Είναι ένας ιδιαίτερος λαϊκός τραγουδιστής. Δίνει έμφαση στον στίχο και τον ήχο, έφτασε να πει τραγούδια του Μάνου Ελευθερίου, έχει δικό του άρτιο στούντιο και είναι στα πρώτα ονόματα εδώ και περίπου 25 χρόνια με δεκάδες σουξέ και ξεχωριστή ταυτότητα. Ο Βασίλης Τερλέγκας, παρά το γεγονός πως είναι αμιγώς τραγουδιστής της νύχτας και συνδέθηκε με την τελευταία εποχή της μαζικής διασκέδασης, είναι και ένας εσωτερικός άνθρωπος, οικογενειάρχης, με ευαισθησίες και προσήλωση στη μουσική αλλά και έγνοια για τα κοινωνικά δρώμενα. Με καταβολές από τη βυζαντινή σχολή και τα πανηγύρια, ο ίδιος διέγραψε μια θαυμαστή πορεία από το χωριό του στα Καλάβρυτα μέχρι χώρους σε όλο τον κόσμο, παρότι με ευκολία και σχηματικότητα τον ενέγραψαν τα ΜΜΕ στο λεγόμενο σκυλάδικο είδος που επί τη ευκαιρία είναι και ρευστό ως ορισμός. Ο Τερλέγκας και η ορχήστρα του είναι σε αναμονή για εμφανίσεις από τον Μάρτιο και με αφορμή τη δύσκολη συγκυρία κάνει μια αναδρομή της καριέρας και των βιωμάτων του την εποχή της ευμάρειας σε μια μεταιχμιακή στιγμή που και η νύχτα μεταβάλλεται ραγδαία όπως και όλος ο χώρος του τραγουδιού.

Πού γεννηθήκατε και ποια τα παιδικά σας χρόνια;

Στα Καλάβρυτα, ήμουν ο τελευταίος των αδελφών. Είχα την τύχη να γεννηθώ στο νοσοκομείο, το λέω γιατί τα άλλα μου αδέλφια γεννήθηκαν στα χωράφια. Το χωριό μου λέγεται Πεύκο. Καλαβρυτοχώρια. Επικοινωνούσαν μαζί τους. Μια οικογένεια χωριών με εμπορικές σχέσεις. Μαζαίικα, Δάφνη, Σοποτό. Ημασταν αγροτοκτηνοτροφική οικογένεια. Τόσο ορεινό μα και εύπορο μέρος, έτσι ζούσαμε. Τέτοια εποχή σπέρναμε. Μια γλυκιά μοναξιά.

Ησασταν ψάλτης;

Οχι ακριβώς. Ξεκίνησα να κάνω βυζαντινή μουσική. Με τον Λεωνίδα Δούκα. Οταν ήμουν 25 ετών, έκανα για τρία χρόνια. Επιστρέφω εκεί πάντα.

Και πώς ήλθε το τραγούδι στη ζωή σας;

Το τραγούδι γεννήθηκε μέσα μου. Δεν το βλέπω ποτέ ως επάγγελμα. Λέω μέσα μου πως είμαι ανεπάγγελτος. Τι είναι αυτό που κάνεις; Αν με ρωτήσεις, θα πω: κάνω την καρδιά μου κομμάτια και τη μοιράζω στους ανθρώπους. Δεν κυνήγησα το σουξέ, κυνήγησα να εκφραστώ κυρίως.

Τα πρώτα σας ακούσματα ποια είναι;

Τα δημοτικά βέβαια. Υπήρχαν τα ραδιόφωνα στα βραχέα, άκουγα τότε στο χωριό μου το «Πετραδάκι πετραδάκι» με τον Μενιδιάτη. Ημουν μικρό παιδί, κάθε φορά που άκουγα μουσική ανατρίχιαζα. Με συγκινούσε.

Πανηγύρια; Πηγαίνατε;

Βέβαια. Ακόμη και τώρα γίνονται. Τα ίδια πράγματα. Ξεκίνησα από πανηγύρια, ήταν μεγάλο σχολείο. Οσον αφορά το πατάρι, πάντα μου άρεσε να τραγουδάω. Κι αυτό, ξέρεις, δεν διέφερε αν θα το έκανα σε ένα καταγώγιο ή στη Σκάλα του Μιλάνου. Με ενδιέφερε να δώσω την καρδιά μου.

Ποιοι ήταν οι μεγάλοι τραγουδιστές που και σε έναν βαθμό σάς επηρέασαν;

Ο Τάκης Καρναβάς, η Φιλιώ Πυργάκη, ο Γιάννης Κωνσταντίνου και άλλοι. Απιαστοι τραγουδιστές. Πηγαίναμε και τους ακούγαμε και μετά στην Αθήνα σε κέντρα και δεν μπορούσαμε να τους μελετήσουμε. Κάνανε με τον λαιμό τους πράγματα τόσο όμορφα και δύσκολα που έλεγες: όχι, τελικά δεν είμαι τραγουδιστής…

Και μουσικοί βέβαια σπουδαίοι μαζί τους τότε…

Γιάννης Βασιλόπουλος, Γιώργος Κόρος, Μάκης Μπέκος, ο Στάθης ο Κουκουλάρης και πολλούς άλλους θυμάμαι πάντα. Τους ακούγαμε και μας έπιανε δέος. Φίλησα το χέρι του Στέλιου Καζαντζίδη μια μέρα έξω από ένα στούντιο, πάντα είχα σεβασμό. Τους άκουγα αυτούς από παιδί και τους είχα πολύ ψηλά.

Σε πατάρι πανηγυριού πότε πρωτοανεβαίνετε;

Δεκαέξι ετών πρωτοανέβηκα. Με ανεβάσανε κάτι θείοι μου πάνω, έβγαλα τη βραδιά, κουράστηκα πολύ όμως γιατί ήμουν παιδί και δεν ήξερα να χειριστώ τη φωνή μου, ξύπνησα το πρωί βραχνιασμένος. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο έτρεμα όταν σηκώθηκα να τραγουδήσω.

Αυτοδίδακτος;

Στα δώδεκά μου, ο πατέρας μου με ρωτάει: τι θες να κάνω για σένα; Και του ζήτησα μπουζούκι. Ούτε να το κουρδίσω δεν ήξερα. Σιγά σιγά όμως έμαθα. Από παιδί έφτιαχνα μουσικά όργανα αυτοσχέδια. Το μυαλό μου ήταν εκεί. Πώς θα τραγουδήσω. Κάτι μέσα μου ήθελε να βγει προς τα έξω.

Τι ανάγκη ήταν;

Δεν το έχω εξηγήσει. Ακόμη το διατηρώ. Μια βαθιά ανάγκη να εκφραστώ. Ούτε για τα χρήματα, παρότι, για να μην κοροϊδευόμαστε, κάποτε έβγαλα τσουβάλια. Δεν έκανα δουλειά όμως, έκανα πάντα και κάνω το κέφι της καρδιάς μου. Ερχόμενος στην Αθήνα, αθώος εντελώς, όλα πήραν τον δρόμο τους…

Σε τι ηλικία ήλθατε;

Ηλθα στην Πρώτη Λυκείου. Μέναμε στο Παγκράτι και πήγα στο 7ο Γυμνάσιο. Είχα στον νου μου αυτό ως στόχο πάντα. Το τραγούδι. Πήγα ένα βράδυ σε μια ταβερνούλα και με ζήτησε ο ιδιοκτήτης. Τραγούδαγα το βράδυ, κατευθείαν πήγαινα στο σχολείο, διάβασμα και μετά ξανά στη δουλειά.

Ποια ταβέρνα;

Στα Κανάρια στην Ηλιούπολη, εκεί ξεκίνησα. Με λαϊκά. Μπορεί στο χωριό μου να έλεγα δημοτικά, αλλά τα θεωρούσα δύσκολα τραγούδια και μέσα μου πάντα τα είχα ιερά. Αν δεις, έχω κάνει δύο δίσκους με δημοτικά που είναι αυτούσια. Δεν τα πείραξα καθόλου. Αρχίζω και μπαίνω τότε, κουραζόμουν με σχολείο, πολλή δουλειά. Πάντα είχα και θέλω να έχω έναν σεβασμό στους μεγαλύτερούς μου που κάνανε αυτή τη δουλειά. Παρότι βίωσα και αδικία. Με λέγανε σκυλά, όλα αυτά, ξέρεις.

Στα κέντρα πότε ξεκινάτε;

Μόλις τέλειωσα τον Στρατό, μπήκα στα κέντρα. Εκανα τον πρώτο μου δίσκο. Το 1985, το «Οταν νυχτώνει». Ηταν τραγούδια που έγραψα ως φαντάρος στη Μυτιλήνη με την κιθάρα μου. «Πάρε τη νεκροφόρα από εδώ» μου έλεγε ο διοικητής μου, εννοώντας την κιθάρα. Γύρισα, τα πήγαμε σε ένα στούντιο, τα γράψαμε. Ολα δικά μου τότε. Δεν δέχθηκα βοήθεια. Μπαίνω και σε πίστες. Δεύτερα μαγαζιά αρχικά. Ακουγα τότε Διονυσίου και έτρεμα.

Πείτε ένα.

Το Μωρό στη Λ. Αλεξάνδρας. Λαοθάλασσα. Ημουν πίσω από την κουρτίνα, για να μπω, με χειροκρόταγε ο κόσμος και δεν ήξερα γιατί. Μέσα από αυτό σιγά σιγά έκανα δίσκους, έμπαινα πιο πολύ.

Κάτι καινούργιο φέρνετε πάντως. Ενας άλλος ήχος;

Η ψυχοακουστική. Δεν την έκανα εγώ, μου βγήκε. Μια αλήθεια μου ήταν. Στην ηχοληψία έγινε και στο μιξάρισμα – στην επεξεργασία του ήχου. Είχα μπλέξει τότε με έναν εμπνευσμένο μαέστρο με τρέλα, τον Βασίλη Ηλιάδη, μπουζουξής. Ημασταν δέκα χρόνια μαζί. Μετά τον Βασίλη, έρχεται ο μαέστρος Κουρκουμέλης και πέφτει πάνω μου, μου κάνει ενορχηστρώσεις, ταιριάζουμε. Ηταν τότε και ο Μπάμπης Μπίρης, ο ηχολήπτης, του λέω θέλω να κάνω κάτι καινούργιο. Συνέπραξε. Κι έγινε, νομίζω, μια καινοτομία. Σε αυτήν θέλω να επιμείνω αν βγούμε από τη σημερινή περιπέτεια της πανδημίας. Θα επιμείνω στον αναλογικό ήχο, όχι τον ψηφιακό που δεν ξέρεις ποιος τραγουδάει. Εκφράζομαι καλύτερα έτσι. Ο ψηφιακός είναι «σαν ήχος».

Η επιτυχία πότε έρχεται;

Το 1992, με τη «Γαρδένια». Το έγραψαν δύο φίλοι. Κατά διαστήματα έβλεπα που το έλεγε ένας φίλος και άρεσε. Και το ζήτησα, το έβαλα τελευταίο στον δίσκο μου, είχα χάσει τότε τον πατέρα μου, το έκανα για εκείνον. Κι έγινε το μεγάλο μπαμ. Αν δεν το πω κάθε βράδυ, θα υπάρξει πρόβλημα.

Ηταν μια εποχή πάντως που κάνατε απανωτά σουξέ…

Υπήρχαν εταιρείες, ήμουν υποχρεωμένος να κάνω δίσκο. Συν ότι έκανα και ζωντανές ηχογραφήσεις ή με τον Μάνο Ελευθερίου, τον πειράζανε που έγραφε μαζί μου.

Με τον Μάνο Ελευθερίου πώς γνωρίζεστε; Εχετε πει τραγούδια του.

Γράψαμε μαζί πολλά. Είχα σχέση με τη Σύρο και έτσι γνωριστήκαμε, κάναμε παρέα. Του πήγαινα και κάτι γλυκά του κουταλιού, μου άρεσε πολύ σαν άνθρωπος. Μου έλεγε: πάρε αυτά και πες τα αν τα θες, βάλε μουσική. Αν δεν σου χωράει κάτι, άλλαξέ το – δεν χάλασε ο κόσμος. Μιλάγαμε την ίδια γλώσσα. Τον αγαπούσα πάρα πολύ. Δεν υπάρχουν τέτοιοι στιχουργοί. Εκεί που έγραφε τη «Μαρκίζα» ή τα «Παραπονεμένα λόγια» (μυθικά τραγούδια), ξαφνικά ερχόταν, μου έδινε ένα ποίημα και μόλις το διάβαζα καταλάβαινα ότι ήταν γραμμένο για μένα. Εγινε παραγωγός η Ιφιγένεια Γιαννοπούλου, που δυστυχώς έφυγε πολύ νέα. Είχαμε κάνει μια παρέα, εγώ, ο Μάνος, η Ιφιγένεια. Τότε δούλευε ο Μάνος σε έναν σταθμό στο Μαρκόπουλο, τον πήγαινα εγώ. Απλός άνθρωπος ο Μάνος, τον αγαπούσες χωρίς να το καταλαβαίνεις. Κάνεις τη χάρη τώρα να πεις σε ένα παιδί έναν στίχο του και μετά τρελαίνεται.

Πώς επιδρά η επιτυχία σε εσάς;

Εχω δει ανθρώπους που τρελάθηκαν, εγώ την απαξίωνα. Η επιτυχία είναι ένα πράγμα πολύ δύσκολο και επίπονο, εγώ έπαθα διαταραχή πανικού. Ερχόταν ο κόσμος για αυτόγραφα και εγώ για να μην αφήσω κενό έκανα σε όλους τα χατίρια, τραγούδια εδώ, εμφανίσεις. Εγώ όμως ήθελα άλλη επιτυχία, πιο εσωτερική. Επαθα πανικό. Το αντιμετώπισα με θεραπεία, με τον γιατρό Κωνσταντίνο Ζήκο, δεν είναι ντροπή. Και είναι και μήνυμα στον κόσμο να μην ντρέπεται αν το πάθει. Το έκανε και ο Σταμάτης Μαλέλης με το υπέροχο βιβλίο του που το έχω διαβάσει. Από ‘κεί και πέρα εγώ δεν έπινα, δεν ήμουν τόσο άνθρωπος της νύχτας.

Πώς δουλεύετε τότε;

Δεν έκανα επτά μεροκάματα, έκανα… εννιά.

Πώς γίνεται αυτό;

Αν τραγουδάς σε ένα μαγαζί κάθε βράδυ και στο ενδιάμεσο κάνεις και δύο χορούς, κάνεις παραπάνω μεροκάματα. Σε συλλόγους, εξωτερικό, πολύ. Κόπος. Κούραση, να κοιμάμαι μέσα στο αεροπλάνο. Αξιζε τον κόπο. Ικανοποίησα όχι τον εγωισμό μου που σαν άνθρωποι όλοι έχουμε, αλλά πέτυχα το παιδικό μου όνειρο και ακόμη αυτό το όνειρο δεν έχει τελειώσει. Μιλάμε για το ιδιόμορφο λαϊκό που υπηρετώ. Η μουσική είναι γλώσσα ψυχής, θέλω να μιλήσω ακόμη πιο δυνατά.

Ακρότητες, φαντάζομαι, έχετε ζήσει…

Στην Αγχίαλο, σε συναυλίες μεγάλες, γδύθηκε και ήλθε πάνω στην πίστα μια γυναίκα. Ο άλλος στα Γιάννινα χτύπαγε το κεφάλι του στον τοίχο. Αλλος έκοψε τα χέρια του. Ομως εγώ δεν θέλω τέτοια πράγματα. Εχω ακούσει πολλά για μένα. Πήγα μια φορά στη Μυτιλήνη, στον Ταξιάρχη. Κάποιος ρώτησε γιατί πήγα και του είπαν: πίνει και ο Ταξιάρχης τον βοήθησε να κόψει το ποτό. Εν τω μεταξύ, εγώ δεν πίνω ποτέ.

Εχω ακούσει πως έχετε δικό σας νησί.

Οχι, μωρέ, είχα έναν φίλο που είχε ένα γραφείο, μεσίτης. Αυτός βγάζει διαφήμιση για το γραφείο του, μεσίτευε κάτι νησιά. Μου ‘ρχονται κάτι Ρώσοι ένα βράδυ στο κέντρο όπου δούλευα και μου λένε: θέλουμε το νησί σας. Λέω: ποιο νησί, κάτι χωράφια στα Καλάβρυτα έχω.

Η νύχτα έχει αλλάξει; Εννοώ πριν από τον ιό.

Με τα Μνημόνια και την κρίση ο κόσμος δυσκολεύθηκε. Από τον καιρό αυτό και μετά άλλαξε, ναι. Ερχονται και σε ακούνε βέβαια, αλλά αλλιώς, πάνω που πήγε να στρώσει το θέμα, μας έπεσε ο ιός.

Η νύχτα για χρόνια ήταν ένα πλυντήριο;

Δεν ήθελα να αδικήσω τον εαυτό μου, μου τα δίνανε. Δεν υπήρχε μαύρο χρήμα, μη δηλωμένο. Τώρα, άλλες όψεις της παρανομίας δεν ξέρω.

Υπήρχαν συνάδελφοί σας με δικές τους γκαρνταρόμπες, πάρκινγκ, λουλούδια, κέντρα.

Αυτά συνέβαιναν συχνά, ναι. Εγώ είχα άλλη αντίληψη των πραγμάτων.

Με τον ιό από πότε έχετε να δουλέψετε;

Από τον Μάρτιο. Είχα κλείσει Κύπρο, Αμερική και βέβαια Αθήνα. Και πολλούς συλλόγους. Είχα πάει στην Καστοριά, πάω Καβάλα μετά. Την άλλη μέρα παίρνω τον γιατρό μου να μου βγάλει τη χολή. Στην αρχή μού λέει να πάω έπειτα από δύο μήνες και την άλλη μέρα με καλεί να τη βγάλουμε αμέσως. Μην έλθεις για τα ράμματα, πήγαινε σε έναν γιατρό της περιοχής σου καλύτερα, μου είπε. Από εκεί κατάλαβα. Και μαθαίνω για τον κορωνοϊό. Πείνα τώρα ο κλάδος μας. Να το ξέρεις. Αυτό επικρατεί.

Εσείς;

Πέρασα δύσκολα ψυχολογικά γιατί δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Εμεινα πολύ στο σπίτι. Είχα μάθει αλλιώς, δεν νιώθω ελεύθερος. Αποκλείεται ο Ελληνας να σταματήσει να τραγουδάει. Πώς θα ζήσει;

Πολλοί συνάδελφοί σας πάντως τραγούδησαν κανονικά φέτος.

Δώδεκα η ώρα; Εγώ δεν πάω, εγώ δεν κοροϊδεύω. Καμιά φορά είμαι κρυωμένος ή έχω τζετ λαγκ από ταξίδι και λέω σήμερα δεν αξίζει να πληρωθώ.

Η μουσική πού βρίσκεται;

Είναι το ψηφιακό που δεν γνωρίζουμε τους τραγουδιστές. Καταναλωτισμός. Στο αναλογικό είναι αλλιώς. Είναι ρεύμα, είναι tesla και όλα αυτά. Για μένα ο ήχος είναι το παν.

Το λαϊκό πού βρίσκεται σήμερα;

Παντού. Καθετί που εκφράζει τα καθολικά συναισθήματα των ανθρώπων είναι λαϊκό. Ψάχνανε την ελευθερία μέσα από τη μουσική κάποτε, μετά τη χούντα, στο πολιτικό τραγούδι. Ετσι ψάχνει συχνά – όχι πάντα – και το λαϊκό τις έννοιες.

Σκυλάδικο; Τον αποδέχεστε τον όρο;

Οταν πήγαινα στο Παγκράτι, στο γυμνάσιο, έλεγα στους φίλους μου: πάμε, ρε, μέχρι το Χάραμα στον Τσιτσάνη. Ελα, ρε, στον σκύλο θα πάμε; μου λέγανε. Ποιον; Τον μέγα Τσιτσάνη. Μετά ήλθε η σειρά μου να γίνω σκύλος, να με λένε έτσι. Δεν είναι έτσι όμως. Εχω τραγουδήσει στη Ζυρίχη, σε χώρο όπου λίγοι έχουν πάει. Ελτον Τζον, Ινγκλέσιας και εγώ, σε έναν χώρο – θέατρο με καρέκλες, όχι τραπέζια, τρεις ημέρες. Είναι να τρελαίνεσαι. Πάντως έγινε χαμός.