Φαινόταν να είναι ένα εντυπωσιακό γερμανικό success story, σε έναν τομέα όπου παραδοσιακά η Γερμανία δεν είχε να επιδείξει μεγάλες επιχειρήσεις: μια εταιρεία ηλεκτρονικών πληρωμών, που είχε παράλληλα αναπτύξει και τραπεζικές δραστηριότητες και μάλιστα δήλωνε έτοιμη ακόμη και να αγοράσει την ταλαιπωρημένη Deutsche Bank και από Wirecard να γίνει Wirebank.
Με αυτό τον τρόπο μια εταιρεία που μέσα σε λίγα χρόνια είχε πετύχει μία από τις μεγαλύτερες αποτιμήσεις στα γερμανικό χρηματιστήριιο, θα είχε γίνει όντως η ‘PayPal της Γερμανίας’, και θα διαμόρφωνε τον τραπεζικό όμιλο της νέας εποχής.
Βέβαια, όπως αποδείχτηκε, στην πραγματικότητα το σχέδιο για την εξαγορά της Deutsche Bank ήταν μάλλον ένας τρόπος ώστε να συγκαλυφθεί το γεγονός ότι κατά βάση η Wirecard ήταν και μια μεγάλη επιχείρηση απάτης.
Αυτό τουλάχιστον δείχνει το γεγονός ότι αποδείχτηκε ότι από τα ταμεία της εταιρείας έλειπε 1,9 δισεκατομμύριο ευρώ και μεγάλο μέρος των δραστηριοτήτων της στην Ασία ήταν στην πραγματικότητα μια απάτη. Το σχέδιο μάλλον ήταν μέσα από τη συγχώνευση με την Deutsche Bank να βρεθεί τρόπος να συγκαλυφθούν τα κεφάλαια που έλειπαν.
Όμως, για να γίνει η συγχώνευση χρειαζόταν να γίνει λογιστικός έλεγχος και αυτός απέδειξε την απάτη. Έξι μήνες μετά, στις 25 Ιουνίου η Wirecard κατέρρευσε και αποδείχτηκε ότι ήταν μια από τις μεγαλύτερες λογιστικές απάτες στην πρόσφατη γερμανική ιστορία. Οι εισαγγελικές αρχές του Μονάχου εκτιμούν ότι περίπου 3,5 δισεκατομμύρια δανεισμού της εταιρείας μετά το 2015 «χάθηκαν», ενώ 1 δισεκατομμύριο ευρώ δόθηκαν σε αδιαφανή δάνεια επιχειρηματικών συνεργατών της εταιρείας. Ως αποτέλεσμα διώκεται ο Μάρκους Μπράουν ο επικεφαλής της Wirecard και άλλα στελέχη, ενώ ο δεύτερος στην ιεραρχία Γιαν Μαρσάλεκ, που ήταν επικεφαλής των δραστηριοτήτων στην Ασία, καταζητείται.
Οι επαφές με πολιτικούς
Ωστόσο το πρόβλημα που έχει προκύψει αφορά τις σχέσεις που είχε η εταιρεία με το γερμανικό πολιτικό σύστημα. Το Σεπτέμβριο του 2019 αντιπροσωπεία της εταιρείας συναντήθηκε με τον Λαρς-Χέντρικ Ρέλερ, τον επικεφαλής οικονομικό σύμβουλο της Άνγκελα Μέρκελ. Τουλάχιστον ένας από τους συμμετέχοντες στη συνάντηση, ο Μπούρκχαρντ Λέι, είναι σήμερα εκ των διωκομένων για την υπόθεση Wirecard. Και τα πράγματα κάνει χειρότερα το γεγονός ότι όταν έγινε αυτή η συνάντηση είχαν ήδη αρχίσει να υπάρχουν καταγγελίες από whistleblowers ότι κάτι δεν πάει καλά με την εταιρεία.
Στο στόχαστρο βρίσκεται και ο γερμανός υπουργός Οικονομικών –και υποψήφιος των σοσιαλδημοκρατών για την καγκελαρία στις επόμενες εκλογές– Όλαφ Σουλτς, καθώς επιβλέπει τις εποπτικές αρχές που δεν έστειλαν έγκαιρα στις εισαγγελικές αρχές τις αναφορές για ύποπτες δραστηριότητες της Wirecard.
Τα πολιτικά ερωτήματα που τίθενται είναι σημαντικά. Οι επικριτές της γερμανικής κυβέρνησης επισημαίνουν ότι χρειάζονται εξηγήσεις ως προς το γιατί η κ. Μέρκελ ουσιαστικά προσπάθησε να προωθήσει τις δραστηριότητες της Wirecard στην Κίνα κατά τη διάρκεια της επίσημης επίσκεψής της εκεί τον περασμένο Σεπτέμβρη και ενώ ο υπουργός Οικονομικών είχε γνώση ότι γινόταν έρευνα σε βάρος της εταιρείας. Αντίστοιχα, υπάρχει το ερώτημα ως προς το γιατί ο υφυπουργός Οικονομικών Γιοργκ Κούκιες επισκέφτηκε τον περασμένο Νοέμβριο τον επικεφαλής της Wirecard Μάρκους Μπράουν με την ευκαιρία των γενεθλίων του. Και βέβαια υπάρχει το ερώτημα γιατί οι ελεγκτικές αρχές απάντησαν στην αρχή στρεφόμενες κατά των δημοσιογράφων που ερευνούσαν την υπόθεση, αντί κατά της εταιρείας.
Σκιές και στην ίδια τη Μέρκελ
Μάλιστα έχει ενδιαφέρον πώς οι σκιές πέφτουν και στην ίδια την Άνγκελα Μέρκελ. Όπως αποκαλύπτουν οι Financial Times, στις 3 Σεπτεμβρίου 2019 η γερμανίδα καγκελάριος δέχτηκε την επίσκεψη του Καρλ-Τεοντορ τσου Γκούτενμπεργκ, πρώην υπουργού Άμυνας (είχε παραιτηθεί το 2011 όταν αποκαλύφθηκε λογοκλοπή στη διατριβή του) και νυν στελέχους εταιρείας συμβούλων που έχει ως πελάτη και τη Wirecard.
Ο κ. τσου Γκούντενμπεργκ ανέφερε την Wirecard στη συνομιλία του με την κ. Μέρκελ και λίγο μετά έστειλε στον σύμβουλό της κ. Ρέλερ ένα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σε αυτό ανέφερε ότι η Wirecard σχεδίαζε να μπει στην κινεζική αγορά αποκτώντας μια κινεζική εταιρεία πληρωμών, την AllScore, και χρειαζόταν την έγκριση της Λαϊκής Τράπεζας της Κίνας. Λίγο μετά η Μέρκελ επισκέφτηκε την Κίνα και ο Ρέλερ υποσχέθηκε στον τσου Γκούτενμπεργκ «παραπέρα πολιτική υποστήριξη».
Η ίδια η Μέρκελ υποστήριξε ότι τέτοιες πρακτικές “lobbying” υπέρ γερμανικών εταιρειών είναι συνήθης πρακτική στις επισκέψεις των γερμανών ηγετών στο εξωτερικό και σε τελική ανάλυση εκείνη τη στιγμή η Wirecard ήταν μια μεγάλη επιχείρηση και εκείνη τη στιγμή η ίδια δεν είχε γνώση κάποιων παρατυπιών σε σχέση με την εταιρεία.
Αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι όλα αυτά αποτυπώνουν την ενδημική αδυναμία των γερμανικών ελεγκτικών μηχανισμών να εντοπίζουν παράτυπες και παράνομες πρακτικές.
Ενδεικτικά αναφέρουν την απάτη CumEx, που αφορούσε την εκμετάλλευση ενός κενού στη φορολογική νομοθεσία που επέτρεψε σε εταιρείες να αποφύγουν την καταβολή δισεκατομμυρίων ευρώ σε φόρους στα μερίσματα των μετοχών, τις διαρκείς παρατυπίες στη Deutsche Bank που τις εντόπισαν όχι οι γερμανικές αλλά οι αμερικανικές και βρετανικές εποπτικές αρχές, αλλά και το σκάνδαλο με τις τιμές των καυσαερίων στα αυτοκίνητα diesel της Volkswagen που σε πρώτη φάση εντοπίστηκε και διώχθηκε από την αμερικανική υπηρεσία για την προστασία του περιβάλλοντος, την EPA.