Χαρέμια, φερετζέδες και πίθηκοι. Ναργιλέδες τυλιγμένοι σαν φίδια στα χέρια ή γύρω από τους ώμους ξαπλωμένων γυναικών και φρουροί με τουρμπάνια στο κεφάλι να περιφέρονται άσκοπα στον χώρο. Αν οι εικόνες αυτές σας μοιάζουν οικείες, δεν είναι διόλου παράξενο. Ενα παγκοσμίου φήμης καλλιτεχνικό κίνημα του 19ου αιώνα ήταν υπεύθυνο για αυτές τις απεικονίσεις του αραβικού κόσμου που αποτυπώθηκαν και καθιερώθηκαν στο μυαλό όλων μας.

Ο λόγος περί οριενταλισμού – ενός καλλιτεχνικού κινήματος, το οποίο έφτασε στο αποκορύφωμά του τον 19ο αιώνα σχεδόν ταυτόχρονα με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την άνοδο των γαλλικών και βρετανικών αποικιακών φιλοδοξιών στον αραβόφωνο κόσμο – που έφερε τις περιοχές που βρίσκονται νοτίως της Μεσογείου και ανατολικά της Ελλάδας στο επίκεντρο της φαντασίας του δυτικού κόσμου όπως ποτέ άλλοτε. Το αποτέλεσμα ήταν η ζωή σε αυτές να αποτυπωθεί αριστοτεχνικά από ζωγράφους όπως οι Ευγένιος Ντελακρουά, Ζαν Λεόν Ζερόμ και Τζον Φρέντερικ Λιούις.

Τα έργα των συγκεκριμένων καλλιτεχνών συνεχίζουν να κατέχουν περίοπτη θέση σε μουσεία ολόκληρου του κόσμου, αλλά μια νέα έκθεση στο Βρετανικό Μουσείο επιχειρεί να δείξει ότι οι συγκεκριμένες απεικονίσεις απέχουν πολύ από το να είναι αντικειμενικές και να αποτελούν ακριβείς αποδόσεις του αραβικού κόσμου. Η οπτική τους επιμονή ότι «η Ανατολή» ήταν μια μυθική γη λωτοφάγων, θα επικύρωνε τις εκμεταλλευτικές και φετιχιστικές αντιλήψεις για το πώς ήταν η ζωή εκεί, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ για αιώνες.

«Είναι σημαντικό να λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τον οπτικό πολιτισμό, ανεξαρτήτως από το πώς αισθανόμαστε για ένα συγκεκριμένο έργο τέχνης» λέει η Ελίζαμπεθ Φρέιζερ, καθηγήτρια Ιστορίας Τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα. «Πολλά από τα έργα που εντάσσονται στον οριενταλισμό παρουσιάζουν στερεότυπες εικόνες που πρέπει να εξεταστούν κριτικά».

Ισλαμική τέχνη

Η έκθεση του Βρετανικού Μουσείου εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο το Ισλάμ – και κατ’ επέκταση η ισλαμική τέχνη – εκπροσωπήθηκε στη Δύση και είναι σαφές από τους πίνακες του οριενταλισμού του 19ου αι. ότι πλακίδια, βάζα, χαλιά και έπιπλα εμπνευσμένα από ισλαμικά γεωμετρικά σχέδια αποτελούσαν αντικείμενα θαυμασμού. Η ισλαμική τέχνη, ωστόσο, είχε φτάσει στην Ευρώπη πολύ πριν από τη γαλλική και τη βρετανική αποικιοκρατία, γι’ αυτό και η έκθεση ξεκινά από το 1500, όταν το εμπόριο με τις αυτοκρατορίες των Οθωμανών και των Σαφαβιδών βρισκόταν στο απώγειό του. Ακόμα και πριν από αυτό, όμως, οι γειτονικές μουσουλμανικές χώρες της Ευρώπης προκαλούσαν το ενδιαφέρον και με την Παλαιστίνη ως γενέτειρα του Χριστιανισμού, η Μέση Ανατολή αποτελούσε ένα κεντρικό σημείο πολιτιστικής αναφοράς, ενώ και οι μουσουλμάνοι από την πλευρά τους είχαν κατακτήσει περιοχές της Ισπανίας από το 711 μ.Χ. και επίσης τη Σικελία και τη Μάλτα από τον 9ο έως τον 11ο αι.

Ενώ τα πλακίδια της Ανδαλουσίας, τα τουρκικά κεραμικά και τα περσικά χαλιά ήταν πολυπόθητα είδη πολυτελείας – με αποτέλεσμα την πιστή αντιγραφή τους σε πολλές περιοχές της Ευρώπης – η έκθεση προσπαθεί να δείξει πώς στην οριενταλιστική τέχνη, πολλά από αυτά τα αντικείμενα είχαν ουσιαστικά σκηνικό ρόλο με στόχο να υποδηλώσουν τον εξωτισμό των μορφών ή των κτιρίων που βρίσκονταν στο οπτικό πεδίο του θεατή.

Οριενταλισμός

Ο όρος οριενταλισμός καθιερώθηκε όταν ο παλαιστίνιος – αμερικανός ακαδημαϊκός Εντουαρντ Σεντ δημοσίευσε το ομώνυμο έργο του το 1978, υποστηρίζοντας ότι ο δυτικός λόγος και η συμπεριφορά είχαν συστηματικά «αλλοιώσει» τον ανατολικό κόσμο. «Οι Αραβες, για παράδειγμα, θεωρείται ότι ιππεύουν καμήλες, είναι τρομοκράτες, φορούν χαλκά στη μύτη, είναι επιρρεπείς στη δωροδοκία και λάγνοι και ότι ο πλούτος τους, που δεν τον αξίζουν, αποτελεί προσβολή για τον πραγματικό πολιτισμό. Πάντα υποφώσκει η υπόθεση ότι παρόλο που ο δυτικός καταναλωτής ανήκει σε μια αριθμητική μειονότητα, δικαιούται είτε να κατέχει είτε να δαπανήσει (ή και τα δύο) την πλειονότητα των παγκόσμιων πόρων. Γιατί; Επειδή αυτός, σε αντίθεση με τον ανατολίτη, είναι αληθινός άνθρωπος», υποστηρίζει.

Η οριενταλιστική τέχνη, για τον Σεντ, ήταν μέρος αυτής της πολιτιστικής παράδοσης που βασιζόταν στα στερεότυπα του αραβικού κόσμου και η οποία φτάνει ως τις μέρες μας. Και κάνει μια έκθεση σαν αυτή του Βρετανικού Μουσείου, ακόμη πιο συναρπαστική καθώς προσεγγίζει τη συγκεκριμένη τέχνη με μια μετα-αποικιακή, κριτική οπτική, καθώς μεταξύ άλλων εξηγεί πώς προστέθηκαν αντικείμενα της ισλαμικής τέχνης σε αυτούς τους πίνακες. Δεν ήταν σπάνιο στην οριενταλιστική τέχνη αντικείμενα από διαφορετικές χώρες και χρονικές περιόδους σε ολόκληρο τον αραβικό ή ισλαμικό κόσμο να χρησιμοποιούνται δίπλα – δίπλα.

Μερικοί καλλιτέχνες όπως ο αυστριακός ζωγράφος του 19ου αι. Ρούντολφ Ερνστ αντλούσαν έμπνευση από τα ταξίδα τους στη νότιο Ισπανία, την Τουρκία και τη Βόρειο Αφρική, όπου τραβούσαν φωτογραφίες, σχεδίαζαν και χρησιμοποιούσαν το υλικό αυτό στο εργαστήριό τους όταν ζωγράφιζαν, προσθέτοντας ωστόσο μερικά χαρακτηριστικά για την αντίληψη της εποχής αντικείμενα που συνδέονταν με την Ανατολή. Ορισμένοι άλλοι δεν ήταν λάτρεις των ταξιδιών. Ο ιταλός καλλιτέχνης Τσεζάρε Ντελ Ακουα βασιζόταν εξ ολοκλήρου στη φαντασία του και σε εικόνες από εθνογραφικά βιβλία για να δημιουργήσει τις απεικονίσεις του για την Ανατολή. Κάποιοι άλλοι ήθελαν να μπαίνουν στο «πετσί» του ρόλου όπως ο Βρετανός Τζον Φρέντερικ Λιούις που εμφανίζεται σε μια αυτοπροσωπογραφία του να ποζάρει με ρούχα που ο ίδιος αποκαλούσε «Μέσης Ανατολής», μεταξύ των οποίων και ένα πολύχρωμο τουρμπάνι που εκτίθεται δίπλα στο πορτρέτο. Το κάλυμμα αυτό κεφαλής όμως ήταν ινδικό και σύγχρονο της εποχής του ζωγράφου, γεγονός που δεν εμπόδισε τη σύζυγό του να το κληροδοτήσει στο μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου, ισχυριζόμενη ότι ήταν 1.000 ετών και από την Κωνσταντινούπολη.

Ωστόσο, είναι οι εικόνες του χαρεμιού για τις οποίες η ανατολίτικη τέχνη είναι τελικά πιο γνωστή. Και παρόλο που η έκθεση αφιερώνει μόνο μια μικρή ενότητα στο συγκεκριμένο θέμα έχει διαθέσει μια ολόκληρη αίθουσα σε έργα τέχνης που έχουν δημιουργήσει σύγχρονες  γυναίκες καλλιτέχνες από τον αραβικό κόσμο ως απάντηση στην αρνητική αυτή κληρονομιά. Ολο το χαρέμι ήταν – θεωρητικά –  ένας ιδιωτικός οικιακός χώρος που θα περιλάμβανε μόνο γυναίκες και τα αρσενικά μέλη της οικογένειάς τους. Αυτό δεν σήμαινε πρόσβαση σε άγνωστους και σίγουρα περίεργους ξένους ταξιδιώτες που ζούσαν στην Ανατολή. Οι καλλιτέχνες, λοιπόν, φαίνεται όχι απλώς ότι βασίζονταν στη φαντασία τους για να αποδώσουν τα χαρέμια, αλλά επέλεγαν να απεικονίσουν τις γυμνές γυναίκες τόσο διαθέσιμες για δημόσια κατανάλωση όσο διαθέσιμες θεωρούσαν τις χώρες τους στις ορέξεις των αποικιακών δυνάμεων. Σε κάποιες περιπτώσεις για να μπορέσουν να αποδώσουν τις σκηνές που ήθελαν έβρισκαν εναλλακτικές λύσεις. Ο Ευγένιος Ντελακρουά επί παραδείγματι για τις περίφημες «Γυναίκες του Αλγερίου» δεν βασίστηκε σε ένα τυπικό μουσουλμανικό χαρέμι στο οποίο επ’ ουδενί δεν είχε πρόσβαση, αλλά σε ένα με εβραίες γυναίκες που ανήκε σε έναν έμπορο ο οποίος και του επέτρεψε να κάνει μερικά σχέδια.

Επίδραση

Ο τίτλος της έκθεσης «Με έμπνευση από την Ανατολή», αφήνει εκτός τον οριενταλισμό – ίσως είναι πολύ προβληματικός όρος – αλλά επίσης δεν αναφέρεται και στο πόσο εμπνεύστηκε η Δύση από την τέχνη της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Οι περσικοί χάρτες του Λονδίνου και της Ρώμης στην έκθεση δείχνουν πως οι ταξιδιώτες από την Ανατολή ήταν εξίσου γοητευμένοι με τις πολιτιστικές ιδιορρυθμίες της Ευρώπης και οι εικόνες που τράβηξε ο οθωμανός φωτογράφος Πασκάλ Σεμπάχ δείχνουν πως οι ντόπιοι καλλιτέχνες αφομοίωσαν τους δυτικούς τρόπους για να απεικονίσουν τις πόλεις τους.

Κι ίσως θα πρέπει να ξανατεθεί το ζήτημα που έχει θέσει ο Σεντ και στο παρελθόν, δηλαδή ότι όσο η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική λειτουργούσαν σαν αποικιακές παιδικές χαρές για δυτικές δυνάμεις, η λογοτεχνία, η τέχνη και η αρχιτεκτονική σε ολόκληρη την Ευρώπη αποτελούν απόδειξη μιας μακράς, πλούσιας επίδρασης της ισλαμικής τέχνης που προηγήθηκε της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα. Και τελικά είναι πραγματικά η δυτική τέχνη εμπνευσμένη από την Ανατολή ή της οφείλει πολλά;