Ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αϊόβα ανακάλυψαν έναν νέο, ασφαλή, όπως υποστηρίζουν, τρόπο για μη παρεμβατικό έλεγχο του σακχάρου του αίματος.
Οι επιστήμονες εξέθεσαν διαβητικά ποντίκια σε έναν συνδυασμό στατικού ηλεκτρικού πεδίου και μαγνητικού πεδίου επί λίγες ώρες την ημέρα και είδαν ότι η συνδυαστική αυτή μέθοδος επανέφερε σε φυσιολογικά επίπεδα δύο βασικούς δείκτες του διαβήτη τύπου 2, όπως ανέφεραν σε δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Cell Metabolism».
Ενα νέο (ηλεκτρομαγνητικό) πεδίο για θεραπεία του διαβήτη
«Δημιουργήσαμε ένα ‘τηλεχειριστήριο’ για έλεγχο του διαβήτη» ανέφερε ο Κάλβιν Κάρτερ, ένας εκ των κύριων συγγραφέων της νέας μελέτης, μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Εργαστήριο του καθηγητή Παιδιατρικής, Οφθαλμολογίας και Οπτικών Επιστημών στο Κολέγιο Ιατρικής Carver του Πανεπιστημίου της Αϊόβα Βαλ Σέφιλντ (επίσης εκ των κύριων συγγραφέων της μελέτης). Ο δρ Κάρτερ προσέθεσε ότι «η έκθεση σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία για σχετικώς μικρά χρονικά διαστήματα μειώνει το σάκχαρο του αίματος και εξισορροπεί την απόκριση του οργανισμού στην ινσουλίνη. Η επίδραση φάνηκε μάλιστα να έχει διάρκεια ανοίγοντας τον δρόμο για μια θεραπεία βασισμένη στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία που θα μπορεί να εφαρμόζεται κατά τον νυχτερινό ύπνο και θα οδηγεί σε διαχείριση του διαβήτη όλη την ημέρα».
Η αναπάντεχη αυτή ανακάλυψη πιστεύεται ότι μπορεί να αλλάξει τη φροντίδα ασθενών με διαβήτη, κυρίως σε ό,τι αφορά ασθενείς που δεν συμμορφώνονται εύκολα προς τις συμβατικές θεραπείες. Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία αλλάζουν την ισορροπία των οξειδωτικών και αντιοξειδωτικών στοιχείων στο ήπαρ, βελτιώνοντας την απόκριση του σώματος στην ινσουλίνη. Στη διαδικασία αυτή καθοριστικό ρόλο παίζουν μικρά μόρια τα οποία φαίνεται να λειτουργούν ως «μαγνητικές κεραίες».
Ευτυχής σύμπτωση
Το πρώτο εύρημα το οποίο οδήγησε στην υποσχόμενη αυτή μελέτη ήταν μια (ευτυχής) σύμπτωση. Η Σάνι Χουάνγκ, διδακτορική φοιτήτρια στο πεδίο του μεταβολισμού και του διαβήτη ήθελε να κάνει εξάσκηση σε ποντίκια λαμβάνοντας δείγματα αίματος και μετρώντας τα επίπεδα σακχάρου των πειραματοζώων. Ο δρ Κάρτερ προσφέρθηκε να της δανείσει μερικά από τα ποντίκια που χρησιμοποιούσε για να μελετήσει την επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά των ζώων.
«Είδαμε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε καθώς τα συγκεκριμένα ζώα, παρότι έφεραν μια γενετική μετάλλαξη που τα καθιστούσε διαβητικά, εμφάνιζαν φυσιολογικά επίπεδα σακχάρου του αίματος μετά την έκθεσή τους στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία» περιέγραψε η Χουάνγκ. Ετσι ξεκίνησε η μελέτη. «Από την αρχή καταλάβαμε ότι αν η τυχαία αυτή παρατήρηση ισχύει θα μπορεί να έχει τεράστια επίδραση στην αντιμετώπιση του διαβήτη» σημείωσε ο δρ Κάρτερ.
Και η παρατήρηση φάνηκε να ισχύει. Οι δύο ερευνητές συνεργάστηκαν με τον καθηγητή Σέφιλντ και τον ειδικό στον διαβήτη, επικεφαλής του Τμήματος Παθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αϊόβα Ντέιλ Αμπελ και ανακάλυψαν ότι η συνδυαστική ασύρματη εφαρμογή στατικών μαγνητικών και ηλεκτρικών πεδίων τροποποιούσε τα επίπεδα σακχάρου του αίματος σε τρία διαφορετικά μοντέλα ποντικιών με διαβήτη τύπου 2. Η ερευνητική ομάδα έδειξε επίσης ότι η έκθεση σε αυτά τα πεδία κατά τη διάρκεια του ύπνου οδήγησε σε αναστροφή της αντίστασης στην ινσουλίνη μέσα σε μόλις τρεις ημέρες θεραπείας.
Τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία και η οξειδοαναγωγή
Ηλεκτρομαγνητικά πεδία εντοπίζονται παντού: στις τηλεπικοινωνίες, την πλοήγηση, τα κινητά τηλέφωνα. Χρησιμοποιούνται επίσης ευρέως στην ιατρική, για παράδειγμα στα ηλεκτροκαρδιογραφήματα και στις μαγνητικές τομογραφίες. Ωστόσο, λίγα είναι γνωστά σχετικά με το πώς τα πεδία αυτά επιδρούν στη βιολογία. Ετσι οι Κάρτερ και Χουάνγκ αναζητώντας στοιχεία ώστε να κατανοήσουν τους μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από τη βιολογική επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων προχώρησαν σε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας από το 1970 μέχρι σήμερα σχετικά με τη μετανάστευση των πτηνών. Είδαν ότι πολλά πτηνά χρησιμοποιούν το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο της Γης για να προσανατολιστούν και για να πλοηγηθούν.
«Στη βιβλιογραφία γινόταν αναφορά σε ένα κβαντικό βιολογικό φαινόμενο στο οποίο τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία αλληλεπιδρούν με συγκεκριμένα μόρια. Υπάρχουν μόρια στο σώμα μας τα οποία εκτιμάται ότι λειτουργούν σαν μικροσκοπικές μαγνητικές κεραίες προκαλώντας βιολογική απόκριση στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία» εξήγησε ο δρ Κάρτερ και συμπλήρωσε ότι «ορισμένα από αυτά τα μόρια είναι οξειδωτικά τα οποία μελετώνται από την οξειδοαναγωγική βιολογία, ένα ερευνητικό πεδίο που ασχολείται με τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων και των δραστικών μορίων που ‘κυβερνούν’ τον κυτταρικό μεταβολισμό».
Οι ερευνητές επικεντρώθηκαν συγκεκριμένα σε ένα οξειδωτικό μόριο που ονομάζεται υπεροξείδιο και το οποίο έχει συνδεθεί με τον διαβήτη τύπου 2. Σύμφωνα με τα πειράματά τους, τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία τροποποιούν τη σήμανση των μορίων υπεροξειδίου στο ήπαρ, γεγονός που οδηγεί στην παρατεταμένη ενεργοποίηση μιας αντιοξειδωτικής απόκρισης που εξισορροπεί τελικώς και την απόκριση του οργανισμού στην ινσουλίνη. «Οταν απομακρύνουμε τα μόρια υπεροξειδίου από το ήπαρ, μπλοκάρουμε πλήρως την επίδραση των ηλεκτρομαγνητικών πεδίων στο σάκχαρο του αίματος και στην απόκριση στην ινσουλίνη. Αυτό μαρτυρεί ότι το υπεροξείδιο παίζει σημαντικό ρόλο στη διαδικασία» διευκρίνισε ο δρ Κάρτερ.
Στόχος οι δοκιμές σε ανθρώπους
Εκτός από τα πειράματα σε ποντίκια οι ερευνητές εξέθεσαν ανθρώπινα ηπατικά κύτταρα σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία επί έξι ώρες και είδαν ότι ένας δείκτης που συνδέεται με την ευαισθησία στην ινσουλίνη βελτιώθηκε σημαντικά. Το εύρημα αυτό μαρτυρεί ότι τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία πιθανώς θα έχουν την ίδια αντιδιαβητική επίδραση και στον άνθρωπο.
Η ερευνητική ομάδα εργάζεται τώρα με μεγαλύτερα μοντέλα ζώων προκειμένου να ανακαλύψει αν τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία έχουν αντίστοιχη επίδραση σε ζώα με μέγεθος και φυσιολογία παρόμοια με των ανθρώπων. Απώτερος στόχος είναι οι κλινικές δοκιμές σε ασθενείς με διαβήτη. Σε ό,τι αφορά το θέμα της ασφάλειας μιας τέτοιας προσέγγισης για χρήση στον άνθρωπο, σημειώνεται ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θεωρεί τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία χαμηλής έντασης είναι ασφαλή για την ανθρώπινη υγεία. Επίσης από τη μελέτη των ερευνητών του Πανεπιστημίου της Αϊόβα δεν προέκυψαν παρενέργειες της διαδικασίας στα ζώα. «Το όνειρό μας είναι να δημιουργήσουμε μια νέα κατηγορία μη παρεμβατικών θεραπειών οι οποίες θα ελέγχουν τα κύτταρα εξ αποστάσεως πολεμώντας τελικώς τον διαβήτη» κατέληξε ο δρ Κάρτερ.