Η Γερμανία χρειάζεται «μια νέα, διευρυμένη πολιτική της μνήμης επειδή οι διασυνοριακές σχέσεις είναι πιο σημαντικές από ποτέ για μια χώρα που την επηρεάζει ολοένα περισσότερο η μετανάστευση».
Η άποψη αυτή συμπυκνώνει εν πολλοίς τη θεώρηση του ερευνητή και δημοσιογράφου Mark Terkessidis, που ασχολείται κυρίως με τον ρατσισμό και την πολιτική μνήμης της Γερμανίας.
Το βιβλίο του «Η μνήμη ποιων ανθρώπων μετράει; Το αποικιοκρατικό παρελθόν και ο ρατσισμός σήμερα» παρουσιάζουν αύριο σε διαδικτυακή εκδήλωση, που επιμελείται το Ινστιτούτο Γκαίτε, ο ιστορικός Κωστής Παπαϊωάννου και η κοινωνική ανθρωπολόγος Αθηνά Αθανασίου. Με την αφορμή αυτή μιλήσαμε μαζί του για την πολιτική της μετανάστευσης στη Γερμανία.
Πώς αξιολογείτε τον ρόλο της Γερμανίας ως χώρας υποδοχής μεταναστών μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο;
Είναι αμφιλεγόμενος. Πριν από πέντε χρόνια, εμφανίστηκε πολύ φιλελεύθερη, όταν υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες. Αλλά από τότε σημειώθηκε ένα πισωγύρισμα και επαναλήφθηκαν πολλά λάθη. Πολλοί πρόσφυγες αντιμετωπίζουν σήμερα τεράστια προβλήματα στέγασης. Πώς μπορείς να ζήσεις υπό «κανονικές» συνθήκες όταν βιώνεις διαρκώς την απειλή της απέλασης;
Το πιο παράξενο είναι ότι η κατάσταση αυτή αφορά ανθρώπους που τα πηγαίνουν καλά με τη γλώσσα, την εκπαίδευση και τη δουλειά τους. Αυτού του είδους ο αυταρχισμός έχει πλέον εργαλειοποιηθεί: αποσκοπεί στο να καταστήσει τη Γερμανία λιγότερο θελκτική για τους πρόσφυγες. Παρ’ όλα αυτά η χώρα έχει κάνει τεράστια πρόοδο τα τελευταία χρόνια στη διαχείριση των συνεπειών από την προγενέστερη μετανάστευση. Σε πόλεις όπως η Φρανκφούρτη και η Στουτγάρδη, τα τρία τέταρτα των παιδιών κάτω των 6 έχουν τουλάχιστον έναν γονιό μετανάστη. Η πολυφωνία είναι η κανονικότητα. Είναι καλό να σκεφτόμαστε σ’ αυτό τον απολογισμό προόδου και αποτυχιών ότι η Γερμανία είναι αρκετά «νέα» ως χώρα υποδοχής. Μόνο το 1998 αποδέχθηκε ότι η μετανάστευση είναι «μη αναστρέψιμη». Πιο πριν το πολιτικό δόγμα πρέσβευε: «Ολοι οι ξένοι να επιστρέψουν στις χώρες τους».
Στο βιβλίο σας «Η μνήμη ποιων ανθρώπων μετράει;» τονίζετε ότι η γερμανική αποικιοκρατία δεν περιορίστηκε στην Αφρική. Ποια ήταν η εμβέλεια του φαινομένου;
Η αποικιοκρατία είναι γενικώς ένα ζήτημα που επανέρχεται στην ατζέντα. Βλέπετε τις φορτισμένες συζητήσεις για τους δρόμους που παίρνουν το όνομα «ηρώων» της αποικιοκρατίας ή την προέλευση διαφόρων συλλογών σε μουσεία. Είναι ευπρόσδεκτα όλα αυτά, αλλά νομίζω ότι δεν πρέπει να εξαντλούμε το ζήτημα στις υπερπόντιες κτήσεις, ειδικά της Αφρικής. Η αυτοκρατορική Γερμανία είχε αντίστοιχη πολιτική στην Ανατολή. Ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί η «Μεσευρώπη», όπου θα κυριαρχούσε η Γερμανία, και σύμφωνα με ορισμένες απόψεις να φτάσει ως το Αφγανιστάν. Οι περιοχές όπου μιλούσαν πολωνικά ήταν μέρος της Πρωσίας και του γερμανικού Ράιχ για 150 χρόνια – γιατί άραγε δεν αποκαλούμε κάτι τέτοιο αποικιοκρατία; Το Ράιχ προσπάθησε να καθυποτάξει τα Βαλκάνια και την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέσω της οικονομικής «διείσδυσης» και της «ηθικής κατάκτησης ». Με το τελευταίο υπονοούνται οι πολιτισμικές εξαγωγές από ενώσεις, σχολεία και άλλα ιδρύματα. Κατά τη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ αυτή η πολιτική της «ήπιας δύναμης» μετατράπηκε στη βίαιη εφαρμογή του «Ζωτικού χώρου». Η Ελλάδα ήταν μέρος αυτού του γερμανοευρωπαϊκού σχεδίου. Υπήρχε προφανώς η γερμανική επιρροή ήδη από τον καιρό της Ανεξαρτησίας. Αλλά σκεφτείτε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – δεν υπάρχει μια αποικιοκρατική λογική πίσω από την καταστροφή 1.600 ελληνικών χωριών; Υπάρχει ένα είδος μετα-αυτοκρατορικής πολιτικής από τη Γερμανία εις βάρος της Ελλάδας.
Τι περιθώρια έχει η Ευρωπαϊκή Ενωση για να αποκτήσει μια περισσότερο συνεκτική πολιτική μετανάστευσης;
Η Ευρωπαϊκή Ενωση προσπάθησε μόλις πρόσφατα να εφαρμόσει ένα είδος συνεκτικής πολιτικής. Πιο πριν έκανε σπασμωδικές κινήσεις. Πιστεύω ότι πρωτίστως πρέπει να υπάρξει η διαδικασία της παρακολούθησης και αξιολόγησης. Η προσφυγική κρίση του 2015 ήταν στην πραγματικότητα μια κρίση διακυβέρνησης. Ολοι οι ειδικοί προειδοποιούσαν για την κατάσταση, η όποια έβαινε εκτός ελέγχου, επειδή η Ιορδανία, ο Λίβανος, η Τουρκία και η Ελλάδα δεν μπορούσαν να φροντίσουν τους πρόσφυγες. Επί χρόνια η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ ικέτευε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες για μεγαλύτερη στήριξη. Αντίδραση υπήρξε μόνο όταν ξέσπασε η κρίση. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μία σταθερή παρακολούθηση της παγκόσμιας εικόνας. Σε έναν παγκοσμιοποιημένο χώρο είμαστε μονίμως μέρος αυτής της εικόνας – ελπίζω να έχουμε πάρει τα μαθήματά μας από το περιβαλλοντικό ζήτημα του πλανήτη και την πανδημία. Οι συμφωνίες του Δουβλίνου ενείχαν αρκετό «εγωισμό» από την πλευρά της Γερμανίας και καταλαβαίνω ότι πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν αντιλαμβάνονται την έννοια της «αλληλεγγύης». Αλλά χωρίς αμφιβολία δεν είναι η ώρα να σκεφτόμαστε σε εθνικό επίπεδο. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι η διαφάνεια: στους κανονισμούς για την αίτηση εργασίας, τους μετανάστες, τη χρηματοδότηση. Δεν είναι κοινότοπο αν πούμε ότι όλοι βρισκόμαστε στην ίδια βάρκα.