Ο ιός της γρίπης πλήττει κάθε χρόνο σοβαρά τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, ενώ καταγράφονται 500.000 θάνατοι που συνδέονται με το αναπνευστικό. Τη φετινή πανδημική χρονιά εντούτοις, ο απαραίτητος αντιγριπικός εμβολιασμός αποτελεί μια πρωτόγνωρη πρόκληση καθώς θα γίνεται παράλληλα με το δεύτερο κύμα της επιδημίας.
Παρ’ όλα αυτά, και όπως υπογράμμισε η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών και καθηγήτρια Παιδιατρικής Μαρία Θεοδωρίδου σε προχθεσινή συνέντευξη Τύπου στο υπουργείο Υγείας, «πουθενά στον κόσμο η συνύπαρξη των δύο λοιμώξεων δεν έχει μεταβάλει το πρόγραμμα του εμβολιασμού για τους πληθυσμούς των διαφόρων χωρών».
Φέτος, όμως, το στοίχημα είναι διπλό και κρίσιμο: η προάσπιση των ευπαθών ομάδων – που είναι παράλληλα και οι πλέον αδύναμες στον νέο κορωνοϊό – και ακολούθως η «απελευθέρωση» κλινών ΜΕΘ από ασθενείς με γρίπη που εμφανίζουν σοβαρές επιπλοκές.
Αυτός είναι και ο λόγος που για πρώτη φορά εγκαινιάζεται η ηλεκτρονική συνταγογράφηση των εμβολίων, καθιερώνοντας ένα επιπλέον «φίλτρο» ελέγχου που θα διασφαλίσει την επάρκεια των ποσοτήτων για τους πολίτες που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
Παράλληλα, με τον τρόπο αυτόν θα προκύψουν και ακριβή στοιχεία αναφορικά με τα ποσοστά των ομάδων που εμβολιάζονται, με τους επιστήμονες να παραδέχονται ότι έως και σήμερα τα σχετικά δεδομένα στη χώρα μας είναι ανεπαρκή.
4,2 εκατ. δόσεις
Σε κάθε περίπτωση, και όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Υγείας Βασίλης Κικίλιας, στην Ελλάδα θα διατεθούν (σταδιακά και έως τον Δεκέμβριο) 4,2 εκατ. δόσεις – όταν πέρυσι δεν ξεπέρασαν τα 3 εκατ. -, κάνοντας λόγο για μια «πανστρατιά κοινωνικής ευθύνης για να προστατεύσουμε αυτές τις ευπαθείς ομάδες». Στο πλαίσιο αυτό, η Μαρία Θεοδωρίδου διευκρίνισε ότι σε κάθε ήπειρο και σε κάθε χώρα οι προσεγγίσεις είναι διαφορετικές, επισημαίνοντας ότι στην Ελλάδα δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στις ομάδες υψηλού κινδύνου, καθώς διατρέχουν και υψηλότερο κίνδυνο για επιπλοκές που στοιχίζουν ακόμη και τη ζωή τους.
Δεν παρέλειψε να επισημάνει αναφορικά με τον εμβολιασμό των παιδιών ότι «υπάρχει μια σχετική σύγχυση λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων, από διαφορετικούς επιστημονικούς φορείς. Στη χώρα μας και σύμφωνα με τις επίσημες οδηγίες, εμβολιάζονται τα παιδιά που ανήκουν στις ομάδες αυξημένου κινδύνου αλλά και τα υγιή παιδιά όταν στο περιβάλλον τους υπάρχει μωρό κάτω των 6 μηνών ή άλλο άτομο που είναι ευάλωτο αλλά δεν μπορεί να εμβολιαστεί».
Και πρόσθεσε: «Δεν στοχεύουμε σε έναν γενικευμένο εμβολιασμό, στην εγκατάσταση αυτού που λέγεται συλλογική ανοσία. Προτεραιότητα είναι να προστατεύσουμε τους ευάλωτους πληθυσμούς». Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι η διαφοροποίηση αυτή – σε ό,τι αφορά τον εμβολιασμό των ανηλίκων – έγινε σαφής όταν κατά την τοποθέτησή της η επικεφαλής του Γραφείου του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας στην Αθήνα Marianna Trias έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην προτεραιοποίηση των πληθυσμών που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο ρίσκο, συμπεριλαμβάνοντας, εκτός των ηλικιωμένων, τα άτομα με χρόνιες ιατρικές παθήσεις, τις εγκύους και τους ανοσοκατεσταλμένους και τα παιδιά κάτω των πέντε ετών.
Οι συστάσεις του ΠΟΥ όμως δεν είναι υποχρεωτικές, αντιθέτως αποτελούν έναν σημαντικό «οδηγό», με την Εθνική Επιτροπή Εμβολιασμού κάθε χώρας να χαράσσει τη δική της επιστημονική πρόταση πάνω στους άξονες του Οργανισμού.
Σύμφωνα με πληροφορίες, πάντως, το θέμα έχει απασχολήσει την ελληνική παιδιατρική κοινότητα, εκφράζοντας αφενός ανησυχία για την επίπτωση πιθανής συννοσηρότητας (δηλαδή, λοίμωξης και από τους δύο ιούς) και αφετέρου για την πίεση που θα προκαλέσει τυχόν αυξημένη νοσηρότητα στο Σύστημα Υγείας και στην επάρκεια των τεστ (για κορωνοϊό και γρίπη).
Τα μοντέλα
Μάλιστα, και υπό τις συνθήκες αυτές, οι ειδικοί φροντίζουν ώστε την επόμενη εμβολιαστική περίοδο η χώρα μας να ακολουθήσει (εκτός απροόπτου) το μοντέλο της Βρετανίας και της Φινλανδίας, όπου τα μικρότερα παιδιά (ανεξαρτήτως της κατάστασης της υγείας τους) συμπεριλαμβάνονται στις επίσημες οδηγίες για τον ετήσιο αντιγριπικό εμβολιασμό.
Επιπρόσθετα, οι ειδικοί που συμμετείχαν στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου υπογράμμισαν επιπλέον την ανάγκη τήρησης των εμβολιαστικών οδηγιών και από το υγειονομικό προσωπικό της χώρας, ούτως ώστε να μειωθούν τα ποσοστά απουσίας από την εργασία τους, καθώς αυτό είναι ουσιώδες για την ανταπόκριση στην τρέχουσα πανδημία.
Εν τω μεταξύ, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας διεμήνυσε χθες ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να λάβει μέτρα περιορισμού όσων είναι άνω των 65 ετών.
«Οπως η πανδημία εξελίσσεται δυναμικά, έτσι και η στρατηγική μας απέναντι στον κορωνοϊό είναι δυναμική. Αντιμετωπίζουμε ήδη μια σημαντική αύξηση κρουσμάτων, αλλά και διασωληνωμένων, ιδίως στην Αττική, και πιο συγκεκριμένα στο κέντρο της Αθήνας. Ηδη, συνεργεία του ΕΟΔΥ έχουν ξεκινήσει ελέγχους σε επιδημιολογικά επιβαρυμένες γειτονιές της Αθήνας και θα συνεχίσουν το έργο τους και τις επόμενες μέρες», δήλωσε ο ίδιος χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι η επιδημιολογική εικόνα στην Ελλάδα είναι σταθεροποιημένη.
Και σημείωσε: «Η παλέτα των μέτρων είναι μεγάλη. Υπάρχουν πολλές επιλογές»,συμπληρώνοντας ότι «όλοι μαζί θα ξεπεράσουμε την κρίση, τηρώντας τα μέτρα των ειδικών».