Ολα ξεκίνησαν πριν από μερικούς μήνες, όταν καθαρίστριες του Δήμου Κατερίνης ανακάλυψαν, πεταμένες, στο αμαξοστάσιο της πόλης μερικές μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Ανοίγοντάς τες έμειναν άφωνες: Οι σακούλες περιείχαν 2.800 δίσκους βινυλίου ξεχασμένους εκεί επί χρόνια, από τότε που το δημοτικό ραδιόφωνο της πόλης, ακολουθώντας τις τάσεις των καιρών, είχε στραφεί στα cd.

Τα βινύλια συγκεντρώθηκαν, καθαρίστηκαν και τοποθετήθηκαν σε ειδικό χώρο μαζί με πικάπ φτιάχνοντας έτσι την πρώτη δημόσια βινυλιοθήκη στην Ελλάδα. Σύντομα άρχισαν να καταφτάνουν δωρεές από συλλέκτες με αποτέλεσμα να έχουν πλέον συγκεντρωθεί περισσότεροι από 5.000 δίσκοι, ηλικίας έως και 70 ετών, όλοι διαθέσιμοι στο κοινό, ενώ είναι ορατή η προοπτική να αυξηθούν ακόμη περισσότερο.

Νοσταλγία

Το βινύλιο κουβαλά τη νοσταλγία του παρελθόντος αλλά, όπως φαίνεται, έχει θέση και στο μέλλον: Το πρώτο εξάμηνο του 2020 οι πωλήσεις δίσκων βινυλίου στις ΗΠΑ ξεπέρασαν για πρώτη φορά τις πωλήσεις cd ενώ ανοδική τάση παρατηρείται και στην Ευρώπη. Η Αθήνα θεωρείται μια από τις πόλεις με τα περισσότερα δισκάδικα σε αναλογία πληθυσμού στη Γηραιά Ηπειρο.

Είναι άραγε η νοσταλγία για το βινύλιο τμήμα μιας γενικότερης επιστροφής στο «παρελθόν» που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια; «Η λατρεία για το βινύλιο δεν πέθανε ποτέ», λένε όσοι γνωρίζουν. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος πως στο «Χρηματιστήριο του βινυλίου» συλλεκτικοί δίσκοι πωλούνται έως και 1.500 ευρώ το κομμάτι. Τα εξώφυλλά τους – αληθινά έργα τέχνης σε ορισμένες περιπτώσεις – και ο ιδιαίτερος ήχος τους τα κράτησαν ψηλά ενώ άλλες μόδες έρχονταν και παρέρχονταν.

«Είμαστε πολύ χαρούμενοι και περήφανοι για τη δημιουργία ενός τέτοιου χώρου στην Κατερίνη. Αυτοί οι δίσκοι είναι εκτός των άλλων ένα κομμάτι από την ιστορία της πόλης μας», λέει στα «ΝΕΑ» ο Παναγιώτης Τριανταφυλλίδης, υπεύθυνος της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κατερίνης, ο οποίος είχε από την πρώτη στιγμή την ευθύνη για την υλοποίηση της ιδέας. «Το δημοτικό ραδιόφωνο της Κατερίνης είναι το παλαιότερο δημοτικό ραδιόφωνο στην Ελλάδα, ιδρύθηκε τον Μάρτιο του 1987. Διέθετε κάθε δίσκο που χρειαζόταν για να βγει στον “αέρα” ένα πλήρες πρόγραμμα. Ετσι, όταν με εντολή του δημάρχου Κατερίνης Κώστα Κουκοδήμου πήγαμε στο αμαξοστάσιο για να δούμε τους δίσκους, βρήκαμε μια τεράστια ποικιλία: κλασική μουσική, τζαζ αλλά και ελληνικά λαϊκά τραγούδια – ήταν βινύλια που ξεκινούσαν από τη δεκαετία του 1970 και έφταναν μέχρι το 1995», συμπληρώνει ο κ. Τριανταφυλλίδης. «Την περίοδο που ανακαλύψαμε το αρχείο έτυχε να δημιουργούμε στον χώρο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης ένα αναγνωστήριο. Εκεί, λοιπόν, βρήκαμε μια παλιά αποθήκη, την ανακαινίσαμε, τη διαμορφώσαμε κατάλληλα και τη μετατρέψαμε σε βινυλιοθήκη», λέει.

Δωρητές

Στον χώρο τοποθετήθηκαν πικάπ κι ένα γραμμόφωνο που «διηγούνται» στους επισκέπτες την εξέλιξη της μουσικής: Οι νεότεροι μυούνται στο παρελθόν και οι γηραιότεροι «ταξιδεύουν» στις εποχές που η βελόνα γρατζούνιζε το βινύλιο για να ακουστούν οι αγαπημένες τους μελωδίες. «Στη βινυλιοθήκη έχουμε κι ένα ραδιόφωνο της δεκαετίας του 1940 που μας πρόσφερε ένας σημαντικός δωρητής, όταν ενημερώθηκε για τη δημιουργία της», λέει ο κ. Τριανταφυλλίδης. «Πρόκειται για τον Στέφανο Περβαινά, έναν αντιναύαρχο εν αποστρατεία που διατηρεί εξοχικό στην περιοχή μας και ο οποίος πριν από περίπου τρεις εβδομάδες μας έστειλε email ενημέρωνοντάς μας ότι δύναται να δωρίσει 2.500 βινύλια, σε πολύ καλή κατάσταση, κάποια δικά του και κάποια από τη συλλογή του πατέρα του. Οι διαδικασίες έτρεξαν γρήγορα και παραλάβαμε τους δίσκους με φορτηγό από την Αθήνα. Ετσι η βινυλιοθήκη εμπλουτίστηκε και με ακόμη παλαιότερους τίτλους, της δεκαετίας του ’50».

Αρκετοί έχουν εκφράσει την επιθυμία να ενισχύσουν τη βινυλιοθήκη. Προς το παρόν οι αρμόδιοι υπάλληλοι καταλογογραφούν τα βινύλια, ώστε να αναρτηθεί στην ιστοσελίδα του Δήμου μία πλήρης λίστα μέσω της οποίας το κοινό θα μπορεί να αναζητά βινύλια ανά τίτλο ή χρονολογία. «Επίσης», λέει ο κ. Τριανταφυλλίδης, «στα σχέδιά μας περιλαμβάνεται και η δημιουργία ενός είδους έκθεσης βινυλίων στο Πολιτιστικό Μέγαρο που θα αποκτήσει την άνοιξη η πόλη μας, έναν σύγχρονο χώρο υψηλών προδιαγραφών. Αξίζει να το κάνουμε γιατί θεωρούμε ότι κάτι τέτοιο δίνει υπεραξία στην πόλη μας».

Φανατικοί

Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν οι δισκογραφικές εταιρείες άρχιζαν να θυσιάζουν το βινύλιο στον βωμό των τεχνολογικών εξελίξεων, ένας πυρήνας φανατικών συνέχιζε να συχνάζει στα δισκάδικα σε πείσμα των καιρών. Οπως έχει αναφέρει ο δημοσιογράφος και εραστής του βινυλίου Γιάννης Αλεξίου, τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης εμφανίστηκαν παγκοσμίως γύρω στο 2008 ενώ το 2017 σε αρκετές χώρες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και στην Ελλάδα, η παραγωγή τους είχε φτάσει σχεδόν στο επίπεδο της δεκαετίας του ’80. Την ίδια εποχή στη χώρα μας λειτουργούσαν περισσότερες από 80 ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες που παρήγαγαν βινύλιο.

Την αυξημένη ζήτηση επιβεβαιώνει μιλώντας στα «ΝΕΑ» και ο Γιώργος Κανέλλης, ιδιοκτήτης του ιστορικού δισκάδικου discobole που άνοιξε στα Εξάρχεια το 1984 και συνεχίζει ακάθεκτο μέχρι σήμερα. «Πράγματι οι πωλήσεις βινυλίου είναι πλέον μεγαλύτερες από αυτές των cd», λέει. «Από τη στιγμή που οι εταιρείες αποφάσισαν να επαναφέρουν το βινύλιο, ο κόσμος ανταποκρίθηκε. Πελάτες μας δεν είναι μόνο συλλέκτες αλλά και νέα παιδιά. Και μπορεί η επιστροφή στους δίσκους να ξεκίνησε και ως μόδα όμως αρκετοί παρέμειναν», συμπληρώνει.

Πιο συγκρατημένος εμφανίζεται ο Βασίλης Φωτεινός από τη Melting Records, μια δισκογραφική εταιρεία που μετρά σχεδόν επτά χρόνια ζωής και παράγει αποκλειστικά βινύλιο. Εχοντας καλλιτέχνες όπως οι moderator, hipkut, blue square, το βινύλιο, εξηγεί, «ταιριάζει περισσότερο στη μουσική μας. Το είδος ανέβηκε και λόγω της γενικότερης τάσης για επιστροφή στο vintage, όμως ήταν μια μόδα που μας βόλεψε γιατί μας άρεσαν πάντα οι δίσκοι βινυλίου», λέει. «Εχουμε δικαιωθεί για αυτήν μας την επιλογή, αλλά πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι όποιος ασχολείται σήμερα με το βινύλιο δεν ποντάρει σε μεγάλα κέρδη. Βγάζουμε 500 – 1.000 κομμάτια. Οταν πρωτοανοίξαμε δεν είχαμε σχεδόν καθόλου πωλήσεις, είχαμε δώσει μόνο 30 κομμάτια σε ένα καλοκαίρι. Μεγάλη άνοδος έχει το βινύλιο τα τελευταία χρόνια όμως και πάλι η Ελλάδα είναι σχετικά πίσω. Σκεφτείτε ότι ακόμη και σήμερα οι περισσότερες πωλήσεις μας γίνονται στο εξωτερικό ή από τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα…».

Αλέξανδρος Γεκίλης

«Η μαγεία του βινυλίου έχει να κάνει με τον ασύγκριτο ήχο του»

Είναι δικηγόρος αλλά και φανατικός λάτρης του βινυλίου, συλλέκτης με περισσότερους από 3.500 δίσκους. Ο παλαιότερος 33 στροφών που διαθέτει ηχογραφήθηκε τη δεκαετία του ’50 ενώ διαθέτει και δίσκους γραμμοφώνου, με ρεμπέτικα, που χρονολογούνται στη δεκαετία του ’20. «Τα μάζεψα ένα – ένα. Τα περισσότερα στο Μοναστηράκι και τα Εξάρχεια – υπήρχε μια εποχή που δεν τα ήθελε κανείς», λέει γελώντας ο Αλέξανδρος Γεκίλης. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. «Σπάνιοι δίσκοι ή επανεκδόσεις με διαφορετική ενορχήστρωση όπως ο “Σταυρός του Νότου”, ακόμη κι αν είναι πολύ μεταχειρισμένα, κοστίζουν 80 – 90 ευρώ ή και περισσότερο. Το ίδιο ισχύει για ροκ, ποπ και ίντιγκο της δεκαετίας του ’90 που έβγαιναν σε περιορισμένα αντίτυπα, ουσιαστικά προορίζονταν αποκλειστικά για Djs, και οι τιμές τους σήμερα φτάνουν έως και 400 ευρώ». Ο κ. Γεκίλης ήταν από τους πρώτους που αγόρασαν cd «από την Αγγλία γύρω στο 1985. Δεν παίζουν πλέον, το cd είναι αναλώσιμα, ενώ το βινύλιο όσο χιλιοπαιγμένο, λερωμένο και σκονισμένο να είναι, με λίγη περιποίηση θα παίξει σαν καινούριο. Η μαγεία του», συνεχίζει, «έχει να κάνει με τον ασύγκριτο ήχο του αλλά  και τη διαδικασία της επιλογής μέσα στα δισκάδικα – θα χαζέψεις μια επανέκδοση, μπορεί να αγοράσεις ακόμη και κάτι που το έχεις ήδη, απλώς επειδή έχει διαφορετικό εξώφυλλο. Η τεχνολογία είναι καλή ως εναλλακτική, όμως η συζήτηση “βινύλιο εναντίον cd” θυμίζει λίγο τη διαμάχη μεταξύ χαρτιού και ηλεκτρονικού μέσου. Είναι το ίδιο να διαβάσεις ένα βιβλίο πριν κοιμηθείς με το να διαβάσεις ένα ηλεκτρονικό αρχείο; Οχι βέβαια…».