Η πανδημία του κορωνοϊού έχει προκαλέσει μία άνευ προηγουμένου οικονομική αλλά και κοινωνική παγκόσμια κρίση, η οποία έχει επηρεάσει όλες τις πτυχές της καθημερινότητας. Σε αυτή τη συγκυρία, είναι σημαντικό να στηριχθούν τόσο οι ιδιώτες όσο και οι επιχειρήσεις μέχρι να ομαλοποιηθεί σε κάποιον βαθμό το οικονομικό περιβάλλον. Οι τράπεζες θα διαδραματίσουν καίριο ρόλο σε αυτή τη διαδρομή, θα έχουν όμως να αντιμετωπίσουν και οι ίδιες τις δικές τους προκλήσεις. Θα αναφερθώ εν συντομία σε τρία θέματα που θεωρώ ότι αποτελούν τις βασικές προκλήσεις για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα το επόμενο διάστημα.
Πρώτον, η παροχή ρευστότητας σε βιώσιμες επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν δυσκολίες εξαιτίας της απότομης μείωσης των εσόδων τους.
Δεύτερον, η πιθανότητα ενός νέου κύματος Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, που θα προστεθούν στα ήδη υψηλά επίπεδα του ελληνικού συστήματος.
Τέλος, η αναγκαία βελτίωση του θεσμικού πλαισίου, ώστε να επιταχυνθεί η μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της Εθνικής Τράπεζας, το 2020 θα υπάρξει μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 7,5%, και στη συνέχεια ανάκαμψη της τάξεως του 5,5% το 2021. Η απότομη μείωση της παραγωγής αναμένεται να οδηγήσει σε πτώση των πωλήσεων κατά περίπου 20% ή €50 δισ. το 2020, η οποία προβλέπεται να αντιστραφεί το 2021, καλύπτοντας πιθανώς πάνω από τα 2/3 της συρρίκνωσης του 2020.
Οι επιχειρήσεις θα μειώσουν όσο μπορούν τα μεταβλητά λειτουργικά τους έξοδα, παρ’ όλ’ αυτά, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, θα υπάρξει έλλειμμα ρευστότητας ύψους περίπου €30 δισ. Η κυβέρνηση ορθώς έθεσε σε εφαρμογή μια δέσμη μέτρων για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης, τα οποία υπολογίζουμε ότι θα προσθέσουν άλλα €12 δισ. ρευστότητα. Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει χρηματοδοτήσει δύο προγράμματα εγγύησης δανείων, που δυνητικά θα οδηγήσουν στη δημιουργία νέων τραπεζικών δανείων αξίας περίπου €9 δισ. Τέλος, οι τράπεζες έχουν προσφέρει τη δυνατότητα αναστολής πληρωμών δανείων μέχρι το τέλος του 2020 στους επιχειρηματικούς τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο, καθώς και τη δυνατότητα άντλησης των εγκεκριμένων πιστωτικών ορίων τους.
Δύο επιφυλάξεις
Οι προσπάθειες αυτές φαίνεται ότι ανταποκρίνονται στις ανάγκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, προσφέροντας έτσι μια γέφυρα προς το 2021. Με δύο επιφυλάξεις όμως. Πρώτον, τα κεφάλαια πρέπει να κατευθυνθούν προς επιχειρήσεις που πραγματικά χρειάζονται τη στήριξη στη ρευστότητά τους. Δεν υπάρχουν περιθώρια για εσφαλμένη κατανομή πόρων. Δεύτερον, οι πελάτες που έχουν ήδη μη εξυπηρετούμενα δάνεια δεν θα έχουν πρόσβαση σε αυτού του είδους τη χρηματοδότηση, γεγονός που θα κάνει την εξυγίανσή τους ακόμη πιο δύσκολη.
Δεύτερο έρχεται το καίριο θέμα των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων. Η αναστολή πληρωμής δόσεων και τόκων προσφέρθηκε μέχρι το τέλος του 2020 σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που επλήγησαν από την Covid-19. Αυτά αντιστοιχούν σε περίπου €20 δισ. για όλο το σύστημα. Η ανησυχία μας είναι ότι αυτό μπορεί να απέτρεψε νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα το 2020 αλλά να οδηγήσει σε νέο κύμα το 2021. Το τέλος της αναστολής πληρωμών μπορεί να οδηγήσει τον δανειολήπτη σε αδιέξοδο, όταν ξαφνικά η δόση του δανείου του επανέλθει από μηδέν στο πλήρες ποσό της. Θεωρώ ότι ένα σημαντικό μερίδιο από τα €20 δισ. θα καταφέρουν να επανέλθουν. Παρ’ όλ’ αυτά, οι τράπεζες εξετάζουν – σε συνεργασία με τον επόπτη – το ενδεχόμενο σταδιακής επιστροφής στα κανονικά ποσά των δόσεων, σε μια προσπάθεια να βοηθήσουν ένα ποσοστό του συνόλου που χρειάζεται περισσότερο χρόνο για να ανταποκριθεί σε υποχρεώσεις προ πανδημίας – για παράδειγμα ζητώντας από τους δανειολήπτες να καταβάλουν το 50% της δόσης για το έτος 2021. Αναμφίβολα, κάποια Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα θα δημιουργηθούν, αλλά αυτά θα είναι ένα υποσύνολο των συνολικών οφειλετών που είχαν ζητήσει αναστολή πληρωμών. Αναφορικά άρα με το ενδεχόμενο νέου κύματος Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβεί σε προκαταρκτικές εκτιμήσεις για περίπου €10 δισ., ή περίπου το ήμισυ των δανείων με αναστολή πληρωμών. Εάν οι εκτιμήσεις αυτές αποδειχθούν σωστές, τα νέα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα είναι αντιμετωπίσιμα από τις ελληνικές τράπεζες. Επίσης, με την εφαρμογή της σταδιακής επιστροφής στην πλήρη δόση, πιστεύω ότι η δημιουργία νέων Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων μπορεί να είναι ακόμη μικρότερη.
Τέλος, θέλω να αναφερθώ στο θεσμικό πλαίσιο και πιο συγκεκριμένα στον νέο Πτωχευτικό Νόμο που βρίσκεται ακόμη σε στάδιο επεξεργασίας. Είναι σημαντικό να λειτουργεί ομαλά ένα θεσμικό πλαίσιο, ώστε να διευθετούνται τα Μη Εξυπηρετούμενα Ανοίγματα γρήγορα, αποτελεσματικά και με δίκαιες λύσεις. Αυτό είναι ακόμη πιο κρίσιμο για την Ελλάδα όπου το επίπεδό τους είναι ιδιαίτερα υψηλό. Από αυτήν την άποψη, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο είναι μια ευκαιρία να διορθωθούν πολλές στρεβλώσεις και ακαμψίες του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου. Οταν γίνονται τόσο ριζικές μεταρρυθμίσεις, ο κίνδυνος έγκειται στην έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή τους και η εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι ένας νόμος που απαιτεί χρόνο για την εφαρμογή του είναι πιθανό στη μεταβατική περίοδο να επηρεάσει τη συμπεριφορά του οφειλέτη. Συγκεκριμένα ο νόμος συνδυάζει: i) εξωδικαστικούς διακανονισμούς, ii) πτωχευτικούς νόμους και iii) κοινωνική πολιτική και απαιτεί τη δημιουργία πολύπλοκων κρατικών υποδομών (πλατφόρμες, αλγόριθμους), ενώ συγχρόνως εξαρτάται και πάλι από την αποτελεσματικότητα των δικαστηρίων. Πιστεύω ότι πολλά από τα ζητήματα αυτά μπορούν να επιλυθούν και η συνεργασία των τραπεζών με τις Αρχές σε αυτό το θέμα έχει αποδειχθεί πολύ εποικοδομητική.