Γράφει ο Κώστας Κωνσταντίνου
Αν υποθέσουμε ότι, ξαφνικά, άνοιγες τα μάτια και βρισκόσουν εκεί, στην οδό Ιπποκράτους, θα έπαιρνες όρκο πως τα συνεργεία κάνουν διάλειμμα ώσπου να ξεθυμάνει η ζέστη του μεσημεριού. Ο δρόμος δείχνει φρεσκοσκαμμένος και το χώμα τόσο ανάλαφρο που το ανήμπορο αεράκι παίρνει όσο μπορεί να σηκώσει και μετά, το απλώνει πάλι καταγής.
Ομως εσύ δεν βρέθηκες ξαφνικά εδώ. Στην ερώτηση «πάμε;», η απάντησή σου ήταν «πάμε!», σηκώσατε την πλαστική κορδέλα που σας χώριζε από το Γιασάκ Μπολγκέ, την απαγορευμένη – λέει – περιοχή και μπήκατε μέσα. Στο βάθος και μετά αριστερά. Ιπποκράτους 14.
Το ξέρεις, βέβαια, πως αυτοί που έσκαψαν το χώμα ίσως και να μη ζουν πια. Σαράντα έξι χειμώνων βροχές το λάσπωσαν, σαράντα έξι καλοκαιριών η ζέστη το έψηνε χωρίς λύπηση, όμως το χώμα αυτό δεν άλλαξε μορφή. Δεν στέριωσε ποτέ στη μοναξιά του λες και περίμενε αφράτο ακόμα ανθρώπους και συνεργεία να στραφούν, όπως λένε στην Κύπρο. Να γυρίσουν. Μέρα τη μέρα, τον μήνα, τα χρόνια. Σαράντα έξι ολόκληρα μετά. Στην Αμμόχωστο.
Πόσα να πέρασαν άραγε από τη μέρα που το χώμα αυτό ένιωσε για τελευταία φορά πόδια να το πατούν, τα τελευταία εκείνα πόδια που όμως δεν τα γνώριζε, αυτά που γύμνωσαν τα σπίτια από τα πάντα και έφυγαν. Και πόρτες, ακόμα και παράθυρα έβγαλαν από πολλά. Αυτά τα πόδια που δεν άφησαν τίποτα μέσα παρά μόνο τα βιβλία που δεν μπορούσαν να διαβάσουν και πια δεν απέμεινε κανείς που να μπορούσε σε εκείνα τα μέρη για να τα πουλήσουν. Τίποτα δεν άφησε το πλιάτσικο. Κάτι σπασμένα έπιπλα που δεν ήθελαν, τις άδειες μπουκάλες των αναψυκτικών στα ξύλινα κασόνια και τα βιβλία.
Διάβαζαν στην Αμμόχωστο, ήταν γνωστό. Σε κάθε σπίτι σχεδόν θα βρεις βιβλία στο πάτωμα πια, εκεί τα πετούσαν για να ελαφρύνουν τα έπιπλα που κουβάλησαν στο χώμα της Ιπποκράτους και αλλού, σε δρόμους στρωμένους.
«Θα έφτιαχναν αποχετευτικό το ’74», μου λέει η Μαρία. Για αυτό τα έσκαψαν. Δεκατέσσερις Αυγούστου είχαν πέσει οι πρώτες βόμβες. Εκείνη ήταν διακοπές στην Ελλάδα. Εκεί πήγε τελικά σχολείο. Στο Βαρώσι δεν γύρισε ποτέ. Γύρισε τώρα. Σήμερα για πρώτη φορά μετά που «άνοιξε», είπαν, ένα μέρος της περίκλειστης πόλης.
Για να σταματήσει τσακισμένη μπροστά στο Γιασάκ Μπολγκέ. Εναν δρόμο πριν από την Ιπποκράτους, μπροστά σε μια κορδέλα την τσάκιζε στα δύο. «Εκεί πίσω είναι το σπίτι! Και τι θα κάνουν αν μας πιάσουν;». «Θα πούμε ότι πήγαμε να δούμε το σπίτι σου», της απάντησα και ήδη σκεφτόμουν πώς να κάνω πειστική τη δικαιολογία στα τούρκικα. «Πάμε;» ρώτησε. «Πάμε!».
«Να το το σπίτι μου!». Πότε πατήσαμε στα αγκάθια, πότε μπήκαμε μέσα, πότε της είπα να προσέξει το παρκέ που είχε λιώσει και ακουγόταν κούφιο από κάτω, όλα έγιναν σε μια στιγμή. Στην μπαλκονόπορτα που σπρώξαμε και μπήκαμε, ένα κομμάτι από το κάλυμμα του κουρτινόξυλου της μάνας της, μόδα στα σπιτικά της εποχής, έχασκε ακόμα. Το μοναδικό πράγμα που υπήρχε, μαζί με κάτι ξεκοιλιασμένες εγκυκλοπαίδειες στο καθιστικό δίπλα στο τζάκι.
Τα πάνω δωμάτια; «Δεν αντέχω», μου είπε. Θα πάω εγώ, είπα. Ανέβηκε τη μισή σκάλα. «Εχει τίποτα; Κοίταξε! Κάτι!». Μπήκα στο δωμάτιό της. Τα αυτοκόλλητα στην πόρτα δεν είχαν καν ξεθωριάσει μα το δωμάτιο άδειο. Σε μια γωνιά μόνο ένα βιβλίο «Εγκυκλοπαίδεια του Παιδιού». Το ξεσκόνισα με το χέρι. Και καθώς έβγαινα από το δωμάτιο και κατέβηκα τη σκάλα, κρατώντας το, την είδα να φωτίζεται.
Ο γιατρός
Πέντε λεπτά είναι ο δρόμος. Μα μέχρι να γυρίσουμε η Μαρία μού εξήγησε τα πάντα: για τη γειτονιά της, για τον γιατρό απέναντι που δανειζόταν λεφτά από τους γείτονες κάποτε μέχρι που να πάει «κάνας πλούσιος» γιατί δεν χρέωνε τους φτωχούς για τον καλύτερο φίλο του πατέρα της που έφυγε στη Νότια Αφρική μετά τον πόλεμο και πριν πεθάνει είπε στον γιο του ότι κάθε χρόνο θα πηγαίνει στην Κύπρο για να βλέπει τον φίλο του, που στα 101 του πια δεν μπορεί να έρθει στο Βαρώσι. Δεν βλέπει. Και εκείνος κάθε χρόνο, πάνε κάτι χρόνια που πέθανε ο δικός του πατέρας, έρχεται να τον δει. Τάμα. Μου είπε για γείτονες που ακόμα κρατάνε επαφή και φροντίζουν ο ένας τον άλλον.
Ξέρω πως η Μαρία ήλπιζε να βρει και κάτι άλλο στο σπίτι. Μια φωτογραφία, κάτι τέλος πάντων. Ομως την ώρα που άνοιξα την τσάντα και έβγαλα ξανά το βιβλίο που κρύψαμε φεύγοντας, παρατήρησα με πόση φροντίδα πήρε το λερωμένο και κιτρινιασμένο βιβλίο, σιγά σιγά.
Μια φωτογραφία που βγαίνει συχνά στις αναζητήσεις για την Αμμόχωστο, βγαλμένη πριν από το «άνοιγμα» μερικών δρόμων της στην προεκλογική φιέστα του «πρωθυπουργού» Τατάρ τις προάλλες, δείχνει ένα χαρτί κρεμασμένο από πρόσφυγα στο συρματόπλεγμά της με την επιγραφή: «Ανοίξτε! Αφησα την ψυχή μου μέσα!».
Για τους Αμμοχωστιανούς που έφυγαν όλοι βιαστικά με τους βομβαρδισμούς το πρωινό της 14ης Αυγούστου και δεν μπορούσαν να δουν καν τα σπίτια τους όπως οι άλλοι πρόσφυγες το 2004, ένα βιβλίο, μια φωτογραφία, ένα κλωνάρι έστω από ένα δέντρο στην αυλή τους, μια πέτρα, λίγο χώμα, είναι αυτή τους η ψυχή.
Τίποτα δεν γιατρεύεται πια. Αλλά καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και οι ενήλικοι τότε πρόσφυγες πεθαίνουν, ακόμα και το πιο μικρό πράγμα από τη ζωή που άφησαν μαζί με την ψυχή τους στην Αμμόχωστο είναι κάτι.
Σαν το αεράκι που δεν ξεχνά το χώμα της Ιπποκράτους, αλλά ανήμπορο να το σηκώσει και να το πάρει μαζί του, το γεύεται, και μετά το απλώνει εκεί, καλύπτει ότι μπορεί από τις χαρακιές στο έδαφος και χάνεται, για να στραφεί. Ξανά και ξανά, σαράντα έξι χρόνια τώρα κι άλλα τόσα αν χρειαστεί.