Αν υπάρχει ένα σημείο στο οποίο όλοι οι σχολιαστές των ελληνοτουρκικών, είτε ειδικοί είτε άσχετοι, συμφωνούν μεταξύ τους, είναι ότι η Τουρκία αποσκοπεί στην πρόκληση θερμού επεισοδίου με την Ελλάδα. Σωστά; Η σκοπιμότητα αυτή είναι πασιφανής: αφότου ο Ερντογάν έκλεισε την πόρτα στις διερευνητικές, η Τουρκία καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε ο κίνδυνος να γίνει αντιληπτός στους ενδιαφερόμενους και να μη μένει ούτε η παραμικρή σκιά αμφιβολίας. Και, ομολογουμένως, σε αυτό τα έχει καταφέρει: προχθές μόλις άκουγα εκλεκτό διεθνολόγο να διατυπώνει την εκτίμηση ότι αν ο Ερντογάν είχε διασφαλίσει ότι δεν πρόκειται να κατηγορηθεί εκείνος για το πρώτο βήμα, θα είχε ήδη προκαλέσει το θερμό επεισόδιο.
Δεδομένου αυτού, η απορία μου είναι πώς γίνεται, παρ’ όλα αυτά, να είναι τόσο πολλές οι φωνές των δικών μας που υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει επ’ ουδενί να επιτραπεί στο ερευνητικό «Ορούτς Ρέις» να περάσει το όριο των 12 ν.μ. Η απορία μου είναι λογική, διότι, εφόσον οι Τούρκοι είναι αποφασισμένοι να παραβιάσουν το όριο αυτό, πρακτικός τρόπος να τους εμποδίσει η Ελλάδα δεν υπάρχει άλλος εκτός από τη βία των στρατιωτικών μέσων. Αυτό είναι, λοιπόν, που προτείνουν όσοι υιοθετούν την κόκκινη γραμμή των 12 ν.μ.; Η απορία μου γίνεται κατάπληξη, διότι, αν αυτό προτείνουν, πώς δεν βλέπουν ότι ταυτίζεται με την επιδίωξη της Τουρκίας; Συνεπώς, γιατί εμείς αυτοπροαιρέτως να τους κάνουμε τη χάρη;
(Πάντως, από την παραπάνω κατηγορία εξαιρώ τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος ζητεί την επέκταση στα 12 ν.μ. των ελληνικών χωρικών υδάτων στην επίμαχη περιοχή. Αυτοί ζητούν η Ελλάδα να πάει σε πόλεμο, με την ελπίδα ότι έτσι θα ξαναγίνουν κυβέρνηση…)
Ο λόγος για τον οποίο ο Ερντογάν επιδιώκει τον καβγά είναι επειδή, ύστερα από ένα θερμό επεισόδιο, η συζήτηση με την Ελλάδα θα είναι υποχρεωτική και μάλιστα με όρους καθόλου ευνοϊκούς για τη δική μας πλευρά. Η διεθνής πίεση που θα οδηγήσει τους αντιμαχόμενους στις διαπραγματεύσεις θα είναι τεράστια και στο τραπέζι θα τεθούν όλα τα ζητήματα, όχι μόνο εκείνα που εμείς αναγνωρίζουμε ως ελληνοτουρκικές διαφορές. Αυτό όμως είναι η επιδίωξη του Ερντογάν. Είναι ποτέ δυνατόν να είναι και δική μας;
Αν καταλήξουμε σε διαπραγμάτευση με την Τουρκία, υπό τους όρους της στρατιωτικής σύγκρουσης και του αίματος, θα έχουμε, βεβαίως, αποδείξει σε όλον τον κόσμο πόσο ατρόμητοι, ηρωικοί, γενναίοι και αντάξιοι των προγόνων μας είμαστε. Ολοι θα κοιτάζουν τη μικρή Ελλάδα με θαυμασμό – αν, τέλος πάντων, είναι αυτό που θέλουμε. Με μία λεπτομέρεια, όμως, που κάνει πολύ μεγάλη διαφορά: θα έχουμε χάσει! (Εκτός, βέβαια, αν στην αναμέτρηση με την Τουρκία θα έχουμε με το μέρος μας το υπερόπλο των θείων δυνάμεων, καθόσον επί υπουργίας Π. Καμμένου η Παναγία προήχθη, ως γνωστόν, σε υποστράτηγο του Πεζικού…)
Ποιος ο λόγος, επομένως, να επιδιώκουμε ό,τι ακριβώς και ο Ερντογάν; (Πέραν του ψυχολογικού, στο οποίο δεν θα υπεισέλθω, ως αναρμόδιος…) Γιατί θα πρέπει, σώνει και καλά, να φτάσουμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δαρμένοι και όχι με το πλεονέκτημα της δικής μας βούλησης; Και μάλιστα, για κάτι το οποίο υφίσταται μόνον ως δυνατότητα και επιθυμία, αφού τα χωρικά ύδατα της χώρας μας είναι στα 6 ν.μ. και όχι στα 12. Αν η Τουρκία περάσει το όριο αυτό, δεν παραβιάζει την κυριαρχία μας, αλλά τα δυνητικά κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας. Για πολλούς, όμως, το πραγματικό συγχέεται με το φαντασιακό και για χάρη του δεύτερου είναι έτοιμοι να θυσιάσουν το πρώτο.
Το συμφέρον της χώρας βρίσκεται στη διαλλακτική στάση, δηλαδή στην επιδίωξη διαπραγματεύσεων με την Τουρκία χωρίς την προσφυγή στη βία. Το ατυχές είναι ότι, με τις συνθήκες ακραίας όξυνσης που προκαλεί η Τουρκία, ο δρόμος της διπλωματίας και της ειρηνικής επίλυσης γίνεται ακόμη πιο δύσβατος. Τι να κάνουμε, όμως, που αυτός είναι ο μόνος…