Μια δεύτερη κερκόπορτα στα ανθρώπινα κύτταρα, η οποία επιτρέπει τη μόλυνση από τον κοροναϊό SARS-CoV-2, ανακαλύφθηκε ανεξάρτητα από δύο ερευνητικές ομάδες, σε μια σημαντική ανακάλυψη που ίσως ανοίγει το δρόμο για νέες θεραπείες.
Μέχρι σήμερα οι λοιμωξιολόγοι γνώριζαν ότι ο ιός φέρει στην επιφάνειά του μια «ακίδα» που συνδέεται στο μόριο ACE2, έναν υποδοχέα στην επιφάνεια των επιθηλιακών κυττάρων ο οποίος ουσιαστικά ανοίγει την πόρτα για την είσοδο του κοροναϊού.
Στον ίδιο υποδοχέα ήταν εξάλλου γνωστό ότι συνδέεται ο συγγενικός ιός του SARS, ο οποίος σκότωσε περίπου 800 άτομα, κυρίως στην Ασία, προτού εξαφανιστεί περίπου στα μέσα της περασμένης δεκαετίας.
Οι δύο νέες μελέτες, οι οποίες δημοσιεύονται στο κορυφαίο περιοδικό Science, δείχνουν να εξηγούν γιατί ο SARS-CoV-2 είναι πολύ πιο μεταδοτικός από το SARS παρά το γεγονός ότι συνδέεται στον ίδιο υποδοχέα.
Το βασικό εύρημα είναι ότι η επιφανειακή ακίδα του νέου κοροναϊού αναγνωρίζει όχι μόνο τον υποδοχέα ACE2 αλλά και ένα δεύτερο μόριο των ανθρώπινων κυττάρων που ονομάζεται νευροπιλίνη-1.
Όπως αναφέρουν οι επικεφαλής της πρώτης μελέτης, ερευνητές στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ στη Βρετανία, αναφέρουν ότι άρχισαν να ερευνούν το θέμα όταν αντιλήφθηκαν ότι η ακίδα του ιού περιλαμβάνει μια μικρή αλληλουχία αμινοξέων που μοιάζει με ορισμένες ανθρώπινες πρωτεΐνες που αναγνωρίζουν τη νευροπιλίνη-1. Και αυτό δημιούργησε υποψίες ότι ο κοροναϊός χρησιμοποιεί την εν λόγω πρωτεΐνη ως κερκόπορτα για την είσοδο στα ανθρώπινα κύττταρα
«Εφαρμόζοντας μια ποικιλία δομικών και βιοχημικών προσεγγίσεων, επιβεβαιώσαμε ότι πράγματι η πρωτεΐνη της ακίδας του SARS-CoV-2 όντως συνδέονται στη νευροπιλίνη-1» αναφέρει η ομάδα σε δελτίο Τύπου.
Στα πειράματα που ακολούθησαν, η απενεργοποίηση του γονιδίου της νευροπιλίνης-1 σε καλλιέργειες ανθρώπινων κυττάρων περιόρισε τη μολυσματικότητα του κοροναϊού. Επιπλέον, οι ερευνητές πειραματίστηκαν με ένα συνθετικό αντίσωμα, σχεδιασμένο να συνδέεται στη νευροπιλίνη-1 και να την μποκάρει, και διαπίστωσαν και πάλι ότι η ικανότητα του ιού να προσβάλλει τα ανθρώπινα κύτταρα είχε μειωθεί όπως αναμενόταν.
Τα ευρήματα δείχνουν να επιβεβαιώνονται από δεύτερη διεθνή μελέτη, η οποία εξέτασε το γιατί η λοίμωξη Covid-19 οδηγεί συχνά σε απώλεια της όσφρησης. Σε αυτή την περίπτωση, οι ερευνητές εξέτασαν ιστούς που είχαν ληφθεί κατά τη νεκροψία από έξι θύματα του κοροναϊού. Σε πέντε από τους έξι ο ιός είχε προσβάλλει τα επιθηλιακά κύτταρα της μύτης, τα οποία παρουσίαζαν υψηλά επίπεδα νευροπιλίνης-1.
Τα ευρήματα, λένε οι δύο ερευνητικές μονάδες, ίσως βοηθούν στο να εξηγηθεί γιατί ο SARS-CoV-2 μολύνει όχι μόνο το αναπνευστικό σύστημα αλλά και άλλα όργανα που δεν εκφράζουν την πρωτεΐνη ACE2 σε υψηλά επίπεδα.
Επιπλέον, η ανακάλυψη θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη αντισωμάτων ή φαρμάκων που μπλοκάρουν την αλληλεπίδραση του ιού με τη νευροπιλίνη-1 και αποτρέπουν έτσι τη λοίμωξη.