Τον έβγαλε από το σκοτάδι της κατάθλιψης, του έμαθε ν’ αγαπά αυτά που τον είλκυαν και κυρίως ν’ αποδέχεται τον εαυτό του. Ο γνωστός σκηνοθέτης ήταν από τα τυχερά παιδιά, γιατί συνάντησε έναν φωτεινό άνθρωπο, ο οποίος τον ενθάρρυνε να τολμήσει να γίνει αυτό που είναι.
Η ιστορία σας από πού αρχίζει;
Γεννήθηκα στη Γιουγκοσλαβία, στο σημερινό Μοναστήρι που τώρα ανήκει στη Βόρεια Μακεδονία. Η οικογένειά μου δεν ανήκε στον ελληνικό πληθυσμό. Αρχισαν να συγγενεύουν όμως με κάποιους Ελληνες από το 1913. Ενα καλοκαίρι η μητέρα μου ήρθε διακοπές σε κάποιους συγγενείς της, ο πατέρας μου νοίκιαζε το σπίτι τους κι έτσι γνωρίστηκαν. Εκείνος ήταν 15 ετών και εκείνη 13. Από τότε είναι μαζί. Ενα μεγάλο love story.
Σας επηρέασε το οικογενειακό σας περιβάλλον;
Μεγάλωσα με δύο ανθρώπους που είχαν έναν ρομαντισμό, αρχές και πίστευαν σε κάποιες αξίες. Ομως η πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ με το μέρος μας. Η πλάκα είναι ότι ο πατέρας μου προσπαθούσε να με ξυπνήσει, αλλά το έκανε με έναν τρόπο επίσης ρομαντικό. Επίσης η εμπειρία δεν μπορεί να μεταβιβαστεί. Προσπαθούσε όπως μπορούσε να μου μάθει κάποια πράγματα για να με προστατέψει, ασχέτως αν έπρεπε να τα μάθω μόνος μου.
Τι προσπαθούσε να σας μάθει;
Πώς να συγκεράσεις τα ιδανικά σου με την πραγματικότητα. Οτι έρχεσαι σε μια διαρκή σύγκρουση.
Ωραίες συνθήκες είναι αυτές που περιγράφετε.
Νομίζω ναι. Ανακαλώ συχνά στο τι τροφοδοσία έχω πάρει. Με κρατάει σε ισορροπία. Και αγάπη πήρα και προστατευμένος ήμουν. Απλώς ο καθένας κουβαλάει τα σενάριά του και τα προβλήματά του, τα οποία είναι ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει στην οικογένειά του. Δεν ήταν όλα ροζ, διότι ήμουν ένα παιδί μάλλον ιδιαίτερο. Ανήσυχο και ήσυχο με ένα μείγμα εσωστρέφειας με εξωστρέφεια. Οταν ήρθε η εφηβεία τα πράγματα δυσκόλεψαν, διότι κλείστηκα πολύ στον εαυτό μου.
Γιατί;
Μπήκα σε μια διαρκή σιωπή όταν άλλαξα περιβάλλον και πήγα στο γυμνάσιο. Δεν είχα κανέναν γνωστό, δεν μπόρεσα να κάνω εύκολα φίλους. Ηταν όμως αμφίδρομο, διότι όταν εγώ ανοίχτηκα μια χαρά φιλίες έκανα. Επίσης μιλάμε για άλλα δεκατριάχρονα παιδιά με τα δικά τους προβλήματα. Μπορώ όμως να κατηγορήσω κάποιους καθηγητές, οι οποίοι ήταν αδιάφοροι, δεν είχαν καμία αίσθηση του τι είναι παιδαγωγός. Με έκαναν να μισήσω πράγματα που τώρα μου φαίνεται αδιανόητο ότι αισθανόμουν έτσι. Για παράδειγμα δεν μπορώ να καταλάβω πως μισούσα την «Οδύσσεια». Ηταν ένας δάσκαλος που ξεπετούσε το μάθημα. Ενιωθα κάθε μέρα και πιο απομονωμένος, γιατί το πλαίσιο ήταν αδιάφορο. Το εκπαιδευτικό σύστημα – στην πλειονότητά του – υπηρετείται από ανθρώπους που δεν έχουν κανέναν χαρακτήρα παιδαγωγού.
Με εξαιρέσεις.
Βεβαίως και εδώ και μιλήσω για αυτή την εξαίρεση. Κάποια στιγμή στη Β’ Γυμνασίου ήρθε μια καθηγήτρια που μας έκανε Εκθεση. Εντόπισε κάτι σ’ εμένα και έκτοτε άρχισε να με παρακολουθεί και να με ενθαρρύνει διακριτικά. Αυτή η γυναίκα με έσωσε. Με πήρε υπό την προστασία της, χωρίς να με κάνει να νιώσω περίεργα, χωρίς δραματικές κινήσεις, αλλά με σταθερότητα και συνέπεια. Ετσι άρχισε να επέρχεται μια ισορροπία. Η σκέψη για το σχολείο μου «τι κάνω εγώ εδώ μέσα» μπήκε στην άκρη. Αντέστρεψα την άρνηση που έδειχνα για την μάθηση εξαιτίας της της κατάθλιψης. Είχα κρυφτεί πίσω από τα μυωπικά γυαλιά μου, ήμουν ένα κουβάρι. Πήρε το κουβάρι αυτή η γυναίκα και το ξετύλιξε.
Απ’ ό,τι καταλαβαίνω με προσοχή και ευαισθησία.
Ηταν δίκαιη, δεν μεροληπτούσε. Δεν με έκανε να αισθανθώ διαφορετικός, αλλά έδινε σε όλους – και στο μάθημα και στο αντικείμενό της. Αγαπούσε τη δουλειά της, αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν είχε κάτι κραυγαλέο σε αυτό. Διέθετε μια μορφή ισορροπίας. Αυτή η γυναίκα λέγεται Τούλα Τοπαλούδη και πραγματικά με έσωσε.
Είχατε την ευκαιρία να της πείτε πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε σε αυτό που έχετε γίνει;
Βεβαίως. Ετοίμαζα την «Ιφιγένεια εν Ταύροις» στη Θεσσαλονίκη κι επειδή ένα από τα μαθήματα που μας δίδασκε ήταν αυτό στην Γ’ Γυμνασίου, έψαξα, έψαξα και βρήκα το τηλέφωνό της. Ηθελα να της αφιερώσω τη μετάφραση που είχα κάνει. Η επιστροφή στην πόλη μου με έκανε να σκεφτώ πολλά πράγματα. Ενα από αυτά ήταν ότι έπρεπε να βρω τη συγκεκριμένη γυναίκα. Τη βρήκα, ήταν καλά. Την παρακάλεσα να έρθει στην παράσταση, αλλά δεν μπορούσε.
Τι της είπατε;
Οτι της οφείλω πάρα πολλά. Μου απάντησε ότι «εγώ σε παρακολουθώ, μου δημιουργεί τρομερή συγκίνηση το τηλεφώνημά σου και αυτή τη στιγμή με σώζεις εσύ».
Από τι τη σώζατε;
Περνούσε δύσκολες στιγμές. Μου είπε «είμαι σε μία κρίση που σκεφτόμουν τι έκανα εγώ στη ζωή μου. Ερχεσαι και μου κάνεις αυτό το τηλεφώνημα κι αισθάνομαι ότι ναι, κάτι έκανα και εγώ». Ηταν μια περίεργη αποκατάσταση αυτό το συμβάν. Οχι ότι προέβην σε κάτι σημαντικό. Το ελάχιστο έπραξα, διότι αυτή η γυναίκα μού πρόσφερε τόσο πολλά. Απλώς θυμήθηκα ξανά και βεβαιώθηκα ότι τίποτα από αυτά που δίνεις δεν χάνεται. Οσο κι αν ακούγεται ρομαντικό το πιστεύω.
Χωρίς να έχει σημασία για τους αναγνώστες πρέπει να σας πω ότι το πιστεύω και εγώ.
Το γεγονός ότι μπορεί ακόμη να κρατάω ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης σε κάποιους ανθρώπους, σε μια εποχή η οποία είναι σκληρή, απογοητευτική, κυνική και ανελέητη, εμένα μου κάνει καλό.
Και για αυτή τη γυναίκα κρατάτε ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης παντοτινό.
Ναι, διότι με έχει καθορίσει. Εμφανίστηκε όταν βρισκόμουν στο σταυροδρόμι που θα έπρεπε να αποφασίσω πού θα πάω, αν θα χανόμουν ή όχι. Οι γονείς μου ήταν δίπλα μου προσπαθούσαν να βοηθήσουν, αλλά χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Εμφανίστηκε αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ο οποίος έκανε την κίνηση που χρειαζόταν για να αποφύγω εγώ έναν δρόμο που ενδεχομένως θα ήταν πολύ δύσκολο μετά να εγκαταλείψω. Να βρω παραδείγματος χάριν διεξόδους σε πράγματα που δεν θα με βοηθούσαν στην ισορροπία μου. Αυτή με έκανε να αισθανθώ ότι αυτό που είμαι δεν είναι για πέταμα, έχει την αξία του. Και όταν νιώθεις ότι αξίζεις για κάποιον που τον θεωρείς κι εσύ σημαντικό αισθάνεσαι τρομερή ώθηση. Ενιωσα αυτοεκτίμηση. Για μένα η κυρία Τοπαλούδη είναι η ηρωίδα μου. Και κάνοντας μία δουλειά η οποία έχει να κάνει πολύ με τη ματαιοδοξία και τον ναρκισσισμό χρειάζεται να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι αυτά που σε γαλούχησαν, αυτά που αγαπάς κι αυτά που σε στήριξαν έπαιξαν ανώνυμα τον ρόλο τους.
Θυμάστε πως άρχισε η στήριξή της;
Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος Ρωσικών και είχε αντιληφθεί την αγάπη μου στη μυθοπλασία και στη λογοτεχνία και στο διάβασμα. Προσπαθούσε να μου δώσει κίνητρα και να με κάνει να καταλάβω ότι τα μαθήματα τα οποία απεχθανόμουν, δεν ήταν τόσο ξένα προς τα ενδιαφέροντά μου. Είχαμε μάθημα θυμάμαι τους «Βίους παραλλήλους» του Πλουτάρχου. Εκεί υπάρχει ένα συμβάν όπου τον Περικλή στους Περσικούς Πολέμους, όταν φεύγουν οι αθηναίοι πρόσφυγες στη Σαλαμίνα, τον ακολουθεί το σκυλί του κολυμπώντας. Μόλις βρίσκεται στην ακτή της Σαλαμίνας το σκυλί πεθαίνει. Φτιάχνουν ένα επίγραμμα για το σκυλί που ακολουθούσε το αφεντικό του κολυμπώντας. Η μητέρα μου μού λέει: Αυτό μου θυμίζει ένα ποίημα του Γεσένιν (σ.σ.: Σερκέι Γεσένιν, ρώσος ποιητής, 1895 – 1925), θες να το μεταφράσουμε μαζί; Να σου λέω τι ακριβώς εννοεί κι εσύ να βρίσκεις τις λέξεις και τις εκφράσεις που ταιριάζουν πιο πολύ στα ελληνικά;». Το μεταφράζω σε μία σελίδα, κόβω τη σελίδα και τη βάζω σε ένα τετράδιο. Πάω την άλλη μέρα στο μάθημα, η κυρία Τοπαλούδη μάς βάζει διαγώνισμα και ζητάει να ελέγξει τις εργασίες μας που είχαμε γράψει στο τετράδιο. Στο δικό μου βρίσκει τη σελίδα που είχα μεταφράσει το ποίημα. Το διαβάζει, με ρωτάει τι είναι, της εξηγώ και μου ζητάει ένα αντίγραφο. Εκεί μπήκε ένα σποράκι. Με ανακάλυψε στο σκοτάδι, με έβγαλε από αυτό και με στήριξε. Και δεν είχε τίποτε το ματαιόδοξο.
Θα κλείσουμε με αυτή την υπέροχη ιστορία και θα σας αφήσω να συνεχίσετε τις πρόβες της παράστασής που όλοι να δούμε σύντομα στο Εθνικό «Η κυρία του Μαξίμ» του Ζορζ Φεντό.