Κάθε πανδημία έχει τον δικό της ασθενή 0. Εκείνο το πρόσωπο δηλαδή που κόλλησε πρώτο μια αρρώστια και συνήθως χωρίς να το γνωρίζει κόλλησε τον ιό σε τόσους άλλους, λειτουργώντας σαν υγειονομική βόμβα. Εναν αιώνα πριν από τον μυστηριώδη πρώτο φορέα του κορωνοϊού που τον έσπειρε στην κινεζική πόλη Ουχάν κι από εκεί σε όλο τον πλανήτη, μια νεαρή γυναίκα πέρασε στην ιστορία ως η υπεύθυνη για μία επιδημία στην Αμερική. Η «τυφοειδής Μαίρη» όπως τη βάφτισε ο Τύπος της εποχής, προκάλεσε ένα ξέσπασμα τυφοειδούς πυρετού στις Ηνωμένες Πολιτείες αφήνοντας πίσω της νεκρούς.
Το κουβάρι της επιδημίας άρχισε να ξετυλίγεται όταν ο ιδιοκτήτης ενός ακινήτου στο Λονγκ Αϊλαντ προσέλαβε τον Τζορτζ Σόπερ για να ερευνήσει τις περιπτώσεις τυφοειδούς πυρετού που παρατηρήθηκαν στο οίκημα. Ο ίδιος είχε νοικιάσει το σπίτι για το καλοκαίρι σε μια οικογένεια τραπεζίτη και τους υπηρέτες της και στα τέλη Αυγούστου ένδεκα από αυτούς αρρώστησαν με τυφοειδή πυρετό. Ο Σόπερ αν και ήταν πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, ειδικευόταν στις απολυμάνσεις και είχε προσληφθεί από την πολιτεία της Νέας Υόρκης για να ερευνήσει το ξέσπασμα πολλών ασθενειών. Λόγω της εμπειρίας του ήταν σίγουρος πως η έξαρση στα κρούσματα του τυφοειδή πυρετού οφειλόταν σ’ ένα πρόσωπο το οποίο ήταν ασυμπτωματικός φορέας της ασθένειας. Αμέσως, την προσοχή του τράβηξε η Μαίρη Μάλον, μια μαγείρισσα η οποία είχε φτάσει στο σπίτι τρεις μόλις εβδομάδες πριν αρρωστήσει ο πρώτος ένοικος.
Ασυμπτωματικοί
Αυτό που ο Σόπερ ανακάλυψε μοιάζει με τις εισηγήσεις των σημερινών λοιμωξιολόγων για τον ρόλο των ασυμπτωματικών φορέων στη διασπορά ενός ιού και το αιώνιο ντιμπέιτ περί ατομικής και δημόσιας υγείας. Ο Σόπερ ερευνώντας το εργασιακό παρελθόν της Μάλον στα σπίτια εύπορων κατοίκων της Νέας Υόρκης από το 1900 έως το 1907, ανακάλυψε 22 κρούσματα του πυρετού. Ο τυφοειδής πυρετός είναι ένα είδος βακτηριακής λοίμωξης που μεταδίδεται μέσω φαγητού και νερού μολυσμένου με σαλμονέλα. Οι ασθενείς πέφτουν στο κρεβάτι με υψηλό πυρετό, διάρροια και εφόσον προέρχονται από μία εποχή όπου τα αντιβιοτικά δεν ήταν ανεπτυγμένα, πάθαιναν κρίσεις και πέθαιναν. Το 1906 όταν ο Σόπερ άρχισε να ερευνά, 639 άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο, το διαφορετικό της συγκεκριμένης υπόθεσης ήταν ποτέ πριν δεν είχε εντοπιστεί η πηγή του «κακού» σ’ έναν μόνο φορέα και μάλιστα χωρίς συμπτώματα.
Ο Σόπερ έμαθε πως η Μάλον συνήθιζε να σερβίρει παγωτό με φρέσκα αχλάδια τις Κυριακές. Σε σχέση με τα υπόλοιπα μαγειρεμένα γεύματα που ετοίμαζε για τους εργοδότες της, το παγωμένο γλυκό δεν περνούσε από το τσουκάλι κι άρα ήταν ο ιδανικός φορέας μικροβίων από τα μολυσμένα χέρια της μαγείρισσας. Αρκετούς μήνες αφότου άρχισε να ερευνά τη δράση της Μάλον, την εντόπισε να απασχολείται σ’ ένα σπίτι στην Park Avenue του Μανχάταν (τότε πετρόχτιστο). Η 37χρονη Ιρλανδή είχε γαλανά μάτια, ύψος 1,67 κι ένα πολύ υγιές πρόσωπο. Οταν ο Σόπερ της αποκάλυψε τα στοιχεία που την ενοχοποιούσαν για τη διασπορά του ιού, εκείνη άρχισε να τον κυνηγάει μ’ ένα πιρούνι. Αρνήθηκε φυσικά να του δώσει δείγματα ούρων και κοπράνων για να διενεργήσει τις απαραίτητες εξετάσεις. Την ίδια τύχη είχε και η Δρ. Σ. Ζοσεφίν Μπέικερ όταν επισκέφτηκε τη Μάλον.
Σύλληψη
Λόγω αυτής της επιθετικής συμπεριφοράς, η Μπέικερ χρειάστηκε να επιστρατεύσει πέντε αστυνομικούς, οι οποίοι συνέλαβαν τη Μάλον και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο όπου βρέθηκε θετική στον ιό της σαλμονέλας. Η γυναίκα αναγκάστηκε να μείνει σε καραντίνα, περιορισμένη σε μία ειδική κλινική στο νησάκι Νορθ Μπράδερ, λίγο έξω από το Μπρονξ. Την ίδια ώρα στην πόλη η έξαρση του πυρετού έπληξε περισσότερα από 3.000 άτομα. Η ίδια δεν είχε κανένα σύμπτωμα τυφοειδούς πυρετού και δεν πίστευε ότι μπορούσε να τον διαδώσει. Ηταν στην πραγματικότητα μία από τις πρώτες περιπτώσεις σιωπηλού φορέα που είχαν καταγραφεί ως τότε. Οι γιατροί της πρότειναν να της αφαιρέσουν την ουροδόχο της κύστη, ως τη μοναδική δυνατή θεραπεία αλλά φυσικά εκείνη αρνήθηκε. Οι περιπέτειές της γι’ αυτόν τον λόγο διέρρευσαν στον Τύπο, ο οποίος τη βάφτισε «Τυφοειδής Μαίρη», ένα όνομα που ξεκίνησε από την εφημερίδα New York American το 1909 και συντρόφευσε τη Μάλον σε όλη της τη ζωή.
Στα τέλη του 1909 έκανε μήνυση στο τμήμα υγείας της Νέας Υόρκης και η υπόθεσή της έφτασε μέχρι το ανώτατο δικαστήριο. Σύντομα, η περίπτωσή της προκάλεσε ένα ντιμπέιτ στον δημόσιο διάλογο περί ατομικής ευθύνης και τις επιπτώσεις της στην υγεία των πολλών. Το ενίσχυσε και ο δικηγόρος της γυναίκας, καταθέτοντας στο δικαστήριο πως την είχαν φυλακίσει χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Οι δικαστές όμως αρνήθηκαν να διατάξουν την απελευθέρωσή της, τονίζοντας πως πρέπει να «προστατεύσουν την κοινότητα από μία επανάληψη διασποράς της ασθένειας». Ωστόσο, η Μάλον αφέθηκε ελεύθερη την ερχόμενη χρονιά υπό τις οδηγίες του νέου επιθεωρητή υγείας της πόλης. Τη διέταξε βέβαια να σταματήσει να μαγειρεύει.
Εγκλεισμός
Χωρίς όμως καμία άλλη δεξιότητα και πεπεισμένη πως δεν έπασχε από τίποτα, πόσω μάλλον ότι ήταν κίνδυνος για τους άλλους, η Μάλον επέστρεψε στις παλιές της συνήθειες στη Νέα Υόρκη και το Νιου Τζέρσεϊ. Ετοίμαζε γεύματα για ένα ξενοδοχείο, ένα εστιατόριο στο Μπρόντγουεϊ, ένα σπα κι ένα οικοτροφείο. Οταν το 1915, ο τυφοειδής πυρετός στέρησε τη ζωή σε 25 ανθρώπους στο γυναικολογικό νοσοκομείο Σλόουν, ο Τζορτζ Σόπερ κλήθηκε να βρει την άκρη. Ανακάλυψε λοιπόν ότι η μαγείρισσα που κυκλοφορούσε με το όνομα Κυρία Μπράουν, ήταν στην πραγματικότητα η Μάλον. Η γυναίκα στάλθηκε πίσω στο νοσοκομείο εγκλεισμού μόνιμα. Πέθανε τελικά το 1938 μετά από εγκεφαλικό στα 69 της, έχοντας περάσει 25 χρόνια κλεισμένη εκεί. Δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι είχε σαλμονέλα και θεωρούσε ότι είχε πέσει θύμα της ξενοφοβίας των Αμερικανών. Στα δύο κύματα τυφοειδούς πυρετού υπολογίζεται ότι τουλάχιστον 51 άτομα προσβλήθηκαν από την ασθένεια εξαιτίας της μαγείρισσας και τρεις έχασαν τη ζωή τους.