Η παγκόσμια κρίση 2007-2008 ανέδειξε τη Γερμανία σε ηγετική χώρα στην ΕΕ, όχι μόνο γιατί είναι η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη, αλλά και γιατί η οικονομική της ευρωστία τής επέτρεψε να αποτελέσει παράδειγμα «αυστηρής» δημοσιονομικής διαχείρισης για όλες τις άλλες χώρες-μέλη της Ενωσης. Στηριζόμενη στις καλές οικονομικές της επιδόσεις και στα εξωτερικά της πλεονάσματα, μπόρεσε να «επιβάλει» και στις λιγότερο οικονομικά ισχυρές χώρες της ευρωζώνης τη δική της αντίληψη για την οικονομική πολιτική.
Η Γερμανία κατόρθωσε να πείσει όλες τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης να υπογράψουν το περίφημο Σύμφωνο Σταθερότητας το 2012, το οποίο τις δεσμεύει σε μηδενικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Ετσι, παρά τις δυσκολίες, επιτεύχθηκε η δημοσιονομική πειθαρχία στην Ενωση με τη γνωστή εποπτεία όλων των χωρών-μελών από τα κοινοτικά όργανα. Στις χώρες-μέλη που υπέγραψαν μνημόνια (Ελλάδα – Πορτογαλία – Ιρλανδία) προκειμένου να δανειοδοτηθούν από την ΕΕ και το ΔΝΤ με χαμηλά επιτόκια για να μην οδηγηθούν σε χρεοκοπία, οι δημοσιονομικοί όροι των μνημονίων για άμεση μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ήταν συχνά υπερβολικοί με γερμανική έμπνευση, πράγμα που οδήγησε βέβαια σε μεγάλη ύφεση, κυρίως στη χώρα μας, με τα γνωστά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα που όλοι γνωρίζουμε.
Σε ολόκληρη αυτή την περίοδο η Γαλλία, βρισκόμενη σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο δημοσιονομικής αυστηρότητας μεταξύ του «πειθαρχημένου» Βορρά και του «απείθαρχου» Νότου, ακολουθούσε ουσιαστικά τη Γερμανία χωρίς πραγματικές αντιρρήσεις, παρά την αντίθετη συχνά ρητορεία της. Ετσι, στον γαλλογερμανικό άξονα είχε εμπεδωθεί η πρωτοκαθεδρία της Γερμανίας, μέχρι που φθάσαμε στην πανδημία του κορωνοϊού.
Οι νέες συνθήκες που δημιούργησε ο κορωνοϊός φαίνεται να άλλαξαν την παγιωμένη κατάσταση. Η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας και η δημοσιονομική χαλάρωση που επήλθε, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ύφεση που προκάλεσε και προκαλεί η πανδημία, λόγω της παύσης πολλών οικονομικών δραστηριοτήτων σε όλες τις χώρες της ΕΕ, αφαίρεσαν από τη Γερμανία το σημαντικότερο επιχείρημα-όπλο της, δηλαδή τη δημοσιονομική αυστηρότητα.
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα αυξάνονται ραγδαία το 2020 σε όλες τις χώρες-μέλη της Ενωσης και βέβαια της ευρωζώνης. Παρόμοια κατάσταση φαίνεται ότι θα ισχύσει και το 2021, χωρίς να μπορεί να προβλεφθεί πότε θα επιστρέψει η Ευρωπαϊκή Ενωση στη δημοσιονομική πειθαρχία. Ακόμα και στις υπερχρεωμένες χώρες-μέλη, όπως η Ελλάδα, δεν ισχύουν οι δεσμεύσεις για δημοσιονομικά πρωτογενή πλεονάσματα.
Λόγω της ανάγκης για την αντιμετώπιση της κρίσης, η Γερμανία όχι μόνο «έχασε» τη δυνατότητα να επιβάλει αυστηρή δημοσιονομική διαχείριση, αλλά συμφώνησε τελικά με τη γαλλική πρόταση για επιπλέον χρηματοδότηση, και μάλιστα με δανεισμό από κοινού μέσω της δημιουργίας του Ταμείου Ανάκαμψης. Η Γερμανία δέχεται τώρα όσα δεν ήθελε ποτέ να δεχθεί, δηλαδή την αμοιβαιοποίηση του χρέους και τη γενναία χρηματοδότηση των νοτίων ευρωπαϊκών χωρών που πλήττονται περισσότερο από την κρίση της πανδημίας. Ετσι, η ισορροπία φαίνεται να αλλάζει υπέρ της Γαλλίας, τουλάχιστον όσο διαρκεί η πανδημία. Αν στις πρωτοβουλίες της Γαλλίας για το Ταμείο Ανάκαμψης προστεθούν και αυτές που αφορούν την ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική με το ζήτημα της ελληνοτουρκικής κρίσης στην Ανατολική Μεσόγειο και βέβαια συνυπολογιστεί το στρατηγικό κενό που αφήνει η Βρετανία μετά την αποχώρησή της από την ΕΕ, φαίνεται πως ο γαλλογερμανικός άξονας επιστρέφει σε ισορροπία. Ελπίζεται ότι αυτή η εξισορρόπηση μπορεί να δώσει μια νέα ώθηση στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση.