Στη δημοσιότητα, δόθηκε το υπόμνημα που κατατέθηκε στον Άρειο Πάγο, εκ μέρους της οικογένειας του δολοφονηθέντος Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Όπως αναφέρεται σε σχετικό δελτίο Τύπου των δικηγόρων της οικογένειας, την Τρίτη 22/9/2020 συζητήθηκε στον Άρειο Πάγο η αίτηση αναίρεσης του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Βασιλείου Πλιώτα κατά της απόφασης του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, ως προς το σκέλος της απόφασης που αναγνώρισε στον καταδικασθέντα για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, Επαμεινώνδα Κορκονέα, το ελαφρυντικό του «προτέρου συννόμου βίου».

Στη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο δεν επετράπη στους συνηγόρους της οικογένειας να αγορεύσουν επί της κρινόμενης αναίρεσης, «γεγονός που παραβίασε τη ρητή δικονομική διάταξη που προβλέπει αγόρευση όλων των διαδίκων στην αναιρετική δίκη, αλλά και την αρχή της δημοσιότητας της δίκης, που αποτελεί εγγύηση διαφάνειας και χρηστής απονομής της δικαιοσύνης και συνδέεται με το δικαίωμα των πολιτών και της κοινωνίας να γνωρίζουν τις θέσεις της οικογένειας του δολοφονηθέντος επί του σοβαρότατου κρινόμενου ζητήματος», τονίζεται στην ανακοίνωση/

Μετά την συζήτηση της υπόθεσης, η οικογένεια του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου κατέθεσε υπόμνημα στον Άρειο Πάγο, δια των πληρεξουσίων δικηγόρων της, Νίκου Κωνσταντόπουλου και Ζωής Κωνσταντοπούλου.

Σήμερα, το δικηγορικό γραφείο, έδωσε στη δημοσιότητα το περιεχόμενο του υπομνήματος «ως ελάχιστη πράξη υπεράσπισης του δικαιώματος της οικογένειας να ακουσθεί».

Μεταξύ άλλων με το υπόμνημα, ζητείται:

  • Να γίνει δεκτή η κρινόμενη Αναίρεση του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου
  • Να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση ως προς το σκέλος της περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου συννόμου βίου και ως προς την επιβληθείσα σκανδαλωδώς χαμηλή «ποινή»-αποφυλακίσεως
  • Να εκδικασθεί η υπόθεση ενώπιον νέας Σύνθεσης για τα ανωτέρω θέματα

Το υπόμνημα

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο του υπομνήματος που κατέθεσε η οικογένεια του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στον Άρειο Πάγο:

«ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ

(ΣΤ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ)

ΥΠΟΜΝΗΜΑ

1.     Της ΒερτζίνΤσαλικιάν του Αγκόπ

2.     Της Αρετής Γρηγοροπούλου του Ευαγγέλου

Επί της από 7/11/2019 υπ’ αρ. 49/2019

Αναιρέσεως

του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου

Κατά της υπ’ αρ.

43, 47, 61, 62, 63/2016, 1, 11, 18, 26, 37, 38, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 69, 75, 76, 77, 78, 79, 80/2017, 8, 9, 10, 18, 24, 25, 26, 27, 35, 36, 37, 38, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 73, 74, 75, 76, 77, 87/2018, 8, 9, 10, 11, 12, 21, 29, 30, 31, 39, 40, 41, 47, 48, 53, 54, 55/2019

Αποφάσεως του

Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας

Συζητήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου σας, κατά την δικάσιμο της 22/9/2020 με αρ. πινακίου 21, η από 7/11/2019 υπ’ αρ. 49/2019 Αναίρεση που άσκησε ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κατά της ως άνω Αποφάσεως του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, με την οποία, αναγνωρίσθηκε το ελαφρυντικό του προτέρου συννόμου βίου στον Επαμεινώνδα Κορκονέα, καταδικασθέντα για την ανθρωποκτονία του 15χρονου υιού και αδελφού μας, Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, από πρόθεση, με άμεσο δόλο, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, δηλαδή εν ψυχρώ, έγκλημα που συγκλόνισε την Ελληνική Κοινωνία.

Κλητευθήκαμε προκειμένου να παραστούμε στη συζήτηση της Αναιρέσεως, με την ιδιότητά μας ως διαδίκων (πολιτικώς εναγουσών και πλέον υποστηριζουσών την κατηγορία) που παρέστημεν ήδη από την ανάκριση σε κάθε πράξη της προδικασίας και της κύριας διαδικασίας.

Σύμφωνα με τις σχετικές κλήσεις του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, που επιδόθηκαν στους αντικλήτους μας δικηγόρους (σχετ. 1), κλητευθήκαμε προκειμένου να παραστούμε κατά τη συζήτηση της ασκηθείσης αναιρέσεως ήδη από την αρχική δικάσιμο της. 18/2/2020 διορίζοντας συνηγόρους υποστήριξης της κατηγορίας- βλ. τις από 6/12/2019 κλήσεις, που υπογράφονται από τον ίδιο τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.

Αυτονοήτως προσήλθαμε στη διαδικασία, με σκοπό να υποστηρίξουμε, δια των συνηγόρων μας, που μας εκπροσωπούν από την Πρωτοβάθμια δίκη, την Αναίρεση του κ. Εισαγγελέως και να ζητήσουμε την Αναίρεση της Αποφάσεως, για τους λόγους που εκτίθενται στο Αναιρετήριο και για όσους το Δικαστήριο οφείλει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει. Πλην όμως, το Δικαστήριό σας αρνήθηκε να δώσει το λόγο στους συνηγόρους μας, προκειμένου να αγορεύσουν κατά το άρθρο 515 Κ.Π.Δ., γεγονός που παραβίασε το δικαίωμά μας να εκθέσουμε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σας και σε δημόσια συνεδρίαση τους λόγους για τους οποίους η Αναίρεση θα έπρεπε να γίνει δεκτή. Μάλιστα, με δεδομένο ότι η κυρία Εισαγγελέας της Έδρας δεν ανέπτυξε την Αναίρεση του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, αλλά μόνον αναφέρθηκε σε αυτήν κατά παραπομπή, σαν να ήταν γνωστή σε όλους και στο ακροατήριο, τελικώς η ενώπιόν σας διαδικασία περιορίσθηκε στην αγόρευση του συνηγόρου υπερασπίσεως του καταδικασθέντος δολοφόνου του Αλέξανδρου. Η επιλογή υποβάθμισης της ενώπιόν σας δίκης μέχρι του σημείου φίμωσης της πλευράς της υποστήριξης της κατηγορίας προσβάλλει βάναυσα το δικαίωμά μας να ζητούμε Δικαιοσύνη, μέσα από δίκαιη δίκη, και μας γεμίζει ανησυχίες και ερωτηματικά, αφού είναι πρωτοφανές και νομικά πρωτόγνωρο να κλητεύεται διάδικος να παραστεί βουβός και χωρίς δικαιώματα στην επ’ ακροατηρίω διαδικασία, ενώ είναι ακόμη πιο ανεξήγητη η εκ μέρους σας πρόσκλησή μας να υποβάλουμε υπόμνημα, επί του αντικειμένου της δίκης επί του οποίου αρνηθήκατε να μας ακούσετε.

Η ασκηθείσα αναίρεση του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου που καλείσθε να κρίνετε, αποτέλεσε ιστορικής σημασίας εισαγγελική πρωτοβουλία και εκπλήρωση υψηλού δικαστικού καθήκοντος, καθώς η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αποτέλεσε πρόκληση για την Ελληνική Κοινωνία και το αίσθημα δικαίου των πολιτών, αλλά και πλήγμα για το κύρος της Ελληνικής Δικαιοσύνης, που, στην υπόθεση της δολοφονίας του 15χρονου γιού και αδελφού μας, Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, εμφανίσθηκε να επιβραβεύει τους κατηγορουμένους αστυνομικούς, τον καταδικασθέντα δολοφόνο και τον αθωωθέντα τελικώς συμπαραστάτη του, αποφυλακίζοντας τον έναν με νόμω και ουσία αβάσιμο ελαφρυντικό και αθωώνοντας τον άλλον, με νομικούς ακροβατισμούς.

Κατά της αποφάσεως αυτής, και παρά το γεγονός ότι απαγγέλθηκε σχεδόν εν κρυπτώ, εν μέσω θέρους, στις 29/7/2020,  ξεσηκώθηκε μεγάλη αντίδραση τόσο των πολιτών όσο και του νομικού κόσμου.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι μας, που υπογράφουν και το παρόν υπόμνημα, απηύθυναν με δημόσιες δηλώσεις τους έκκληση προς την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου να ενεργήσει για την αποκατάσταση του κράτους δικαίου, ενώ η πρώτη από εμάς, μητέρα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, προέβην σε δημόσια δήλωση τοποθετούμενη για την απόφαση και το πραγματικό νόημά της, αλλά και για την εμπειρία μου στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (σχετ. 2).

Ήδη από την 2/8/2019, λίγες ημέρες μετά την απαγγελία της απόφασης και μετά το σάλο που προκάλεσε η ανεξήγητη αναγνώριση ελαφρυντικού, η ιδιαζόντως χαμηλή ποινή και η αστραπιαία αποφυλάκιση του Ε. Κορκονέα, ο τότε εκτελών χρέη Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Δημήτριος Δασούλας παρήγγειλε την άμεση διαβίβαση της αποφάσεως στον Άρειο Πάγο μόλις θα καθαρογραφόταν, ώστε να εξετασθεί (σχετ. 3, τα σχετικά δημοσιεύματα).

Με την ιδιότητα των πολιτικώς εναγουσών- υποστηριζουσών την κατηγορία στη δίκη για τη δολοφονία του υιού και αδελφού μας Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, υποβάλαμε την από 6/11/2019 υπ’ αρ. πρωτ. 11652/6-11-2019 Αίτησή μας προς τον κ. Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητήσαμε να ασκήσει αναίρεση (κατ’ άρθρο 507 Κ.Π.Δ.) κατά της υπ’ αρ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1, 11, 18, 26, 37, 38, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 69, 75, 76, 77, 78, 79, 80/2017, 8, 9, 10, 18, 24, 25, 26, 27, 35, 36, 37, 38, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 73, 74, 75, 76, 77, 87/2018, 8, 9, 10, 11, 12, 21, 29, 30, 31, 39, 40, 41, 47, 48, 53, 54, 55/2019 Αποφάσεως του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας, με την οποία ο πρώτος κατηγορούμενος-εκκαλών Επαμεινώνδας Κορκονέας κηρύχθηκε ομοφώνως ένοχος ανθρωποκτονίας από πρόθεση, με άμεσο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση με θύμα τον 15χρονο γιο και αδελφό μας Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, με το ελαφρυντικό του προτέρου συννόμου βίου και του επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως μόνον 13 ετών και ο δεύτερος κατηγορούμενος-εκκαλών Βασίλειος Σαραλιώτης κηρύχθηκε ομοφώνως αθώος της απλής συνέργειας στην ανωτέρω ανθρωποκτονία από πρόθεση, για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Αναφερόμενες στην ως άνω Αίτησή μας περί ασκήσεως Αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποβάλαμε και υπόμνημα αναλύοντας τους λόγους για τους οποίους ζητούσαμε την Αναίρεση της Αποφάσεως και, ειδικότερα, εκθέσαμε τα ακόλουθα, τα οποία και ενώπιόν σας επαναλαμβάνουμε, αν και εμποδισθήκαμε να τα εκθέσουμε προφορικά:

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βρίθει αντιφάσεων, λογικών κενών και ασυνεχειών, ως προς τα πληττόμενα σκέλη της, πάσχει δηλαδή από έλλειψη της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, ενώ ταυτόχρονα έχει υποπέσει στην πλημμέλεια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικών ποινικών διατάξεων αλλά και έχει εκδοθεί καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του Δικαστηρίου.

Ειδικότερα:

Α. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΙΡΕΣΙΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ, ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΚΟΡΚΟΝΕΑ ΤΗΣ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΤΕΡΟΥ ΣΥΝΝΟΜΟΥ ΒΙΟΥ (άρθρο 84 παρ., 2 στοιχ. α’ Π.Κ.)

Το Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κάνοντας δεκτό τον ισχυρισμό του πρώτου κατηγορουμένου – εκκαλούντος περί συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του αρ. 84 παρ. 2, στοιχ. α’ Π.Κ., προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της ως άνω διατάξεως και παραβίασε ευθέως το νόμο και το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Όπως προκύπτει από το σκεπτικό της αποφάσεως, το Δικαστήριο διατυπώνει τη σκέψη ότι με την ως άνω διάταξη του νέου Ποινικού Κώδικα «υποχρεώνεται ο δικαστής να αναγνωρίσει αυτό το ελαφρυντικό σε όσους έχουν λευκό ποινικό μητρώο» (βλ. σελ. 1176- 1177 αποφάσεως). Πρόκειται για αυθαίρετη και εσφαλμένη ερμηνεία, που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το αληθές νόημα και περιεχόμενο της ως άνω διατάξεως, όπως αυτά προκύπτουν από το γράμμα του νόμου, την πραγματική βούληση του νομοθέτη και το συνδυασμό της με άλλες διατάξεις.

Σύμφωνα με τη διατύπωση της νέας διατάξεως θεωρείται ελαφρυντική περίσταση το ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση η οποία δεν αποκλείεται εξ ορισμού από τυχόν προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρύ πλημμέλημα. Από το γράμμα του νέου άρθρου συνάγεται μεν ότι η απουσία λευκού ποινικού μητρώου δεν αποκλείει, από μόνη της, την αναγνώριση συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης, κάτι άλλωστε που και προηγουμένως υποστηριζόταν από μερίδα της νομολογίας. Αντιθέτως, δεν συνάγεται ούτε επιτρέπεται να συναχθεί και το αντίθετο, ότι δηλαδή μόνη η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου αρκεί για την αναγνώριση της συνδρομής της ελαφρυντικής περίστασης, ούτε, πολύ λιγότερο, ότι μόνη η ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου ιδρύει υποχρέωση του Δικαστηρίου να αναγνωρίσει τη συνδρομή της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης. Και τούτο, διότι ο νομοθέτης ρητά αναφέρεται σε σύννομο βίο, δηλαδή σε βίο που (αποδεδειγμένα, μετά από δικαστικό έλεγχο και με βάση αιτιολογημένη κρίση) δεν παραβιάζει το σύνολο των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την εύρυθμη, ομαλή και ασφαλή λειτουργία της κοινωνίας, και όχι σε ποινικά σύννομο βίο.

Ως εκ τούτου, η απλή ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου δεν δεσμεύει το δικαστή, αλλά αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, εάν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η παραπάνω ερμηνεία, παρά το γεγονός ότι είναι εντελώς αντίθετη από την ερμηνεία περί υποχρεωτικής χορήγησης του ελαφρυντικού στην περίπτωση του λευκού ποινικού μητρώου, περιλαμβάνεται και αυτή στις παραδοχές της προσβαλλόμενης (βλ. σελ. 1176 αποφάσεως), με τις οποίες γίνεται δεκτό ότι: «η έλλειψη τέτοιων καταδικών στο παρελθόν αποτελεί στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση του ελαφρυντικού, εάν δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει το αντίθετο». Κατά τον τρόπο αυτό η απόφαση διέλαβε ευθέως αντιφατική αιτιολογία ως προς την ερμηνεία της διατάξεως, εμφανίζοντας την ύπαρξη λευκού ποινικού μητρώου αφ’ ενός ως στοιχείο που οδηγεί υποχρεωτικά στην αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης, αφ’ ετέρου ως στοιχείο που μπορεί να οδηγήσει δυνητικά στη συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως.

Βεβαίως, κατά την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της διατάξεως, με βάση τις γενικές αρχές του ποινικού δικαίου και της ποινικής δικονομίας, ο έλεγχος της συνδρομής των ελαφρυντικών περιστάσεων- και της συγκεκριμένης, προϋποθέτει δικανική διαδικασία υπαγωγής, με εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων και αιτιολογημένη κρίση και ουδέποτε ιδρύονται αυτοματισμοί υποχρεωτικότητας στη διαδικασία της υπαγωγής, αντίθετα με όσα διαλαμβάνει η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η ερμηνεία την οποία ακολουθεί εν τέλει το Δικαστήριο, περί δεσμεύσεως του δικαστή από την ανυπαρξία προηγούμενων καταδικών, είναι αντίθετη με το καθήκον του δικαστή της ουσίας και συγκρούεται με την συνταγματική διάκριση των εξουσιών.

Πέραν των ανωτέρω, καθ’ υπέρβαση της εξουσίας του και παραβιάζοντας την υποχρέωση ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογήσεως της αποφάσεώς του, το Δικαστήριο, δεχόμενο την συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου συννόμου βίου μέχρι την τέλεση της πράξεως, προβαίνει σε εντελώς αναιτιολόγητες και αυθαίρετες «αφηγήσεις» και παραδοχές, που δεν στηρίζονται στα αποδεικτικά μέσα και προσκρούουν σε συγκεκριμένες αποδείξεις και πράγματα που προτάθηκαν, αλλά και σε παραδοχές και κρίσεις του ίδιου του Δικαστηρίου.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο προβαίνει στις εξής αυθαίρετες, αναιτιολόγητες και αντιφατικές παραδοχές (σελ. 1177):

«Αποδείχθηκε ότι ο πρώτος κατηγορούμενος είναι παντρεμένος με τη Μαρία Χοντζέα από το έτος 1999 και έχει αποκτήσει τρία τέκνα…» «Αυτός ήταν υποδειγματικός οικογενειάρχης και δεν είχε στο παρελθόν την παραμικρή επίμεμπτη από κοινωνική και κυρίως ποινική άποψη συμπεριφορά»

ΕΝΩ από τη διαδικασία στο ακροατήριο αποδείχθηκε:

–         Ότι ο κατηγορούμενος προ του γάμου του με την Μαρία Χοντζέα είχε τελέσει προηγούμενο γάμο με έτερη γυναίκα στον Καναδά, τον οποίο γάμο απέκρυψε επιμελώς από το Δικαστήριο, μέχρι το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, οπότε ομολογήθηκε το γεγονός από την μητέρα του και τον ίδιο (βλ. ειδικότερα, σελ. 850 και 871 αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Η ύπαρξη προηγούμενου γάμου, ο οποίος απεκρύβη, όχι μόνον από το Δικαστήριο, αλλά και από τις αρμόδιες αρχές, αφού στα προσκομισθέντα από τον ίδιο πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης και ληξιαρχική πράξη γάμου (σχετ. 4 και 5), εμφανίζεται να τελεί Α’ γάμο με την Μαρία Χοντζέα, οδηγούν αναπόδραστα στο συμπέρασμα ότι η συγκεκριμένη περίοδος της παραμονής του κατηγορουμένου στον Καναδά αποτελεί σκοτεινό και συσκοτιζόμενο από τον ίδιο κεφάλαιο της προηγούμενης ζωής του, που σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να θεμελιώσει συμπεράσματα περί «προτέρου συννόμου βίου», αλλά μάλλον οδηγεί στα εντελώς αντίθετα συμπεράσματα και σίγουρα δεν δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό του «υποδειγματικού οικογενειάρχη», που χρησιμοποιείται από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

–         Άλλωστε, για την απόκτηση πιστοποιητικών που τον εμφανίζουν σε Α’ γάμο με τη Μαρία Χοντζέα, προδήλως παραβίασε την ισχύουσα νομοθεσία, με ψευδείς δηλώσεις και με διόλου σύννομη συμπεριφορά.

–         «Είχε μια μετρημένη κοινωνική ζωή, ήταν συγκροτημένο άτομο, αγαπητός στους συγχωριανούς του (κατάγεται από τη Μάνη Μεσσηνίας)»

ΕΝΩ τίποτε από τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία και τα αποδεικτικά στοιχεία. Αντιθέτως, ουδείς συγχωριανός του κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισής του και ουδείς κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως για την κοινωνική του ζωή. Ως προς δε το ποιόν και τον χαρακτήρα του, αλλά και τα γεγονότα της προηγούμενης ζωής του, κατατέθηκε και στο ακροατήριο, αλλά και αποτελεί περιεχόμενο των δημοσιευμάτων που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο (βλ. αναγνωσθέντα έγγραφα), ότι ο κατηγορούμενος ήταν γνωστός για τον επιθετικό χαρακτήρα του, ότι τον προσφωνούσαν «Ράμπο», αλλά και ότι εργάσθηκε σε νυχτερινό κατάστημα στην Καλαμάτα (βλ. πρακτικά της απόφασης και σχετικά δημοσιεύματα, σχετ. 6). Ιδιαιτέρως αναλυτική και κατατοπιστική επ’ αυτού και η αναίρεση του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου.

Μάλιστα, μία εκ των περικοπών της προανακριτικής του απολογίας, που αναγνώσθηκε στο ακροατήριο, παραπέμπει ευθέως σε αυτήν την συμπεριφορά, καθώς ο κατηγορούμενος αναφέρεται στην «ιδιοσυγκρασία του και στο χαρακτήρα του» που δεν του επέτρεπε να… «το βάζει στα πόδια»!

Περαιτέρω, όλη η προηγηθείσα συμπεριφορά του κατηγορουμένου την ημέρα του εγκλήματος είναι παραβατική και έκνομη: παραβίαση εντολής μετάβασης στην Αλεξάνδρας, αλλαγή πορείας χωρίς ενημέρωση του Κέντρου, εμπλοκή σε διαπληκτισμό με πολίτες- ανήλικα παιδιά, εκτόξευση χυδαίων ύβρεων προς αυτά, παραβίαση καθήκοντος αποχής από τέτοιες συμπεριφορές, παραβίαση καθήκοντος ενημέρωσης του Κέντρου για τη στάθμευση και εγκατάλειψη του περιπολικού, πεζή μετάβαση και εκτόξευση χυδαίων ύβρεων και απειλών προς πολίτες και δη ανήλικα παιδιά («ελάτε τώρα ρε μουνιά», «ελάτε αν σας βαστάει» και άλλες χυδαίες εκφράσεις- βλ. πρακτικά αναιρεσιβαλλόμενης και αναίρεση κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου), αποτελούν στοιχεία του προτέρου βίου του κατηγορουμένου, που περιγράφονται αναλυτικά στο σκεπτικό και το διατακτικό της αποφάσεως και που, από μόνα τους, αποκλείουν την αναγνώριση συνδρομής της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου συννόμου βίου.

–         Ομοίως, η κατάσταση στην οποία βρέθηκε το όπλο του πρώτου κατηγορουμένου, όπως προκύπτει από τις αναγνωσθείσες εργαστηριακές εκθέσεις και εκθέσεις κατασχέσεως, (γεμιστήρας που δέχεται περισσότερα φυσίγγια από τις εργοστασιακές προδιαγραφές, έλλειψη φυσιγγίων και φυσίγγια από πολλές διαφορετικές παρτίδες) οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, εκτός υπηρεσίας και εκτός καθηκόντων, ο ανωτέρω προέβαινε σε επανειλημμένη οπλοχρησία, γεγονός που επίσης δεν συνάδει με την συνδρομή της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου συννόμου βίου (σχετ. 7, η αναγνωσθείσα από 16/12/2018 υπ’ αρ. πρωτ. 3022/13/20525-γ’ Έκθεση Εργαστηριακής Πραγματογνωμοσύνης, βλ. σελ. 1 και 2 και σχετ. 8, η από 22/1/2009 Έκθεση Υποβολής Παρατηρήσεων επί των γενομένων πραγματογνωμοσυνών των κκ. Συμεών Μεσογίτη και Γεωργίου Ραυτογιάννη, βλ. σελ. 10)

–         Αλλά και ο διατυπωθείς στο ακροατήριο ισχυρισμός του ότι, στη διάρκεια της υπηρεσίας του, περνούσε από τους σκοπούς που είχαν υπηρεσία και… τους μοίραζε φυσίγγια (βλ. σελ. 897 πρακτικών), αποκαλύπτει επίσης μία εκτός κανόνων και μη σύννομη συμπεριφορά.

Όλα τα ανωτέρω όχι απλώς δεν αξιολογήθηκαν από το Δικαστήριο, αλλά, αντίθετα, παρασιωπώνται πλήρως στην περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου συννόμου βίου κρίση του, καθιστούν δε την κρίση αυτή πολλαπλώς άκυρη και εσφαλμένη και εντεύθεν αναιρετέα.

Είναι πάντως, πολύ χαρακτηριστικές και πλήρως αποδεικτικές της εσφαλμένης και αντιφατικής αποφάσεως περί αναγνωρίσεως ελαφρυντικού οι παραδοχές της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι ο Β’ κατηγορούμενος Βασίλειος Σαραλιώτης«γνώριζε πολύ λίγο το χαρακτήρα του Α’ κατηγορουμένου (Ε. Κορκονέα) και τη συμπεριφορά του ως επαγγελματία, αστυνομικού αλλά και ως ανθρώπου και δεν ήταν, ως εκ τούτου δυνατόν στη συγκεκριμένη περίπτωση, να γνωρίζει ή να θεωρήσει ως ενδεχόμενο και να αποδεχθεί την τέλεση από τον πρώτο κατηγορούμενο της ως άνω άδικης πράξης» (σελ. 1152).

Οι ανωτέρω παραδοχές, που χρησιμοποιούνται προς το σκοπό της απαλλαγής του Βασιλείου Σαραλιώτη, έρχονται σε ευθεία και πλήρη αντίφαση με όσα δέχεται το ίδιο Δικαστήριο για τον Επαμεινώνδα Κορκονέα κατά την αναγνώριση της συνδρομής ελαφρυντικής περιστάσεως.

Αλλά και υπογραμμίζουν την διάθεση «να πέσουν στα μαλακά», παντί τρόπω και με κάθε πρόσχημα, εκείνοι που συνέπραξαν στη δολοφονία ενός παιδιού. Κάτι που θα έπρεπε κατά την άποψή μας να ελεγχθεί αυτοτελώς, ως προς το παρασκήνιο και τις περιστάσεις έκδοσης της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

Β. ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΚΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟ – ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΑ ΠΟΙΝΗΣ ΚΑΘΕΙΡΞΕΩΣ ΜΟΝΟΝ 13 ΕΤΩΝ

Το άρθρο 299 παρ. 1 Π.Κ., όπως ισχύει, προβλέπει ότι «Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών.». Εν προκειμένω, στον πρώτο κατηγορούμενο – εκκαλούντα, Επαμεινώνδα Κορκονέα, επιβλήθηκε ποινή καθείρξεως μόνο 13 ετών, παρά την πρόταση του κ. Εισαγγελέως της έδρας που πρότεινε την επιβολή κάθειρξης 15 ετών.

Στην προσβαλλόμενη απόφαση, διαλαμβάνεται το εξής αιτιολογικό, ως προς την επιβολή της ποινής (βλ. σελ. 1189, 1190 και 1191 προσβαλλομένης αποφάσεως):

«Ως προς την εκτίμηση της βαρύτητας του εγκλήματος έλαβε υπ’ όψιν του την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με την χρήση υπηρεσιακού όπλου για την τέλεσή της και το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος πυροβόλησε κατά αριθμού προσώπων χωρίς να υφίσταται άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του. Ως προς την εκτίμηση της βλάβης που προξένησε το έγκλημα, η αφαίρεση μίας ανθρώπινης ζωής και μάλιστα ανηλίκου με πρόθεση αποτελεί τη μέγιστη βλάβη που μπορεί να προκληθεί από εγκληματική πράξη. Ως προς την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του κατηγορουμένου, το Δικαστήριο κατέγνωσε σε βάρος του άμεσο δόλο, λαμβάνοντας υπόψη και τη συμπεριφορά του κατά την τέλεση της πράξης και την ανταλλαγή ύβρεων με το θύμα, που δε συνάδει με το λειτούργημά του, ως αστυνομικού. Περαιτέρω, ως προς την αφορμή που του δόθηκε για την τέλεση της πράξης της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και εν προκειμένω, η επίθεση που δέχθηκε από το συγκεκριμένο πλήθος νεαρών ατόμων, ήταν σύνηθες γεγονός για την περιοχή των Εξαρχείων και τους υπηρετούντες στην περιοχή αυτή αστυνομικούς. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα αίτια που τον ώθησαν στην τέλεση της πράξης του, ήταν ο υπέρμετρος εγωισμός που τον ώθησε σε επίδειξη δύναμης έναντι του θύματος και των λοιπών συγκεντρωθέντων. Υπήρχε δυνατότητα απεμπλοκής του από το συμβάν, χωρίς να επιμείνει να επιστρέψει στον τόπο όπου είχε αντιληφθεί ότι βρίσκονταν τα άτομα που είχαν επιτεθεί κατά του περιπολικού. Ως προς την διαγωγή του κατηγορουμένου μετά την πράξη του, το Δικαστήριο κρίνει ότι η απαθής στάση του στις φωνές και τις εκκλήσεις των συγκεντρωμένων νεαρών προσώπων για ασθενοφόρο και η εν συνεχεία αποχώρησή του από τον τόπο του εγκλήματος, λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου. Αντιθέτως, το γεγονός ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των υπηρεσιακά ανωτέρων του, επιστρέφοντας άμεσα το περιπολικό στο αρμόδιο ΑΤ Εξαρχείων, λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου (κατηγορουμένου).

Συνεκτιμώντας το Δικαστήριο και ότι ο κατηγορούμενος κατά τη διάρκεια της κράτησής του εμφάνισε ψυχολογικά προβλήματα, ενώ η οικογένειά του, αποτελούμενη από τα τρία τέκνα του (εκ των οποίων τα δύο ανήλικα) και τη σύζυγό του, λόγω του εγκλεισμού του αναγκάστηκε να μετοικήσει από την Αθήνα στην ιδιαίτερη πατρίδα του (Μάνη), μην έχοντας άλλους πόρους προς το ζην, αφού ο μόνος πόρος της ήταν ο μισθός του κατηγορουμένου, με αποτέλεσμα έκτοτε αυτή (οικογένεια) να αναγκασθεί για την κάλυψη των βασικών και στοιχειωδών αναγκών της, να δέχεται βοήθεια και δωρεές ομογενών συγχωριανών του. Πέραν αυτών, η απουσία του εν λόγω κατηγορουμένου στερεί από τα τρία τέκνα του την πατρική στοργή και από τους υπερήλικες γονείς του, τη φροντίδα και τη συμπαράσταση καθώς επίσης και τη φροντίδα από τη νοητικά καθυστερημένη αδερφή του (η έτερη νοητική καθυστερημένη αδερφή του έχει ήδη αποβιώσει).».

Από το ανωτέρω αιτιολογικό προκύπτουν αντιφάσεις που καθιστούν αναιρετέο το σκέλος αυτό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι «ο πρώτος κατηγορούμενος πυροβόλησε κατά αριθμού προσώπων χωρίς να υφίσταται άμεσος κίνδυνος για τη ζωή του», ότι «η αφαίρεση μίας ανθρώπινης ζωής και μάλιστα ανηλίκου με πρόθεση αποτελεί τη μέγιστη βλάβη που μπορεί να προκληθεί από εγκληματική πράξη», ότι η συμπεριφορά του δε συνάδει με αυτή που πρέπει να επιδεικνύει ο αστυνομικός κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ότι «τα αίτια που τον ώθησαν στην τέλεση της πράξης του, ήταν ο υπέρμετρος εγωισμός που τον ώθησε σε επίδειξη δύναμης έναντι του θύματος και των λοιπών συγκεντρωθέντων», ότι υπήρχε δυνατότητα απεμπλοκής του, χωρίς να επιστρέψει στον τόπο όπου βρίσκονταν τα συγκεντρωμένα άτομα και ότι, τέλος, «η απαθής στάση του στις φωνές και τις εκκλήσεις των συγκεντρωμένων νεαρών προσώπων για ασθενοφόρο και η εν συνεχεία αποχώρησή του από τον τόπο του εγκλήματος, λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου».

Παραθέτει, ως εκ τούτου, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μία σειρά γεγονότων που αιτιολογούν πλήρως την επιβολή στον πρώτο κατηγορούμενο της ποινής της ισόβιας κάθειρξης, όπως άλλωστε, τού είχε επιβληθεί πρωτοδίκως.

Σε όλα τα ανωτέρω το Δικαστήριο, αντιπαραθέτει ως στοιχείο υπέρ του πρώτου κατηγορουμένου το γεγονός ότι δήθεν έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση της υπηρεσίας επιστρέφοντας άμεσα το περιπολικό στο αρμόδιο ΑΤ Εξαρχείων, ενώ το αληθές είναι ότι αμφότεροι κατηγορούμενοι για μακρότατο χρόνο, όπως διαλαμβάνεται και στη σελ. 1124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αλλά και προκύπτει από τα αναγνωσθέντα και μνημονευόμενα εκεί αποσπάσματα συνομιλιών: «απέφευγαν να δώσουν το στίγμα τους στο Κέντρο Άμεσης Δράσης, παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του αξιωματικού υπηρεσίας και το σπουδαιότερο απέφευγαν, τόσο να ενημερώσουν για τη χειροβομβίδα κρότου λάμψης και του όπλου, όσο και για την πλήξη ανθρώπου, την οποία ασφαλώς, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, έχουν αντιληφθεί. Ενδεικτικό της συμπεριφοράς τους είναι το γεγονός ότι δεν εκτελούσαν συστηματικά την εντολή που έλαβαν, ακόμη και με τη μορφή παράκλησης να επικοινωνήσουν μέσω των κινητών τηλεφώνων τους [βλ το από 7/12/2008 με αριθμό πρωτ. 2004/17/47/69-κγ έγγραφο του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ., Διεύθυνσης Τεχνικών, 5ου Τμήματος Τεχνολογικών Συστημάτων C4I, σχετ. 9], με τον υπεύθυνο ιεραρχικά ανώτερό τους Ταξίαρχο, ο οποίος επιμόνως ζητούσε την επικοινωνία.»(βλ. σελ. 1124 αποφάσεως). Η ανωτέρω παραδοχή της ιδίας αποφάσεως έρχεται σε πλήρη αντίφαση με την παραδοχή περί…άμεσης θέσεως του κατηγορουμένου στη διάθεση της υπηρεσίας και περί…άμεσης επιστροφής του περιπολικού, που δήθεν πρέπει να συνεκτιμηθεί…υπέρ του στην καταμέτρηση της ποινής.

Το Δικαστήριο, στο ανωτέρω αιτιολογικό του, παραγνωρίζει το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος, με συναπόφαση και του δευτέρου, αφ’ ενός δεν ενημέρωσε το Κέντρο Επιχειρήσεων ότι υπήρξε τραυματισμένο-νεκρό άτομο, αφ’ ετέρου δεν παρείχε καμμία ενημέρωση ούτε καν στους αστυνομικούς που βρίσκονταν επί της οδού Χαριλάου Τρικούπη.

Άλλωστε, υφίσταται κραυγαλέα αντίφαση της κατά τα άνω «θετικής» παραδοχής του Δικαστηρίου με την παραδοχή, που διαλαμβάνεται στο ίδιο αιτιολογικό, ότι ο πρώτος κατηγορούμενος (όπως και ο δεύτερος) επέδειξε απαθή στάση στις φωνές και τις εκκλήσεις των συγκεντρωμένων ατόμων για ασθενοφόρο, καθώς υπήρχε τραυματισμένο άτομο.

Άλλωστε, ακόμη και εάν επέστρεφε το περιπολικό στο Α.Τ. Εξαρχείων άμεσα (πράγμα που αποδεδειγμένα δεν έπραξε), κάτι τέτοιο δεν αποτελεί επιχείρημα υπέρ του κατηγορουμένου, καθώς αυτό ήταν υπηρεσιακό καθήκον του και σε καμμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο μείωσης της επιβαλλόμενης ποινής.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο παραθέτει σειρά επιχειρημάτων, τα οποία ανάγονται στον προσωπικό και οικογενειακό του βίο, που φέρονται ότι αιτιολογούν την επιβολή μειωμένης ποινής στον πρώτο κατηγορούμενο (ψυχολογικά προβλήματα κατά την διάρκεια της κρατήσεώς του, μετοίκηση της οικογενείας του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Μάνη, λόγω οικονομικών προβλημάτων, έλλειψη πατρικής στοργής για τα τέκνα του, ανάγκη φροντίδας των υπερήλικων γονέων του και της νοητικά καθυστερημένης αδερφής του, θάνατος της έτερης νοητικά καθυστερημένης αδερφής του). Πέραν του ότι αυτά τα επιχειρήματα ουδόλως συγκροτούν λόγους μειώσεως της επιμετρούμενης ποινής, προκαλεί πραγματικά αλγεινή εντύπωση το γεγονός ότι ουδεμία μνεία γίνεται στις συνέπειες που είχε η δολοφονία του 15χρονου Αλέξανδρου στην δική του οικογένεια. Αυτή η κραυγαλέα αντίφαση, της πλήρους απαξίωσης της οικογένειας του θύματος και του Γολγοθά της εν αντιθέσει με την επινόηση επιχειρημάτων μειώσεως της ποινής με αναφορές στην οικογένεια του δράστη είναι δηλωτική πολλών περισσότερων από την απλή έλλειψη αιτιολογίας της αποφάσεως.

Επειδή το παρόν υπόμνημά μας είναι νόμιμο, βάσιμο, παραδεκτό και αληθές

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΖΗΤΟΥΜΕ

–         Να γίνει δεκτή η κρινόμενη Αναίρεση του κ. Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κατά της υπ’ αρ. 43, 47, 61, 62, 63/2016, 1, 11, 18, 26, 37, 38, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 69, 75, 76, 77, 78, 79, 80/2017, 8, 9, 10, 18, 24, 25, 26, 27, 35, 36, 37, 38, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 73, 74, 75, 76, 77, 87/2018, 8, 9, 10, 11, 12, 21, 29, 30, 31, 39, 40, 41, 47, 48, 53, 54, 55/2019 Αποφάσεως του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Λαμίας

–         Να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση ως προς το σκέλος της περί αναγνώρισης της ελαφρυντικής περιστάσεως του προτέρου συννόμου βίου και ως προς την επιβληθείσα σκανδαλωδώς χαμηλή «ποινή»-αποφυλακίσεως

–         Να εκδικασθεί η υπόθεση ενώπιον νέας Σύνθεσης για τα ανωτέρω θέματα

Αθήνα, 25/9/2020