Η ανακοίνωση του προσχεδίου του προϋπολογισμού είναι πάντα και μια ευκαιρία για το οικονομικό επιτελείο της εκάστοτε κυβέρνησης να δώσει μια εικόνα για το πώς βλέπει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Είναι ταυτόχρονα και μία στιγμή στην οποία μια κυβέρνηση αναμετριέται με αυτά που έκανε το προηγούμενο διάστημα, αλλά και να δείξει εάν έχει ένα σχέδιο για το μέλλον.
Το προσχέδιο του προϋπολογισμού στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε σχετικά αισιόδοξες εκτιμήσεις για την πορεία ελληνικής οικονομίας. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης εκτιμά ότι η ύφεση το 2020 θα περιοριστεί στο 8,2% και κυρίως ότι η ανάπτυξη το 2021 θα κινηθεί ακόμη και στο 7,5%.
Μάλιστα, θεωρώντας ότι θα ενσωματωθούν πλήρως στη δυναμική του 2021 οι πόροι που θα έρθουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, από το Ταμείο Ανάκαμψης και από το React EU, επιλέγουν αντί του σεναρίου βάσης για ανάπτυξη 5,5% το 2021 να βάλουν ως τελική πρόβλεψη το 7.5% που είναι το αισιόδοξο σενάριο (ουσιαστικά θεωρούν ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα προσφέρουν το κρίσιμο +2%).
Στην ίδια κατεύθυνση μιας ταχείας ανάκαμψης πιστεύουν ότι θα συνεισφέρουν και τα μέτρα μείωσης του ασφαλιστικού και φορολογικού βάρους των επιχειρήσεων επικεντρώνοντας στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά τρεις μονάδες από την 1.1.2021, στην κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για τα εισοδήματα που προέρχονται από ιδιωτική οικονομική δραστηριότητα και στη δυνατότητα προσλήψεων χωρίς ασφαλιστικές εισφορές για έξι μήνες και υπό ελάχιστες γραφειοκρατικές προϋποθέσεις.
Ουσιαστικά, η κυβέρνηση επενδύει στη δυνατότητα μιας ανάκαμψης τύπου V, όπου ουσιαστικά το 2021 γρήγορα θα καλυφθεί το χαμένο έδαφος από το κόστος τα πανδημίας και η ελληνική οικονομία θα επιστρέψει γοργά σε μια τροχιά ανάπτυξης.
Όμως, τα πράγματα είναι κάπως πιο σύνθετα.
Το ερώτημα για το μέγεθος της ύφεσης το 2020
Μια πρώτη κρίσιμη παράμετρος είναι το μέγεθος της ύφεσης για το 2020. Αυτή τη στιγμή έχουμε τα δεδομένα για το πρώτο και το δεύτερο τρίμηνο του 2020. Ο κύριος όγκος των επιπτώσεων από τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας αποτυπώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο, με μια εντυπωσιακή ύφεση -15,2%, ενώ στο πρώτο τρίμηνο η επίπτωση ήταν πολύ μικρή. Όμως, στην ελληνική περίπτωση το τρίτο τρίμηνο δεν ήταν μόνο περίοδος μερικής επανεκκίνησης, αλλά και η περίοδος όπου κυρίως καταγράφηκε η μεγάλη υποχώρηση του τουρισμού. Αντίστοιχα, το γεγονός ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, το τέταρτο τρίμηνο επίσης θα έχει αρκετά περιοριστικά μέτρα, ακόμη και εάν αυτά δεν πάρουν τη μορφή lockdown, επίσης θα ασκήσει πίεση και στην ελληνική οικονομίας.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι το δεύτερο μισό του 2020 επίσης θα έχει υφεσιακές δυναμικές και ως προς την ιδιωτική κατανάλωση και ως προς τις επενδύσεις και ως προς τις εξαγωγές υπηρεσιών.
Με αυτή την έννοια η τελική ύφεση 8,2% που περιλαμβάνει ως εκτίμηση το προσχέδιο του προϋπολογισμού, είναι αρκετά πιθανό να αποδειχτεί στο τέλος μάλλον αισιόδοξη και η συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας να αποδειχτεί μεγαλύτερη.
Το ίδιο ερώτημα αφορά και το που θα φτάσει τελικά η αύξηση της ανεργίας, παρά την προσπάθεια, μέσα από τα μέτρα που έχουν ληφθεί, να αποφευχθεί ένα μεγάλο κύμα απολύσεων.
Θα μπορέσει να υπάρξει τόσο μεγάλη ανάκαμψη το 2021;
Η κυβέρνηση έχει επενδύσει σε ιδιαίτερα έντονους αναπτυξιακούς ρυθμούς το 2020. Η βασική πηγή αισιοδοξίας αφορά τη σημαντική απορρόφηση πόρων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ειδικότερα το προσχέδιο εκτιμά ότι: «η συμβολή στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κονδυλίων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility) του Σχεδίου Ανάκαμψης αναμένεται να φτάσει το 2021 το 2% του ΑΕΠ καταδεικνύοντας τα βραχυχρόνια οφέλη που συμπληρώνουν την επίδραση του Μηχανισμού σε όρους μακροπρόθεσμου μετασχηματισμού της οικονομίας.
Παράλληλα, η κυβέρνηση εκτιμά ότι τα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων και της απασχόλησης επίσης θα έχουν σημαντική επίπτωση: «τα νέα μέτρα ενίσχυσης των εισοδημάτων και της απασχόλησης στο πλαίσιο αντιμετώπισης των επιπτώσεων της πανδημίας, με έναρξη και περίοδο εφαρμογής το 2021, τα οποία αναμένεται να επιδράσουν θετικά στο πραγματικό ΑΕΠ κατά 1,5 δισ. ευρώ ή 0,8% του ΑΕΠ του 2020.»
Πλάι σε αυτά η κυβέρνηση προβλέπει μια σημαντική αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 5,8%,, μια αύξηση των επενδύσεων (του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου) κατά 30,4% , και των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών κατά 22,2%, συνοδευόμενων και από ανάλογη αύξηση στην απασχόληση.
Όλα αυτά προϋποθέτουν ότι όχι μόνο η ελληνική αλλά και η παγκόσμια οικονομία το 2021 εξαρχής επιστρέφουν σε μια κανονικότητα και δη με έντονα αναπτυξιακούς ρυθμού. Όμως, οι πραγματικές αβεβαιότητες είναι πολύ μεγάλες.
Καταρχάς, για μεγάλο μέρος του Βορείου Ημισφαιρίου είναι πιθανό να πάμε με τη μια ή την άλλη παραλλαγή περιοριστικών μέτρων για τους επόμενους μήνες, στο βαθμό που όλα δείχνουν ότι η πανδημία θα παραμείνει ενεργή μέχρι την άνοιξη, πιέζοντας τις κυβερνήσεις στη λήψη μέτρων.
Αυτό σημαίνει ότι μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομίας θα απέχει για αρκετούς μήνες από μια εικόνα «κανονικότητας».
Σε αυτή την περίπτωση η αρχή του 2021 δεν θα είναι εύκολη. Επιπλέον, εάν έχουμε έστω και μέτριου βαθμού περιοριστικά μέτρα μέχρι και την άνοιξη του 2021, τότε δεν είναι δεδομένο ότι θα μπορέσει να επιβεβαιωθεί η εκτίμηση ότι η τουριστική σεζόν του 2021 θα μας επιστρέψει στις προ πανδημίας εποχής.
Είναι πιθανό, δηλαδή, η τουριστική δυναμική το 2021 να είναι χαμηλότερη των προσδοκιών και άρα αυτό θα έχει επίπτωση και στη συνολική αναπτυξιακή δυναμική.
Την ίδια στιγμή παρότι η κυβέρνηση έχει επενδύσει ιδιαίτερα στην εισροή των ευρωπαϊκών κονδυλίων, δεν είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα μπορέσει να πετύχει το στόχο τόσο μεγάλης απορροφησιμότητας. Ακόμη και τα μέτρα ενίσχυσης του εισοδήματος και της απασχόλησης δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι θα μετατραπούν αυτόματα σε μια αναπτυξιακή δυναμική, με το καταναλωθούν ή να επενδυθούν. Άλλωστε, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι υπάρχει σήμερα ο κίνδυνος να επιστρέψουμε σε μια συνθήκη όπου πρώτη προτεραιότητα θα είναι η μείωση του κόστους εργασίας.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μία παράμετρος ακόμη. Η οικονομία δεν μπαίνει πάντα τόσο εύκολα «σε αναστολή». Το πόσες επιχειρήσεις θα μπορέσουν να αντέξουν νέο γύρο περιοριστικών μέτρων ή τις επιπτώσεις από την οικονομική κρίση, ώστε να επανέλθουν μετά δεν είναι δεδομένο.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μία παράμετρο ακόμη: η χώρα για το 2020 και το 2021 βρίσκεται εντός των ορίων εφαρμογής της «γενικής ρήτρας διαφυγής» που έχει ενεργοποιήσει η ΕΕ και άρα η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να αγχωθεί για τα δημοσιονομικά και τα ελλείμματα. Όμως, από ένα σημείο και μετά και αυτή η παράμετρος θα επανέλθει. Και τότε αρκετά θα κριθούν από το εάν έχει όντως υπάρξει το είδος ανάκαμψης στο οποίο ευελπιστεί η κυβέρνηση.
Ενέσεις αισιοδοξίας και πραγματικές αβεβαιότητες
Είναι επομένως προφανώς ότι η κυβέρνηση σε αυτή τη φάση θέλει κυρίως να δώσει ένα θετικό τόνο και μια ένεση αισιοδοξίας για να περιορίσει το αίσθημα ανασφάλειας που είναι διάχυτο στην κοινωνία, την ώρα που οι πραγματικές αβεβαιότητες είναι μεγάλες, ιδίως από τη στιγμή που γίνεται όλο και πιο σαφές ότι κάποιο είδους περιοριστικά μέτρα θα παραμείνουν σε ισχύ, στη χώρα μας αλλά και διεθνώς για αρκετό καιρό ακόμη.
Το γεγονός ότι η συζήτηση για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας πρέπει να γίνει εν μέσω αυτής της έντονα υφεσιακής δυναμικής απλώς δείχνει τη δυσκολία της περιόδου. Η κυβέρνηση μπορεί να χαιρετίζει την πραγματοποίηση των μεγάλων επενδύσεων, όμως το τι ακριβώς θα γίνει με το παραγωγικό μοντέλο και τον κορμό της ελληνικής οικονομίας, παραμένει ένα ανοιχτό ζητούμενο, ιδίως όταν εκεί είναι που θα κριθεί μεσοπρόθεσμα το στοίχημα.