Οι διερευνητικές επαφές που έχουν αποφασιστεί ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία καθυστερούν. Δεν έχει ακόμα οριστεί ημερομηνία έναρξης των συνομιλιών κι αυτό είναι κακός οιωνός μέσα σε ένα κλίμα τουρκικής καχυποψίας και επιφυλακτικότητας. Αυτό που για χρόνια αποτελούσε μια ρουτίνα να γίνεται σήμερα είδος «εν ανεπαρκεία», και να μην μπορεί καν να ξεκινήσει, αν και στοιχειώδες από τη φύση του.
Πράγματι τα χρόνια από το 2002 ως το 2016 οι 60 συναντήσεις ανάμεσα στην Τουρκία και στην Ελλάδα είχαν εξελιχθεί σε ένα φυσικό φαινόμενο, που άλλοτε απέδιδε και άλλοτε όχι. Αλλά, πάντως, ήταν εκεί, χωρίς να αμφισβητείται και χωρίς να δημιουργεί ενστάσεις και προβληματισμούς γύρω από τη συνέχισή τους. Και απέδωσε, μάλιστα, καρπούς: ενώ αρχικά η Τουρκία προσδοκούσε να επιλύσει αρκετές διεκδικήσεις μέσα από τις διερευνητικές η δεξιοτεχνία των ελλήνων χειριστών (ιδιαίτερα στην τελευταία φάση 2010-2016 όπου χειριστής ήταν ο πρέσβης ε.τ. Παύλος Αποστολίδης), και το δίκιο που τη συνόδευαν, οδήγησε στη συρρίκνωσή τους και στην εξαφάνιση από το τραπέζι των συζητήσεων όλων εκείνων των υπερβολικών αξιώσεων της γείτονος, όπως η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών, οι γκρίζες ζώνες, η μειονότητα της Θράκης, αφήνοντας ως μόνη εκκρεμότητα το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης (και του συναφούς με αυτήν εθνικού εναέριου χώρου). Και στο σημείο αυτό πρόοδοι είχαν, κατά καιρούς, παρουσιαστεί, με την αποδοχή εκ μέρους της Τουρκίας των 12 ν.μ. στις ηπειρωτικές ακτές, και με διαφοροποιημένο εύρος ως προς τα νησιά. Κάτι που οι γείτονές μας δεν δέχονταν στις τελευταίες συναντήσεις των διερευνητικών.
Πολλοί, φυσικά, από τους υπερπατριώτες θα σπεύσουν να κατηγορήσουν τις κυβερνήσεις που ανέλαβαν το βάρος των διερευνητικών ότι ήταν μειοδοτικές, αφού παρέδωσαν σε διαπραγμάτευση ένα καθεστώς εθνικής κυριαρχίας, όπου κάθε κράτος έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να ορίζει από μόνο του το εύρος των εθνικών του υδάτων. Θα μπορούσαμε να αντιλέξουμε σε όλους αυτούς ότι οι διερευνητικές είχαν ως αντικείμενο να ελαφρύνουν τις επίσημες διαπραγματεύσεις που θα ακολουθούσαν από το βάρος τουρκικών αξιώσεων, οι οποίες, διαφορετικά, θα επιβάρυναν την κυρίως διαπραγμάτευση, και θα παρεμπόδιζαν την αφοσίωση των διαπραγματευτών από το κύριο έργο τους, την εύρεση λύσης για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Και, εξάλλου, το Διεθνές Δίκαιο δεν αντιτίθεται σε ανταλλαγές απόψεων που σκοπό έχουν να κοινοποιήσουν στο τρίτο μέρος, τη γειτονική χώρα, την πρόθεση ενός κράτους να τροποποιήσει ένα καθεστώς στη θάλασσα. Δεδομένου μάλιστα του μη δεσμευτικού χαρακτήρα αυτών των συνομιλιών. Αντίθετα η αρχή της καλής γειτονίας επιβάλλει μια τέτοια ρύθμιση. Ειρήσθω εν παρόδω ότι το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης είναι κρίσιμο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, γιατί τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας αποτελούν τα εσωτερικά όρια της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, παρά το γεγονός ότι τόσο η υφαλοκρηπίδα, όσο και η ΑΟΖ εκκινούν από τα παράλια των παράκτιων κρατών.
Ας υποθέσουμε ότι τελικά οι δυο χώρες θα καταλήξουν στο τραπέζι του διαλόγου. Οι συζητήσεις θα είναι εξαιρετικά δύσκολες, καθώς οι συνθήκες από την τελευταία συνάντηση έχουν δραματικά μεταβληθεί. Η αλαζονεία της Τουρκίας δείχνει να τορπιλίζει κάθε καλόπιστη συζήτηση και να ματαιώνει κάθε ευεργετικό αποτέλεσμα. Αν πάντως καταλήξουν σε θετικά συμπεράσματα το επόμενο στάδιο είναι οι επίσημες διαπραγματεύσεις. Οπου στο στάδιο αυτό, τα πράγματα φαντάζουν ακόμα πιο δύσκολα, δεδομένων των διαμετρικά αντίθετων θέσεων των δύο χωρών σε κεντρικά ζητήματα της οριοθέτησης. Το Βόρειο Αιγαίο, με σημαντικό τμήμα του την ανοιχτή θάλασσα και περιορισμένο αριθμό νησιών, είναι το προσφορότερο κομμάτι που ίσως γι’ αυτό να προκύψει συμφωνία οριοθέτησης. Για το Κεντρικό και Νότιο Αιγαίο, όπου υπάρχει πληθώρα νησιών σε συνδυασμό με τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την Ανατολική Μεσόγειο είναι βέβαιο πως θα προκύψει εμπλοκή, καθώς οι θέσεις των δύο μερών είναι διαμετρικά αντίθετες και το χάσμα αγεφύρωτο. Προφανώς τότε θα προκύψει, εν όψει αδιεξόδου, το ζήτημα τροποποίησης των διαπραγματεύσεων σε διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού παραπομπής της υπόθεσης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Μονόδρομος η Χάγη
Το Διεθνές Δικαστήριο αποτελεί μονόδρομο στην περίπτωση της διαφοράς Ελλάδας – Τουρκίας, καθώς το Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας επιδικάζει διαφορές μόνο για τα μέρη της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982). Και η Τουρκία, ως γνωστόν, δεν έχει καν υπογράψει την εν λόγω σύμβαση. Η δε περίπτωση να συσταθεί Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο για την επίλυση της διαφοράς είναι μια επώδυνη διαδικασία, που καλό είναι να αποφευχθεί. Επιπλέον, το Διεθνές Δικαστήριο έχει κύρος και σημαντική νομολογιακή εμπειρία, που εγγυάται ότι οι αποφάσεις του θα γίνουν σεβαστές και θα εφαρμοστούν από τους αντιδίκους. Κάτι που έχει αναγνωρίσει η Ελλάδα, με μια έκφραση προτίμησης σε αυτό.
Ο τρόπος με τον οποίον το Δικαστήριο επιδικάζει υποθέσεις οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας είναι γνωστός και δεδομένος: είναι μια τριφασική διαδικασία, που εκκινεί από τη χάραξη μιας μέσης γραμμής, σε περίπτωση αντικείμενων ακτών, ή μιας γραμμής ίσης απόστασης, σε περίπτωση παρακείμενων ακτών, συνεχίζει με τη διακρίβωση του αν στην περιοχή της οριοθέτησης υφίστανται σχετικές περιστάσεις (συνήθως γεωγραφικού χαρακτήρα, όπως η ύπαρξη νησιών) και προσαρμόζει τη μέση γραμμή ανάλογα με την επιρροή που έχουν αυτές στη διευθέτηση της οριοθέτησης, για να καταλήξει σε ένα τελευταίο στάδιο, το στάδιο της διερεύνησης και της κρίσης του Δικαστηρίου στο κατά πόσον η τελική οριοθετική γραμμή πράγματι ανταποκρίνεται στην εντολή των Αρθρων 73 και 84 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας , η οριοθέτηση να ανταποκρίνεται με ένα ευθύδικο (δίκαιο) αποτέλεσμα. Από την ανάλυση αυτήν προκύπτει ότι η μέση γραμμή δεν είναι πλέον κανόνας του Διεθνούς Δικαίου κι ότι αποτελεί απλά ένα τμήμα της οριοθετικής διαδικασίας, που πρέπει να καταλήγει σε ένα δίκαιο αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια το δίκαιο αποτέλεσμα είναι ο κανόνας του Διεθνούς Δικαίου που υποκατέστησε τη μέση γραμμή.
Δεν θα αποπειραθούμε να διερευνήσουμε, με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα στην περίπτωση που το ζήτημα της οριοθέτησης φτάσει στο Διεθνές Δικαστήριο. Εξάλλου το ίδιο το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι κάθε υπόθεση είναι μοναδική και δεν πρέπει να επηρεάζεται από προηγούμενες υποθέσεις. Παρά ταύτα πρέπει να ειπωθεί ότι το Δικαστήριο σέβεται τη νομολογία του και ότι δεν αφίσταται από αυτήν. Δύο πράγματα στη βάση αυτών των διαπιστώσεων μπορούν από τώρα να ειπωθούν: πρώτον ότι το Δικαστήριο θα επιδικάσει την υπόθεση της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας με γνώμονα την τριφασική διαδικασία που προαναφέραμε, και δεύτερον σε σχέση με τα νησιά, δέχεται ότι όπως αναφέρει το Αρθρο 121 της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, έχουν δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Το ζήτημα είναι αν εξισώσει όλα μας τα νησιά με την ηπειρωτική ακτή, δίνοντάς τους πλήρη επήρεια και καθιστώντας τις ακτές τους γραμμές βάσης που δικαιούνται υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ ανάλογη με αυτήν των ηπειρωτικών ακτών. Αυτό είναι το ζητούμενο.