Για νηφάλια και δικονομικά άψογη απάντηση από πλευράς της προέδρου και των δικαστών, στη μεθοδευμένη προσπάθεια συσκότισης και διαστρέβλωσης των εγγράφων και του αποδεικτικού υλικού, κάνει λόγο ο Θανάσης Καμπαγιάννης, δικηγόρος πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Όπως υπογραμμίζει η διαφωνία των συνηγόρων πολιτικής αγωγής δεν αφορούσε την κρίση της εισαγγελέως της έδρας Αδαμαντίας Οικονόμου, αλλά «τη συσκότιση και τη διαστρέβλωση κρίσιμων εγγράφων, με τρόπο που δεν αναλογεί σε εισαγγελικό λειτουργό αλλά κινείται πολύ πέραν ακόμα και από το καθήκον συνηγορίας του δικηγόρου υπεράσπισης».
«Ευτυχώς, το δικαστήριο… προέβη αναπόδραστα σε δική του διερεύνηση της ύπαρξης του «ψευδούς γεγονότος” που απαιτεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και το οποίο δήθεν διαδώσαμε» ανέφερε ο κ. Καμπαγιάννης προσθέτοντας πως «τα όσα προέκυψαν στο ακροατήριο δικαιώνουν απολύτως τις δηλώσεις μας και ακυρώνουν τα περί “συκοφαντικών ισχυρισμών” που η εισαγγελέας της έδρας αβασίμως επανέλαβε».
Ολόκληρη η δήλωση:
Ως συνήγοροι πολιτικής αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής, χρειάστηκε να καταγγείλουμε δημοσίως χτες, 20 Οκτωβρίου του 2020, την πρόταση της εισαγγελέως της έδρας Αδαμαντίας Οικονόμου για χορήγηση αναστολής συλλήβδην (και χωρίς την απαιτούμενη εξατομικευμένη κρίση) στους 49 από τους 50 καταδικασθέντες για την εγκληματική οργάνωσή (ο 50ός δεν τη δικαιούται εκ του νόμου λόγω ποινής ισόβιας κάθειρξης). Η διαφωνία μας δεν αφορούσε την κρίση της, όπως ισχυρίστηκε σήμερα η εισαγγελέας της έδρας, έστω και αν χορήγηση αναστολής σε διευθυντές εγκληματικής οργάνωσης που τελούσε ανθρωποκτονίες και ανθρωποκτόνες επιθέσεις είναι πρωτοφανής. Αφορούσε τη συσκότιση και τη διαστρέβλωση κρίσιμων εγγράφων, με τρόπο που δεν αναλογεί σε εισαγγελικό λειτουργό αλλά κινείται πολύ πέραν ακόμα και από το καθήκον συνηγορίας του δικηγόρου υπεράσπισης. Η εισαγγελέας της έδρας αναφέρθηκε, προς επίρρωση της πρότασης χορήγησης της αναστολής, αποκλειστικά σε “λευκά ποινικά μητρώα” των κατηγορουμένων και σε μητρώα με ποινές για “πράξεις χαμηλής ποινικής απαξίας”, ενώ ισχυρίστηκε ότι οι κατηγορούμενοι δεν έχουν παραβιάσει περιοριστικούς όρους.
Η δημόσια δήλωσή μας, καθώς εντός της δικαστικής αίθουσας δεν έχουμε πλέον δικονομικό δικαίωμα παρέμβασης χωρίς να παύουμε να είμαστε διάδικοι, ανέφερε ότι η εισαγγελέας της έδρας ψεύδεται. Στη συνέχεια, συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων προσκόμισαν προς το δικαστήριο γραπτή αποτύπωση των δηλώσεών μας και μας μέμφθηκαν για “συκοφαντική δυσφήμηση” της εισαγγελέως και τέλεση πειθαρχικών αδικημάτων.
Ευτυχώς, το δικαστήριο, αναγιγνώσκοντας το έγγραφο που προσκομίστηκε από την υπεράσπιση, προέβη αναπόδραστα σε δική του διερεύνηση της ύπαρξης του “ψευδούς γεγονότος” που απαιτεί το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης και το οποίο δήθεν διαδώσαμε. Έτσι, κατόπιν επισκόπησης των ποινικών μητρώων των κατηγορουμένων και αναζήτησης τυχόν βουλευμάτων για παραβίαση περιοριστικών όρων, προέκυψε ότι:
- α. Αρκετοί εκ των κατηγορουμένων έχουν αμετάκλητες καταδίκες με πολύχρονες ποινές κάθειρξης για πράξεις τις οποίες η εισαγγελέας ψευδώς χαρακτήρισε “χαμηλής ποινικής απαξίας” και
- β. Ο κατηγορούμενος Λαγός έχει παραβιάσει τους περιοριστικούς όρους που του είχαν τεθεί το 2015 μετά τη λήξη της 18μηνης προφυλάκισής του, με αποτέλεσμα την έκδοση Βουλεύματος που αποφάσισε την εκ νέου προφυλάκισή του, γεγονός το οποίο η εισαγγελέας της έδρας αποσιώπησε. Το Βούλευμα αυτό αναζητήθηκε και αναγνώστηκε σήμερα στο δικαστήριο.
Συμπερασματικά, η Πρόεδρος και οι δικαστές της σύνθεσης απάντησαν με τρόπο νηφάλιο και δικονομικά άψογο στη μεθοδευμένη προσπάθεια συσκότισης και διαστρέβλωσης των εγγράφων και του αποδεικτικού υλικού που εξετάζεται στη φάση χορήγησης αναστέλλουσας ισχύος στις εφέσεις κατ’ άρθρον 497 ΚΠοινΔ. Τα όσα προέκυψαν στο ακροατήριο δικαιώνουν απολύτως τις δηλώσεις μας και ακυρώνουν τα περί “συκοφαντικών ισχυρισμών” που η εισαγγελέας της έδρας αβασίμως επανέλαβε.
Επειδή τέλος, τέθηκε ζήτημα τέλεσης πειθαρχικών αδικημάτων από πλευράς μας, με αναφορά μάλιστα της εισαγγελέως της έδρας στον Κώδικα Δικηγόρων, ξεκαθαρίζουμε τα εξής:
Στη δίκη της Χρυσής Αυγής, προσφέραμε την εργασία μας επί πεντέμισυ χρόνια σε ανθρώπους που υπήρξαν θύματα της ναζιστικής βίας και δεν θα είχαν τη δυνατότητα να παραστούν σε ένα τέτοιο δικαστήριο, απέναντι σε ένα τύποις κοινοβουλευτικό κόμμα η υπεράσπιση του οποίου, στον πυρήνα της, πληρωνόταν από τον προϋπολογισμό της Ελληνικής Βουλής.
Ο μοναδικός πόρος που διαθέταμε, πλην της εργασίας μας, ήταν η δημοσιότητα της δίκης, την οποία η δικαζόμενη εγκληματική οργάνωση προσπάθησε να ακυρώσει. Η δημοσιότητα της δίκης είναι το μοναδικό αντίβαρο στην κρατική αυθαιρεσία, ειδικά όταν αυτή διαπλέκεται σε υπόγειες, παρακρατικές διαδρομές με την φασιστική και τη ναζιστική βία.
Η παράστασή μας, τόσο στη δικονομική μας παρουσία εντός της δικαστικής αίθουσας όσο και στις δημόσιες παρεμβάσεις μας εκτός αυτής, υπάκουε πάντα στις προβλέψεις του Κώδικα Δικηγόρων και στον Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού Λειτουργήματος, ο οποίος προβλέπει ότι ο δικηγόρος:
“α) Είναι υπέρμαχος της Ελευθερίας, της Δημοκρατίας, της Ειρήνης και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης,
β) Υπερασπίζεται με θάρρος και αυταπάρνηση το Σύνταγμα και τους Δημοκρατικούς θεσμούς, τα ατομικά, πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών,
γ) Αγωνίζεται εναντίον οποιασδήποτε μορφής τυραννίας, αυταρχικής εξουσίας, παραβιάσεως των συνταγματικών ελευθεριών και παρανομίας,
δ) Υπερασπίζεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, εναντίον οποιασδήποτε μορφής επεμβάσεως της εκτελεστικής εξουσίας και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα, μέσα κι έξω από τη Δικαστική λειτουργία,
ε) Είναι ο φυσικός υπερασπιστής των αδικούμενων και των καταπιεζόμενων”.
Είμαστε περήφανοι που με την παράστασή μας στην ιστορική αυτή δίκη ανακτήσαμε λίγο από το χαμένο κύρος του δικηγορικού λειτουργήματος και των φιλελεύθερων παραδόσεών του, απέναντι στη γνωστή παρακμή που βιώνουμε στην δικαστηριακή καθημερινότητα. Και αυτό το κεκτημένο θα το υπερασπιστούμε.