Η Εισαγγελέας στη δίκη της Χρυσής Αυγής πρότεινε την αναστολή της έκτισης της ποινής (: των 13 ετών κάθειρξης) των καταδικασθέντων Χρυσαυγιτών για το έγκλημα της Διεύθυνσης Εγκληματικής Οργάνωσης (άρθρο 187 παρ.2 του ΠΚ).
Με απλά λόγια πρότεινε να κυκλοφορούν ελεύθεροι οι καταδικασθέντες μέχρι να εκδοθεί και η απόφαση του Εφετείου .
Και υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα ασκηθεί έφεση από τους καταδικασμένους, γεγονός το οποίο θεωρείται βέβαιο, εφόσον η επιβληθείσα ποινή υπερβαίνει τα 2 έτη ( άρθρο 489 ΚΠΔ).
Και μόνο για τον αυτουργό της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα Ρουπακιά πρότεινε να μη χορηγηθεί το ανασταλτικό αποτέλεσμα.
Ήταν δικονομικά ορθή η πρόταση τούτη;
Καταρχήν είναι απαραίτητο να αναφέρουμε , ότι η διάπλαση του θεσμού του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης υπαγορεύθηκε από τη θεμελιώδη αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας (η οποία έχει αποτυπωθεί πλέον και στο άρθρο 71 του νέου ΚΠΔ).
Επίσης, για τον αυτουργό της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα η άρνηση χορήγησης του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης ήταν ορθή. Για ποιο λόγο;
Γιατί σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 3904/2010, όταν επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, έχει τη διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει για το επίμαχο ζήτημα μόνο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (:δηλαδή το Πενταμελές Εφετείο στην προκείμενη υπόθεση).
Επομένως, εκ του νόμου δεν θα μπορούσε να αποφασίσει το πρωτόδικο δικαστήριο και από την άποψη τούτη ορθά πρότεινε η Εισαγγελέας να μην ανασταλεί η έκτιση της ποινής της ισόβιας κάθειρξης για το Ρουπακιά.
Ωστόσο η εισαγγελική πρόταση «πάσχει»-κατά τη γνώμη μου- δογματικά και δικονομικά σε ότι αφορά το θετικό της περιεχόμενο ( που συνηγορεί υπερ της αναστολής έκτισης της ποινής για όσους από τον ηγετικό πυρήνα της εγκληματικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής έχουν καταδικασθεί σε 13 χρόνια κάθειρξη).
Γιατί ; Γιατί το άρθρο 497 παρ. 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας θέτει ευκρινώς ορισμένα κριτήρια για τη χορήγηση ή μη του ανασταλτικού αποτελέσματος της έφεσης.
Μεταξύ αυτών είναι και ο περίφημος «κίνδυνος υποτροπής» , με άλλα λόγια η δικονομική πιθανότητα να διαπράξουν και άλλα εγκλήματα , αν αφεθούν ελεύθεροι οι πρωτοδίκως καταδικασθέντες.
Ο κίνδυνος τούτος αποκρυπτογραφείται από το Νομοθέτη..
Με βάση τα «ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΠΡΑΞΗΣ » (κατά το άρθρο 497 παρ.8 εδ.1 ΚΠΔ), ειδικά στις σοβαρότερες αξιόποινες πράξεις, οι οποίες επαπειλούνται με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης..
Ή με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης έως 15 έτη (όπως ακριβώς συμβαίνει και με το έγκλημα της «Διεύθυνσης της Εγκληματικής οργάνωσης» για το οποίο έχουν καταδικαστεί ο «Αρχηγός» Μιχαλολιάκος και οι άλλοι).
Και μέσα στο πλαίσιο τούτο η δικονομική επιστήμη δέχεται , ότι δεν είναι δυνατόν στις περιπτώσεις αυτές να χορηγηθεί ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση «γιατί αν αφεθεί ελεύθερος ο καταδικασθείς είναι πολύ πιθανό να (ξανα)τελέσει έγκλημα..
Ακριβώς γιατί παραμένει στη δίνη μιας αποδεδειγμένα δρομολογημένης συνέχισης της εγκληματικής δραστηριότητας ..
Ή πάντως , γιατί επί τη βάσει της βαρύτητας της πράξης και του βαθμού της ενοχής του ( άρθρο 79 ΠΚ) , επιλέγει με ιδιαίτερη ευκολία το κακό αντί του καλού» ( Παπαδαμάκης , Ποινική Δικονομία, 2020,562).
Υπό την έννοια αυτή νομίζω- κατά την επιστημονική μου γνώμη- ότι στην υπόθεση της εγκληματικής Οργάνωσης της Χρυσής Αυγής συντρέχουν έντονα τα ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ, ώστε να αποκλείεται η αναστέλλουσα δύναμη της έφεσης…
Για ποιο λόγο; Θα αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα μεγέθη:
1Η συνεχής και απίστευτη βιαιότητα με την οποία εκδηλωνόταν η αξιόποινη δραστηριότητα της εν λόγω οργάνωσης , που αφορούσε ακόμη και πτυχές του καθημερινού κοινωνικού γίγνεσθαι ( όπως η βίαιη και αιματηρή εκδίωξη μεταναστών πωλητών από λαϊκές αγορές κλπ )…
2 Η συνεχής και αδιάλειπτη -μέσα στο χρόνο- ανάπτυξη της εγκληματικής δραστηριότητας της εν λόγω οργάνωσης που περιελάβανε βαρύτατης απαξίας εγκλήματα, όπως ανθρωποκτονία εκ προθέσεως , απόπειρα ανθρωποκτονίας , επικίνδυνες σωματικές βλάβες, διακεκριμένες (κακουργηματικές) μορφές παράνομης οπλοκατοχής, εκβίαση, εμπρησμούς κλπ..
3 Επίσης το αδιανόητο γεγονός, ότι η εκδίπλωση της εγκληματικής δραστηριότητας της εν λόγω Οργάνωσης γινόταν «πίσω» από τον μανδύα ενός κοινοβουλευτικού κόμματος.
Όπως χαρακτηριστικά σημείωνε, μάλιστα, και ο Εισαγγελέας Ισίδωρος Ντογιάκος στην πλήρως τεκμηριωμένη παραπεμπτική του πρότασή στο Συμβούλιο Εφετών Αθηνών:
«Δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί νόμιμο πολιτικό κόμμα η ένωση προσώπων ή η οργάνωση η οποία, υπό το μανδύα του πολίτικού κόμματος…..επιδίωκε την επίτευξη ΤΩΝ ΣΤΌΧΩΝ ΤΗΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ Η ΕΝΟΠΛΗΣ ΒΙΑΣ, Η ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΟΞΕΥΞΗ ΑΠΕΙΛΩΝ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΖΩΗΣ Η ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΑΚΕΡΑΙΟΤΗΤΑΣ ΟΠΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΠΟΛΙΤΗ…..
ΜΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΣΗ ΑΞΙΟΠΟΙΝΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΔΙΑΣΑΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ.»
Κατά συνέπεια, μέσα στο ρυθμιστικό τούτο πλαίσιο είναι δικονομικά εξόχως δυσχερές (με βάση τα ΙΔΙΑΙΤΕΡΑ ΧΑΡΑΚΡΗΡΙΣΤΙΚΆ ΤΗΣ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ) να αποκλειστεί ο «κίνδυνος υποτροπής» των πρωτοδίκως καταδικασθέντων ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής για το έγκλημα της Διεύθυνσης Εγκληματικής Οργάνωσης .
Και υπό τις συνθήκες αυτές είναι δικονομικά επιβεβλημένο, κατά τη γνώμη μου, να μη παρασχεθεί αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση (που κάτω από άλλες περιστάσεις συνιστά τον κανόνα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 497 παρ. 8 του ΚΠΔ).