Γράφει ο Διονύσης Τσιριγώτης*
Με τις δηλώσεις του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, λίγες ώρες μετά τη Σύνοδο Κορυφής, περί κενών απειλών και εκβιασμών στην Ανατολική Μεσόγειο, και την επίσημη ανακοίνωση του Τουρκικού υπουργείου εξωτερικών ότι «η συνεχιζόμενη χρήση μίας ρητορικής κυρώσεων δεν είναι εποικοδομητική», ενώ «η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να κατανοήσει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τίποτε με τον τρόπο αυτόν», το ερώτημα που αναφύεται για τους διαμορφωτές της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συνέχεται με το βαθμό αποτελεσματικότητας της στρατηγικής του εξευρωπαϊσμού για την «εξημέρωση του θηρίου».
Ως εξευρωπαϊσμό δύναται να ορίσουμε τη διαδικασία «κοινωνικοποίησης»/προσαρμογής των κρατών μελών και των υπό ένταξη κρατών στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δηλαδή στο κοινό υπόβαθρο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που δεσμεύουν το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), και γενικότερα στην οικοδόμηση, θεσμοθέτηση, διάδοση όλων των τυπικών και άτυπων κανόνων, πρακτικών και διαδικασιών χάραξης πολιτικής, ή οποίες διαμορφώνονται και ολοκληρώνονται αρχικά στο κοινοτικό και εν συνεχεία στο ενδοκρατικό επίπεδο των κρατών μελών και των υπό ένταξη κρατών (Radaelli, 2004). Τοιουτοτρόπως ο εξευρωπαϊσμός της εξωτερικής πολιτικής των υποψήφιων προς ένταξη κρατών αποκρυσταλλώνεται στην αναδιαμόρφωση των εθνικών προτιμήσεων μέσω της εσωτερίκευσης «των προτύπων και των προσδοκιών που προκύπτουν από ένα σύνθετο σύστημα» διαμόρφωσης-εφαρμογής μιας συλλογικής ευρωπαϊκής πολιτικής (Tonra, 2013).
Η διαδικασία εξευρωπαϊσμού πραγματώνεται με διαφορετικές μορφές και τρόπους είτε υπερεθνικά, είτε διακυβερνητικά. Για παράδειγμα ενώ τα κράτη-μέλη δύναται να επιβάλλουν τις εθνικές τους προτιμήσεις, οι υποψήφιες προς ένταξη χώρες δεν έχουν ανάλογη δυνατότητα, περιορίζοντας το ρόλο τους στην πιστή εφαρμογή του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ. Δεν είναι μόνο η τυπική εκπλήρωση των ενταξιακών κριτηρίων, αλλά και η ουσιαστική διαπραγμάτευση με τους αρμόδιους θεσμούς της Ένωσης (Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, Ευρωπαϊκή Επιτροπή) και τα κράτη-μέλη.
Κατά τούτο η αρχικά διαφαινόμενη πρόοδος σε τομείς της Τουρκικής εσωτερικής-εξωτερικής πολιτικής, ως προς το βαθμό συμμόρφωσης με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, εκκινώντας από τη σύνοδο κορυφής του Ελσίνκι το 1999, όπου απέκτησε το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας, προδηλώμενη στη διακήρυξη της αρχής των μηδενικών προβλημάτων και στην αντικατάσταση της σκληρής από την ήπια ισχύ (διάλογος-διπλωματία) ως κεντρικό μέσο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, αποδείχθηκε φρούδα. Ναι μεν δημιουργήθηκαν οι συνθήκες για μια περίοδο διπλωματικής επαναπροσέγγισης με την Αθήνα, παράλληλα με τη δημιουργία μιας πολυδιαυλικής εξωτερικής πολιτικής στο πεδίο του πολιτικού διαλόγου, των οικονομικών-εμπορικών σχέσεων και των επενδύσεων με τα γειτονικά κράτη της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων, ωστόσο από το 2010 και ύστερα οι εξωτερικές τις σχέσεις με την Ε.Ε. έχουν επιβραδυνθεί αισθητά.
Είναι εναργής η συζήτηση μεταξύ τούρκων πολιτικών αναλυτών για τη διαδικασία από-ευρωπαϊσμού της Άγκυρας, εστιαζόμενοι στον κομβικό ρόλο του Τούρκου Προέδρου, Ρ.Τ. Ερντογάν, στη διαδικασία διαμόρφωσης – εφαρμογής της εξωτερικής πολιτικής. Για παράδειγμα στην ομιλία του, στον Οργανισμό Συνεργασίας της Σαγκάης (2016) εξέφρασε την πρόθεσή του για τη διπλωματική στροφή της Τουρκίας στον Ασιατικό κόσμο: «η Τουρκία πρέπει πρώτα να αισθάνεται χαλαρή για την ΕΕ και να μην είναι σταθερή», «γιατί δεν πρέπει η Τουρκία να βρίσκεται στη Σαγκάη των Πέντε;» (Wang, 2016), στρεφόμενος εναντίον της Ε.Ε. για την εφαρμογή «διπλών προτύπων» εξαναγκάζοντας την «Τουρκία να περιμένει στην πόρτα τους για 53 χρόνια», για ν’ ακολουθήσει εν συνεχεία μία επιθετική στάση απότοκη της απόφασης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να παγώσει τις ενταξιακές συνομιλίες με την Τουρκία (Νοέμβριος 2016).
Επιπρόσθετα, η επίδειξη αυταρχικής συμπεριφοράς από το καθεστώς Ερντογάν, ως προς τα στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία του Τύπου, τον καθιστά «δύσκολο εταίρο και σύμμαχο» (Tziarras, 2018). Σύμφωνα με την έκθεση προόδου της Κομισιόν (2018), «η Τουρκία ευθυγραμμίστηκε, όταν προσκλήθηκε, με 10 από τις 64 δηλώσεις της ΕΕ και τις αποφάσεις του Συμβουλίου που αντιπροσωπεύουν ποσοστό ευθυγράμμισης περίπου 16% κατά την περίοδο αναφοράς».
Τα ερωτήματα
Αναμφίλεκτα, η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας συνδέεται πρωτίστως με την προάσπιση συμφερόντων γοήτρου-κύρους, γεγονός που αποδεικνύεται μέσα από τις απαντήσεις που εξάγονται σε μια σειρά κεντρικών ερωτημάτων, αποτιμώντας το μέτρο αποτελεσματικότητας του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού στο Ελσίνκι το 1999:
1. Ποιο ήταν το διακυβευόμενο σχετικό συμφέρον για την Άγκυρα και ποιος ο βαθμός σπουδαιότητάς του στην ιεραρχική κλίμακα των εθνικών της συμφερόντων;
Ο αξονικός πολιτικός στόχος της Άγκυρας ήταν και είναι η αναβίβαση της θέσης-ρόλου της σε περιφερειακή δύναμη. Κατά τούτο η ενταξιακή προοπτική της Τουρκίας αποτελεί έναν μόνο στόχο σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο πολιτικοστρατηγικής δράσης μεταξύ πολλών άλλων –Βαλκάνια, Μέση Ανατολή, Καύκασος, ανατολική Μεσόγειος, εξωτερικές σχέσεις με Ρωσία-ΗΠΑ. Από την άλλη πλευρά, αν και σε ρητορικό επίπεδο ο εν λόγω στόχος έχει μείζονα σημασία, πραγματολογικά λόγω των εσωτερικών οικονομικοπολιτικών δομικών αδυναμιών της Τουρκίας ως προς την εκπλήρωση των κριτηρίων σύγκλισης ιεραρχείται στις παρυφές των εθνικών της συμφερόντων.
2. Ποιος είναι ο ρόλος-λειτουργία και ο βαθμός αποτελεσματικότητας των διεθνών θεσμών εντός του άναρχου διεθνούς συστήματος ως εξαρτημένες μεταβλητές της ισχύος;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση η φύση της Ε.Ε. ως προς τα ζητήματα υψηλής πολιτικής προσλαμβάνει διακυβερνητικό χαρακτήρα (Ευρωπαϊκό συμβούλιο), δηλαδή είναι εντολοδόχος και όχι εντολέας των κρατών-μελών. Κατά τούτο τίθεται προς διερεύνηση τόσο ο βαθμός προσαρμογής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή έννομη τάξη, ειδικότερα μετά τη σθεναρή της άρνηση να αναγνωρίσει ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε., την Κυπριακή Δημοκρατία, όσο και το μέτρο αποτελεσματικότητας των μηχανισμών ελέγχου της Ε.Ε. για την τήρηση-εφαρμογή των συμφωνηθέντων και του κοινοτικού κεκτημένου (κριτήρια Κοπεγχάγης, Agenda 2000) από την Άγκυρα ως υποψήφια προς ένταξη χώρα στην Ε.Κ.
3. Ποια είναι η αξονική πολιτικοστρατηγική συμπεριφορά των κρατών για την προάσπιση του συμφέροντος επιβίωσης και των ζωτικών τους συμφερόντων;
Η ανάπτυξη-διατήρηση ισορροπιών ισχύος-συμφερόντων, είτε σε περιφερειακό, είτε σε πλανητικό επίπεδο, συνιστά την ικανή -αναγκαία συνθήκη όχι μόνο για την αυτοσυντήρηση του εκάστοτε κράτους αλλά και για την ενίσχυση της σχετικής του θέσης-ρόλου. Ως εκ τούτου η ελληνική κυβέρνηση όφειλε-οφείλει να μεριμνήσει για τη διαμόρφωση ισορροπιών ισχύος-συμφερόντων με την Τουρκία, όχι μόνο μέσω της χρήσης των διεθνών θεσμών αλλά κυρίως μέσω της αναβίβασης της θέσης-ρόλου της στο βαλκανικό υποσύστημα, της ενίσχυσης των ερεισμάτων της στις διμερείς της σχέσεις με τις ΗΠΑ και της εδραίωσης της αποτρεπτικής της δυνατότητας έναντι οιασδήποτε εξωτερικής απειλής.
Οι ανωτέρω επισημάνσεις καταδεικνύουν μια σειρά κατευθυντήριων-προσδιοριστικών μεταβλητών που οφείλει να ακολουθεί η εκάστοτε πολιτική ηγεσία για την προάσπιση-προαγωγή του εθνικού συμφέροντος. Η ορθολογική διάγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος, το εθνικό συμφέρον ως προσδιοριστική μεταβλητή της εξωτερικής πολιτικής, η διαμόρφωση ισορροπιών ισχύος-συμφερόντων σε όλα τα επίπεδα –οικονομικό, πολιτικοδιπλωματικό, στρατιωτικό– οι διεθνείς ηθικοδικαιακές αρχές-διεθνείς θεσμοί ως εξαρτημένες μεταβλητές της κρατικής ισχύος, εγγράφονται ως θεμελιώδεις παράγοντες της διαδικασίας σχεδιασμού-εφαρμογής της εξωτερικής πολιτικής.
Εν κατακλείδι, η ελληνική στρατηγική επιλογή της αναβάθμισης του ευρωπαϊκού πλαισίου ως πεδίου αναγωγής των ελληνοτουρκικών διαφορών αποσκοπούσε στον πολιτικοδιπλωματικό εγκλωβισμό της Τουρκίας στις θεσμικές δομές της Ε.Ε. Συνεπαγόμενα, η Άγκυρα καλείτο, εάν και εφόσον η ενταξιακή της προοπτική αναγόταν σε ζωτικό της συμφέρον, να ανταποκριθεί στους όρους της Ατζέντας 2000 και στα προαπαιτούμενα κριτήρια του οδικού χάρτη που συμφωνήθηκε στο Ελσίνκι για την καταγραφή των υποχρεώσεων και των ημερομηνιών της ενταξιακής της πορείας.
Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής η ελληνική κυβέρνηση υιοθέτησε μια διαλλακτική διπλωματική τακτική από την οποία δεν αποκλείονταν και οι απευθείας διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών τονίζοντας ότι «η Ελλάδα είναι έτοιμη να συζητήσει με την Τουρκία εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών κάθε θέμα που δεν άπτεται των κυριαρχικών της δικαιωμάτων». Ωστόσο η διάδοχη Ελληνική κυβέρνηση θα εγκαταλείψει ολοκληρωτικά το διατακτικό της στρατηγικής του εξευρωπαϊσμού κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής των Βρυξελλών (16-17 Δεκεμβρίου 2004). Ειδικότερα στην παράγραφο 20 των συμπερασμάτων της Προεδρίας του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, ο Έλληνας πρωθυπουργός, Κώστας Καραμανλής, προέβη στην «αποδέσμευση της έναρξης των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία από μια δεσμευτική προσφυγή στο Δ.Δ. σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα, όπως όριζε τον Ελσίνκι, υποβιβάζοντάς την σε ένα αβέβαιο “εφόσον απαιτείται”».
Κατά τούτο, η συγκαιρινή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας για τη «διεξαγωγή του 61ου γύρου των Διερευνητικών Επαφών στην Κωνσταντινούπολη, προσεχώς» δύναται ν’ αντικατοπτρισθεί ως συνέχεια της πολιτικής του εξευρωπαϊσμού, παραγνωρίζοντας για πολλοστή φορά το διακύβευμα για την Άγκυρα και την απουσία των ικανών-αναγκαίων συνθήκων για οποιαδήποτε πολιτική διαπραγμάτευση – ισορροπία διαπραγματευτικής ισχύος, διασφάλιση των ζωτικών συμφερόντων, αποφυγή συμμετοχής εξωτερικών δρώντων.