικού κόμματος, αναπληρωματικό μέλος του πολιτικού γραφείου του ΚΚΣΕ και ανώτατο στέλεχος της KGB. Μάλιστα, ακόμη και σε δημοσκοπήσεις έχει καταγραφεί ότι για τους τούρκους πολίτες το Αζερμπαϊτζάν είναι η πιο κοντινή χώρα.
Στην περίοδο αυτή η Τουρκία έχει δείξει ότι ενδιαφέρεται πολύ να κάνει προβολές ισχύος και να δείχνει ότι μπορεί να έχει ρόλο «περιφερειακής δύναμης». Το «αδελφό έθνος» του Αζερμπαϊτζάν, σε μια περιοχή που κατεξοχήν αποτελεί τμήμα του υποτιθέμενου «στρατηγικού βάθους» της Τουρκίας, προσφέρεται για τέτοιες χειρονομίες. Καθόλου τυχαίες επομένως και οι αναφορές του Συριακού Παρατηρητηρίου Ανθρώπινων Δικαιωμάτων ότι ήδη η Τουρκία έχει μεταφέρει μαχητές από τις οργανώσεις που στηρίζει στη Συρία στο Αζερμπαϊτζάν. Ας μην ξεχνάμε ότι στην ιδιότυπη «νέο-οθωμανική» οπτική του Ερντογάν, ο Καύκασος αποτελεί κατεξοχήν πεδίο τέτοιων προβολών και είναι σαφές ότι η υποστήριξη της Τουρκίας μέτρησε στις επιλογές που κάνει τώρα η αζέρικη κυβέρνηση.
Με αυτό τον τρόπο η Τουρκία ουσιαστικά προσθέτει άλλη μία ανοιχτή κρίση στην οποία παρεμβαίνει, ύστερα από τη Συριακή κρίση και τον εμφύλιο πόλεμο στη Λιβύη και μάλιστα και εδώ σε μεγάλο βαθμό μέσω της διευκόλυνσης της παρουσίας μισθοφόρων. Δεν είναι τυχαίο ότι ενώ το σύνολο της διεθνούς κοινότητας έχει καλέσει σε αυτοσυγκράτηση και κατάπαυση του πυρός, ο Ερντογάν επέλεξε να στηρίξει πλήρως τα αιτήματα των αζέρων και κάλεσε την Αρμενία να αποχωρήσει από τις περιοχές του Αζερμπαϊτζάν που έχει καταλάβει.
Πάντως δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι τέτοιες κινήσεις αποτελούν και προσπάθειες του Ερντογάν να μετατοπίσει το κέντρο της προσοχής από το γεγονός ότι πέρα της πανδημίας δεν έχει μπορέσει να πείσει ότι έχει μια διέξοδο και από τη βαθιά οικονομική κρίση.
Η αβέβαιη προοπτική
Η σύγκρουση για το Ναγκόρνο Καραμπάχ είναι από τις πιο δύσκολες. Δεν υπάρχει κάποια «λύση» που να μην αποτελεί για κάποια από τις δύο πλευρές εθνική υποχώρηση, με δεδομένη και τη φόρτιση του θέματος. Αυτό εξηγεί και το «πάγωμα» στη μέχρι τώρα κατάσταση, αλλά και γιατί οι όποιες διαμεσολαβητικές προτάσεις είτε αφορούσαν μια βελτίωση του τωρινού καθεστώτος, είτε απλώς προσέκρουαν στις αντιρρήσεις της μίας ή της άλλης πλευράς.
Την ίδια στιγμή, η ιστορία έχει δείξει ότι δεν είναι εύκολο το ζήτημα να λυθεί στρατιωτικά, την ώρα που οι δυνάμεις που θα κληθούν να μεσολαβήσουν δεν θα ήθελαν πάρουν μονόπλευρες τοποθετήσεις. Η Ρωσία θέλει κυρίως να εγγυηθεί τη σταθερότητα στο χώρο της τέως ΕΣΣΔ και άρα δεν θα ήθελε να φανεί ότι στηρίζει μόνο την Αρμενία, την ώρα που οι ΗΠΑ δεν θα ήθελαν να χάσουν τις επαφές με τη νέα πολιτικά κατάσταση στο Γερεβάν.
Όσο για την Τουρκία, αυτή μπορεί να θέλει και εδώ να δείξει ότι μπορεί να «αλλάζει τον συσχετισμό» και να αψηφά ισορροπίες, όμως γνωρίζει ότι αυτή η κίνηση έχει όρια και ακόμη και εάν ελπίζει ότι αποκτά διαπραγματευτικά χαρτιά για τις άλλες συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκεται, μπορεί τελικά να ισχύσει και το αντίθετο, δηλαδή η υπερέκθεσή της σε ανοιχτές συγκρούσεις να μετατραπεί σε διαδικασία με την οποία θα δέχεται πιέσεις αντί να ασκεί.