Σκεπτόμενος με πολλή σοβαρότητα πώς στο καλό να ξεκινήσω την πρώτη στήλη, την αναβίωση της «Πανδώρας» στα «ΝΕΑ», κατέληξα εκεί όπου πολύ συχνά οδηγεί η περισσή σοβαρότητα, δηλαδή σε τίποτε το συγκεκριμένο. Ακολουθώ, λοιπόν, τη συμβουλή του Τζέιμς Ρέστον, ενός σπουδαίου αμερικανού δημοσιογράφου του περασμένου αιώνα. Αυτός έγραφε τις ανταποκρίσεις του για τις πάντα περίπλοκες και δυσνόητες εξελίξεις στο Καπιτώλιο, την έδρα του Κογκρέσου, φανταζόμενος κάθε φορά, όπως το είχε εξηγήσει ο ίδιος, ότι γράφει μια προσωπική επιστολή σε έναν φίλο του, τελείως ανίδεο περί τα τεκταινόμενα. Το ίδιο θα προσπαθήσω και εγώ με την «Πανδώρα»: θα γράφω επιστολές στους αναγνώστες και στην πορεία βλέπουμε ή, μάλλον, βλέπετε, διότι στο τέλος της υπόθεσης η γνώμη που μετράει περισσότερο είναι του αναγνώστη. Αυτός είναι ο παραλήπτης της επιστολής.
Επιχειρώντας λοιπόν την επισκόπηση του πολιτικού τοπίου, με τη σχετική αθωότητα που δίνει στο βλέμμα η αγρανάπαυση σχεδόν δύο μηνών, δεν μπορώ να μη μένω κατάπληκτος με τα όσα συμβαίνουν στην αξιωματική αντιπολίτευση. (Ευχάριστα κατάπληκτος, δεν έχω πρόβλημα να το παραδεχθώ…) Νόμιζα, ειλικρινά, ότι τα είχα δει όλα από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτά τα παιδιά συνεχίζουν να με εκπλήσσουν. Προφανώς, γι’ αυτούς ο χρόνος πρέπει να έχει σταματήσει μετά την απώλεια της εξουσίας, ώστε να έχουν τώρα την πολυτέλεια να επιδίδονται σε έναν εμφύλιο, από τον οποίο είναι αμφίβολο αν ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να επανέλθει στην «κανονικότητα» – εφόσον η προτέρα κατάστασή του θεωρείται τέτοια. Οι «53» από τη μια, από την άλλη οι προεδρικοί (με την αγανακτισμένη Ζανέτ σε ρόλο Πασιονάριας) και, κάπου στο μέσον, οι πασοκεγενείς, σκοτώνονται όλοι τους σαν να μην υπάρχει υπάρχει αύριο. Ο δε Αλέξης Τσίπρας, μολονότι παριστάνει τον ολύμπιο και τον υπεράνω, το μόνο που καταφέρνει είναι να προβάλλει την αδυναμία του, αφού να ελέγξει την κατάσταση δεν μπορεί.
Το δεύτερο εξωφρενικό στην κατάσταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι η ευκολία με την οποία επαναλαμβάνει τον χειρότερο εαυτό της, όπως δείχνει με τη στάση της στο ζήτημα της Χρυσής Αυγής. Ενώ πρώην υπουργός Δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ καταγγέλλει την ευνοϊκή μεταχείριση της ΧΑ από τις κυβερνήσεις του κόμματός του και διαγράφεται (συγκεκριμένα, «απεμπολεί το δικαίωμά του να είναι μέλος του ΣΥΡΙΖΑ», κατά τη γλαφυρή διατύπωση του Πειθαρχικού…), ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσω της επίσημης εφημερίδας του έστω, καταγγέλλει τη σημερινή κυβέρνηση ότι προστατεύει τη ΧΑ.
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η δίκη τελείωσε (επιτέλους) επί κυβερνήσεως ΝΔ, όπως είχε ξεκινήσει επί ΝΔ. Επιπλέον, όπως θύμισε ο Πρόεδρος της Βουλής, τις βάσεις για την καταδίκη της οργάνωσης έθεσε και πάλι η ΝΔ το 2001, όταν οι βουλευτές της υπερψήφισαν τη διάταξη για την ποινικοποίηση των εγκληματικών οργανώσεων, την οποία πολλοί βουλευτές του τότε κυβερνώντος ΠΑΣΟΚ απέφυγαν να ψηφίσουν, εξαιτίας της ανομολόγητης πεποίθησής τους ότι αφορούσε μόνο οργανώσεις της Ακρας Αριστεράς.
Ωστόσο, η πραγματικότητα ουδέποτε επτόησε τον ΣΥΡΙΖΑ. Τη στρεβλώνει, την παραχαράζει, της αλλάζει τα φώτα – όσο πιο απίθανη και ανυπόστατη η εκδοχή του για την πραγματικότητα, τόσο το καλύτερο! Δεν καταλαβαίνουν όμως πόσο παρωχημένα και κουραστικά είναι αυτά; Ρητορικό το ερώτημα, διότι η στάση τους δεν αφορά αυτό που καταλαβαίνουν, αλλά αυτό το ένα που μπορούν να κάνουν. Το έθεσε πολύ ωραία ο Αρχίλοχος πριν από αιώνες: η αλεπού ξέρει πολλά κόλπα, αλλά ο σκαντζόχοιρος μόνο ένα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σκαντζόχοιρος και το ένα κόλπο που γνωρίζει είναι να προωθεί τα συμφέροντά του μέσα από τον διχασμό της κοινωνίας και τη διάλυση του συστήματος. Είναι μια ειρωνεία ασφαλώς ότι, τώρα, εκτός εξουσίας και με τον κόσμο αδιάφορο για το δράμα τους, μη έχοντας που αλλού να στρέψει το αντισυστημικό μένος του, το στρέφει κατά του εαυτού του και αυτοκαταστρέφεται. Υπό μία έννοια, ήταν δίκαιο και έγινε πράξη…