Η τηλεδιάσκεψη των «27» την ερχόμενη Πέμπτη είναι η πρώτη σε μια σειρά από τακτικές συζητήσεις που οι ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν να έχουν σχετικά με την πανδημία. Καθώς όμως το δεύτερο κύμα σαρώνει την Ευρώπη, επανέρχεται ένα ερώτημα που είχε διατυπωθεί από το πρώτο κύμα: Μήπως η Γηραία Ηπειρος αντιδρά και πάλι αργά; Ακόμη χειρότερα, μήπως δεν έμαθε τίποτε από την εμπειρία της περασμένης άνοιξης; Για τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: ο κορωνοϊός εξέθεσε τις αδυναμίες της Ευρώπης.
Για πολλούς Ευρωπαίους, υπενθυμίζει η βρετανική εφημερίδα, η ημέρα που ο ιός έφτασε στην ήπειρό τους ήταν η 23η Φεβρουαρίου, όταν οι ιταλικές αρχές έθεσαν σε καραντίνα δέκα μικρές πόλεις νοτιοανατολικά του Μιλάνου. Καθώς οι καραμπινιέροι απαγόρευαν την είσοδο και την έξοδο από τις περιοχές εκείνες, λίγοι φαντάζονταν πως το είδος των δρακόντειων μέτρων που είχε υιοθετήσει η Κίνα στην επαρχία Ουχάν θα ήταν απαραίτητα ή ακόμη και πως θα μπορούσαν να εφαρμοστούν σε μια ευρωπαϊκή δημοκρατία. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί χρόνος. Κι έτσι, πέρασαν άλλες δυο με τρεις εβδομάδες για να αρχίσουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να εκτιμούν το μέγεθος του κινδύνου στις πραγματικές του διαστάσεις και να λαμβάνουν μέτρα για τον περιορισμό του.
Σε αυτή τη διαδικασία δεν έλειψαν η αναποφασιστικότητα, οι διαφωνίες ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση και τις περιφερειακές αρχές, η απροθυμία να διδαχθεί μια χώρα από τα παθήματα της άλλης. Η ίδια η ΕΕ κινήθηκε με τους συνήθεις αργούς ρυθμούς της. Αλλά ποια ήταν τα κρίσιμα σημεία αυτής της αβελτηρίας; Ηταν το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου όταν ένας 37χρονος εισήχθη στο νοσοκομείο με συμπτώματα γρίπης. Τρεις μέρες αργότερα, ο «Ματία» θα γινόταν το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα. Κι αυτή ήταν η αρχή ενός κύματος που θα σάρωνε κυρίως την περιοχή της Λομβαρδίας.
«Ως τότε πολλοί επιστήμονες στην Ευρώπη ανέλυαν τα δεδομένα από την Κίνα και την Κορέα και υπέθεταν πως η επιδημία θα ήταν ήπια. Μετά ήρθε ο εφιάλτης της Λομβαρδίας» λέει σήμερα ο Ιγκορ Ρούνταν, επικεφαλής του τμήματος Παγκόσμιας Υγείας και Μοριακής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Στην πραγματικότητα όμως ο ιός είχε εμφανιστεί μήνες νωρίτερα στην περιοχή. Πολλά κρούσματα νοσηλεύτηκαν, αλλά για τους γιατρούς οι ασθενείς αυτοί δεν είχαν προσβληθεί παρά από κοινή γρίπη. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως λέει ένας γιατρός, να μετατραπούν τα νοσοκομεία σε «πραγματικές βόμβες».
Την ίδια ημέρα που οι ιταλικές αρχές ανακοίνωναν την πρώτη καραντίνα, ο επικεφαλής του ισπανικού οργανισμού δημόσιας υγείας Φερνάρντο Σιμόν διαβεβαίωνε πως «δεν υπάρχει ιός στην Ισπανία». Καθησυχαστικός εμφανιζόταν και η αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Κάρμεν Κάλβο: «Η κατάσταση είναι ειλικρινά καλή» έλεγε. Στην πραγματικότητα, ήταν ήδη πολύ κακή. Οι διαφωνίες στο εσωτερικό της κυβέρνησης και ένα αποκεντρωμένο σύστημα υγείας από το οποίο απουσιάζει ο κεντρικός συντονισμός ήρθαν να επιβαρύνουν την κατάσταση: σύμφωνα με επίσημες εκτιμήσεις, περισσότερα από δυο εκατομμύρια άτομα επιμολύνθηκαν κατά το πρώτο κύμα. Τι έμαθε από εκείνη τη δραματική εμπειρία η Ισπανία; Οχι και πολλά εάν λάβει υπόψη του κανείς πως η χώρα αυτή της Ιβηρικής έγινε πριν από λίγες ημέρες η πρώτη στην Ευρώπη που έφτασε το ένα εκατομμύριο επιβεβαιωμένα κρούσματα.
Στη γειτονική Γαλλία το ημερολόγιο έγραφε 6 Μαρτίου όταν ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επισκεπτόταν ένα γηροκομείο στο Παρίσι καλώντας τους συμπολίτες του να προστατεύσουν τους ηλικιωμένους. Ως εκείνη την ημέρα η Γαλλία είχε ανακοινώσει μόλις εννέα θανάτους από Covid. Ηταν όμως ήδη πολύ αργά. Τις εβδομάδες που θα ακολουθούσαν εκατοντάδες θα έχαναν τη ζωή τους – «Οι τρόφιμοι εδώ πέθαιναν από ασφυξία» πληροφορεί τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς ένας εργαζόμενος σε οίκο ευγηρίας όπου εκτιμάται πως έως σήμερα έχουν χάσει τη ζωή τους από τον ιό 10.856 άνθρωποι – το ένα τρίτο του συνολικού αριθμού των θυμάτων.
Ο γάλλος πρόεδρος χρειάστηκε εβδομάδες την περασμένη άνοιξη για να πείσει τη γερμανίδα καγκελάριο πως η ευρωπαϊκή οικονομία είχε ανάγκη από ένα γενναίο πακέτο στήριξης. Το δραματικό διάγγελμα της Ανγκελα Μέρκελ το περασμένο Σάββατο μαρτυρά πως στην κορυφή της Ευρώπης φοβούνται πλέον τα χειρότερα. Μένει να φανεί ωστόσο εάν ο φόβος θα φέρει αυτό που έλειψε στο πρώτο κύμα: συντονισμό και ταχύτητα στη λήψη των αποφάσεων.