Ο Ιωάννης Καζαντζόγλου, μεσαίο στέλεχος της Χρυσής Αυγής, κατηγορείται για συνέργεια σε ανθρωποκτονία του Παύλου Φύσσα.
Σύμφωνα με την ιστορική απόφαση του δικαστηρίου κρίθηκε ένταξη στην εγκληματική οργάνωση, συνέργεια στην ανθρωποκτονία και οπλοκατοχή.
Ο Καζαντζόγλου, φέρεται ότι ήταν εκείνος που ειδοποίησε τον Πατέλη για την κινητοποίηση του τάγματος εφόδου της Νίκαιας, ενώ στη συνέχεια υπήρξε συνοδηγός στο αυτοκίνητο του Ρουπακιά. Μάλιστα σύμφωνα με τα όσα υποστήριξε ο κατηγορούμενος Ι. Άγγος, ο Καζαντζόγλου ήταν ο μόνος που ενημερώθηκε από τον ίδιο πως κάποια άτομα τον ενοχλούσαν στην καφετέρια «Κοράλλι».
Ο Καζατζόγλου κατά την κατάθεσή του στη δίκη, και παρά το ότι ο Ρουπακιάς τον έχει κατονομάσει ως συνοδηγό του, την νύχτα της δολοφονίας του Φύσσα, αρνήθηκε ότι ήταν εκεί και ότι γνώριζε τον 34χρονο μουσικό.
Κάτι που προκάλεσε τότε την αντίδραση της Μάγδας Φύσσα, η οποία μετά την κατάθεσή του, όταν διέκοψε το δικαστήριο, απευθύνθηκε προς το μέρος του και του είπε ότι υπάρχουν πολλά άτομα που μπορούν να καταθέσουν ότι τον γνώριζε και πως ο Παύλος Φύσσας είχε στοχοποιηθεί από τον πυρήνα της Χρυσής Αυγής στη Νίκαια.
Το μέλος της Χρυσής Αυγής, ανέφερε πως μετά τη θέση που του έδωσαν στην Τοπική της Νίκαιας, τον έβαλαν να εργαστεί στην υποδοχή στα κεντρικά της Χρυσής Αυγής, θέση για την οποία είχε μισθό και ασφάλιση.
Ο κατηγορούμενος, ο οποίος φέρεται ότι ήταν εκείνος που ειδοποίησε τον Πατέλη για την κινητοποίηση του τάγματος εφόδου της Νίκαιας, ενώ στη συνέχεια υπήρξε συνοδηγός στο αυτοκίνητο του Ρουπακιά, υποστήριξε πως δεν αληθεύουν όσα έχει πει ο τελευταίος αλλά και ο Άγγος, προσθέτοντας πως ο ίδιος δεν γνώρισε ποτέ τον Φύσσα.
Όπως ισχυρίστηκε στην απολογία του, ουδέποτε συμμετείχε ή άκουσε για συμπλοκή μέχρι το πρωί της 18ης Σεπτεμβρίου, καθώς το μοιραίο βράδυ είχε πάει μόνος του να πετάξει «τρικάκια» της Χρυσής Αυγής, τα οποία του είχε δώσει ο Ρουπακιάς λίγα λεπτά νωρίτερα. Σύμφωνα με τον ίδιο, είχε ξεχάσει το κινητό του πάνω στο καπό του αυτοκινήτου του Ρουπακιά επιχειρώντας να δικαιολογήσει πώς βρέθηκε στο ντουλαπάκι του οχήματος.
Κατά τη διάρκεια της εξέτασής του από το δικαστήριο, ο κατηγορούμενος για συνέργεια στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, επιχείρησε να αποδομήσει τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, οι οποίοι έχουν υποστηρίξει πως η Τοπική Οργάνωση της Νίκαιας είχε στοχοποιήσει τον Παύλο Φύσσα. Ο κατηγορούμενους χαρακτήρισε τους μάρτυρες προβληματικούς, ενω επιχείρησε να δικαιολογήσει και τον Ρουπακιά : «Ήταν με την οικογένεια του στη Χρυσή Αυγή. Οικογενειάρχης, ήρεμος άνθρωπος. Βοηθούσε στα πάντα. Θεωρώ ότι το γεγονός οφείλεται σε μία κακιά στιγμή. Αιφνιδιάστηκε. Τον τραβούσαν να τον βγάλουν από το αυτοκίνητο και αντέδρασε με αυτό τον τρόπο που εγώ τον κατακρίνω».
Όσον αφορά στη γενικότερη συμμετοχή του στη ναζιστική οργάνωση, ο Καζαντζόγλου υποστήριξε ότι συμμετείχε μόνο σε εκδρομές, διανομές τροφίμων, ιδεολογικές συζητήσεις, αρχαιοελληνικές τελετές με δάδες και ανάγνωση του όρκου των Σαλαμινομάχων.
Απαντώντας σε ερωτήσεις της προέδρου, ο Ιωάννης Καζαντζόγλου είπε πως μπήκε στην Χρυσή Αυγή από το 2011 και ότι από τον Ιούλιο του 2013 είχε την ευθύνη για την πολιτική δράση στην Τοπική της Νίκαιας, με υπεύθυνο τον συγκατηγορούμενό του Γιώργο Πατέλη, τον οποίο ήξερε από μικρή ηλικία.
Ο κατηγορούμενος ρωτήθηκε για όλα όσα περιλαμβάνονται στο υλικό της δικογραφίας, όπως για τα επεισόδια στον Μελιγαλά το 2012, τα οποία χαρακτήρισε ως φραστικό επεισόδιο, ενώ δεν μπόρεσε να θυμηθεί τίποτα για τις αιματηρές επιθέσεις στο ΠΑΜΕ και στον κοινωνικό χώρο «Συνεργείο».