Επιφανείς συνήγοροι ανθρώπινων δικαιωμάτων μηνύουν την κυβέρνηση Τραμπ για ένα εκτελεστικό διάταγμα το οποίο, όπως λένε, τους φίμωσε και καθυστέρησε τις προσπάθειές τους να αποδώσουν δικαιοσύνη σε θύματα εγκλημάτων πολέμου σε όλο τον κόσμο.
Ως αποτέλεσμα του εκτελεστικού διατάγματος του Ιουνίου, το οποίο απειλεί με «σοβαρές συνέπειες» όποιον υποστηρίζει την εργασία του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου (ICC) στη Χάγη, οι δικηγόροι υποστηρίζουν ότι αναγκάστηκαν να ακυρώσουν ομιλίες και παρουσιάσεις, να διακόψουν την έρευνα, να εγκαταλείψουν τη συγγραφή άρθρων γύρω από το ICC, αλλά και την παροχή συμβουλών και βοήθειας σε θύματα εγκλημάτων πολέμου.
«Γροθιά στο στομάχι»
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους ενάγοντες, ήταν μια άνευ προηγουμένου παραβίαση του συνταγματικού τους δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου, αλλά και μια απαράδεκτη παύση στον κόσμο του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.
«Δεν είναι παρά ένα χτύπημα, μια γροθιά στο στομάχι, η φίμωση των δραστηριοτήτων που αποτελούν το έργο ζωής μου», υποστηρίζει η Νταϊάν Μαρί Αμάν, καθηγήτρια διεθνούς δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια και μια εκ των εναγόντων, μιλώντας στον Guardian.
Ισχυρίζεται ότι το διάταγμα του Τραμπ ήταν μια προδοσία στην αμερικανική παράδοση παγκόσμιας ηγεσίας στον τομέα των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η οποία περιλαμβάνει τη δημιουργία του Δικαστηρίου της Νυρεμβέργης αλλά και τον ηγετικό ρόλο του κράτους στην ίδρυση του ICC.
«Είναι πολύ θλιβερό να σκέφτομαι ότι η χώρα στην οποία γεννήθηκα, σε μια πόλη που λέγεται Λίμπερτιβιλ (πόλη της ελεθερίας), μου απαγορεύει να κάνω αυτή τη δουλειά», τονίζει η Αμάν.
Κυρώσεις σε αξιωματούχους της Χάγης
Το εκτελεστικό διάταγμα ακολουθήθηκε από την επιβολή κυρώσεων το Σεπτέμβριο εναντίον της Φατού Μπενσούντα, επικεφαλής εισαγγελέα της Χάγης, και άλλου ενός κορυφαίου αξιωματούχου. Οι κυρώσεις είχαν αρχικά σχεδιαστεί για να επιβάλλονται σε εμπόρους ναρκωτικών και τρομοκράτες.
Η Αμάν έχει υπηρετήσει ως αμισθί ειδικός σύμβουλος της Μπενσούντα για το ζήτημα των παιδιών σε περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις, από το 2012.
«Φοβάμαι να κάνω τη δουλειά μου»
«Εργάζομαι εκ μέρους των παιδιών που επηρεάζονται από ένοπλες συγκρούσεις, που σκοτώνονται, κακοποιούνται σεξουαλικά, εξαναγκάζονται να γίνουν ανήλικοι στρατιώτες και διακινούνται», εξηγεί η Αμάν, προσθέτοντας ότι έχει αναγκαστεί να περιορίσει τη δουλειά της ως αποτέλεσμα της στοχοποίησης της Μπενσούντα από τις ΗΠΑ, προκειμένου να αποφύγει των κίνδυνο κυρώσεων στο πρόσωπό της, που θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων της οικογένειάς της.
«Μετά τον διορισμό της Εισαγγελέως Μπενσούντα, δεν της έχω παρέχει συμβουλές», τονίζει η Αμάν. «Έχω αποσυρθεί από δημόσιες παρουσιάσεις για τις οποίες είχα ήδη δεσμευτεί, επειδή φοβόμουν ότι ο δημόσιος διάλογος για τη δουλειά του Διεθνούς Δικαστηρίου θα μπορούσε να θεωρηθεί παραβίαση του καθεστώτος κυρώσεων. Έχω αρνηθεί τη βοήθεια φοιτητών-βοηθών έρευνας σε ζητήματα που άπτονται του συγκεκριμένου πεδίου, από φόβο ότι με κάποιο τρόπο θα τους εκθέσω σε κίνδυνο».
Η μήνυση
Η μήνυση κατατέθηκε το πρωί της Δευτέρας σε ομοσπονδιακό δικαστήριο στη Νέα Υόρκη από την Αμάν, άλλους τρεις Νεοϋορκέζους καθηγητές νομικής και το Open Society Justice Initiative (OSJI). Εναγόμενοι είναι ο Τραμπ, ο υπουργός εξωτερικών Μάικ Πομπέο, ο υπουργός οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, ο γενικός εισαγγελέας Γούιλιαμ Μπαρ, η διευθύντρια της υπηρεσίας ελέγχου εξωτερικών υποθέσεων, Αντρέα Γκάκι, και οι αντίστοιχες υπηρεσίες της αμερικανικής κυβέρνησης.
Η μήνυση αιτείται την παύση ισχύος του εκτελεστικού διατάγματος στο διάστημα κατά το οποίο το δικαστήριο θα εξετάζει τη συνταγματικότητά του.
Γιατί διώκεται η Χάγη;
Η κυβέρνηση έχει παρουσιάσει τις κυρώσεις κατά του ICC ως αντίδραση στην απόφαση του δικαστηρίου να ερευνήσει όλες τις πλευρές για πιθανά εγκλήματα πολέμου στο Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών δυνάμεων. Ο Πομπέο έχει εξαπολύσει επίθεση στο ICC και για την διερεύνηση των πεπραγμένων του Ισραήλ στα παλαιστινιακά εδάφη.
«Πρόκειται για μια στοχευμένη επιβολή κυρώσεων που στρέφεται σε άτομα που έχει κριθεί ότι έχουν εμπλακεί σε συγκεκριμένες δραστηριότητες που θέτουν σε κίνδυνο τη διεθνή πολιτική και την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ ή που έχουν στηρίξει υλικά τέτοιου είδους πρόσωπα», δήλωσε εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Οι κυρώσεις, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο, «εφαρμόζονται σε άτομα που έχουν εμπλακεί άμεσα στις προσπάθειες του ICC να διερευνήσει προσωπικό των ΗΠΑ χωρίς τη συναίνεση των ΗΠΑ ή που έχουν στηρίξει υλικά άτομα που έχουν δεσμευτεί σε τέτοιες πράξεις».
Ασάφεια που φιμώνει
Η μήνυση υποστηρίζει ότι το εκτελεστικό διάταγμα είναι διατυπωμένο με τόση ασάφεια ώστε να απειλεί ένα σαφώς ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας συνηγόρων, οργανώσεων ανθρώπινων δικαιωμάτων και άλλων με το ICC. Το OSJI από την πλευρά του τονίζει ότι θα μπορούσε να επηρεάσει ακόμη και άτομα που απλώς έδωσαν κάποια συμβουλή ή ακόμη και την αεροπορική εταιρεία που μεταφέρει τους αξιωματούχους του ICC ή ακόμη και τα ξενοδοχεία στα οποία θα παραμείνουν.
«Περάσαμε πολύ χρόνο σε πολλά μέρη σε όλο τον κόσμο συναντώντας θύματα για να τα βοηθήσουμε να κατανοήσουν πώς λειτουργεί το δικαστήριο… πώς μπορούν να παρέχουν αποδείξεις στο δικαστήριο», εξηγεί ο Τζέιμς Γκόλντστον, γενικός διευθυντής του OSJI.
«Και όλα αυτά ουσιαστικά έχουν μπει πλέον σε παύση γιατί θα μπορούσαν ακόμη και να απαγορευτούν από αυτό το διάταγμα. Αυτός είναι ο φόβος μας, και πρόκειται για ένα τόσο γενικό διάταγμα ώστε να μην είναι εύκολο να καταλάβουμε».
«Άνευ προηγουμένου»
Οι τέσσερις καθηγητές νομικής που κατέθεσαν μήνυση έχουν όλοι τους διπλή υπηκοότητα, πράγμα που όπως λένε τους καθιστά ακόμη πιο ευάλωτους στο διάταγμα, το οποίο ωστόσο εξακολουθεί να θέτει σε κίνδυνο όλους τους Αμερικανούς.
Ο Άντριου Λέβενσταϊν, ένας από τους δικηγόρους που εκπροσωπούν τους ενάγοντες, περιγράφει το διάταγμα ως «άνευ προηγουμένου».
Ιστορικά, η εξουσία που δίνεται στον πρόεδρο για την έκδοση οικονομικών κυρώσεων αυτού του χαρακτήρα, έχει χρησιμοποιηθεί εναντίον τρομοκρατικών οργανώσεων ή βαρόνων ναρκωτικών ή για σοβαρές παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων», εξηγεί στον Guardian.
«Ποτέ πριν δεν έχουν χρησιμοποιηθεί σε μια τέτοια κατάσταση, όπου ο τελικός στόχος των κυρώσεων είναι οι εισαγγελείς και άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι του διεθνούς ποινικού δικαστηρίου, που έχουν εμπλακεί σε εκτεταμένες προσπάθειες δίωξης και διερεύνησης διεθνών εγκλημάτων, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, των εγκλημάτων πολέμου και της γενοκτονίας».
Κίνδυνος για όλο τον πλανήτη
Οι ενάγοντες τονίζουν ότι το διάταγμα θα έχει συνέπειες σε όλο τον κόσμο, παρεμποδίζοντας και τη δράση μη Αμερικανών συνηγόρων και ακτιβιστών ανθρώπινων δικαιωμάτων, επειδή φοβούνται ότι θα τους απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ ή θα κατασχεθούν περιουσιακά στοιχεία που διατηρούν στη χώρα.
Ο Γκόλντστον καταλήγει: «Πιστεύω ότι είναι μια απειλή για την αντίληψη των ΗΠΑ ως υπερασπιστή των ανθρώπινων δικαιωμάτων, αλλά και για το δικαίωμά μας να εγκαλούμε οποιονδήποτε για παραβιάσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, οπουδήποτε στον κόσμο».