Με τρόπο διπλωματικό αλλά και σαφή ο Σεργκέι Λαβρόφ μετέφερε την πρόθεση της Μόσχας να παίξει έναν πιο ενεργό μεσολαβητικό ρόλο για την αποκλιμάκωση της κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, χωρίς να παραλείψει να υπογραμμίσει ότι αυτό προϋποθέτει και μια αντίστοιχη βούληση της Αθήνας για βελτίωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένου και ενός βαθμού ανεξαρτησίας από την κυρίαρχη αυτή την περίοδο αντιρωσική στάση των ΗΠΑ και των περισσότερων ευρωπαϊκών πρωτευουσών.
Και όλα αυτά σε μια επίσκεψη που σηματοδότησε την επανέναρξη ενός πιο συστηματικού διαλόγου ανάμεσα στις δύο χώρες, όμως σε ένα σύνθετο τοπίο που καθορίζεται ταυτόχρονα από την σύνθετη ρωσοτουρκική σχέση αλλά και την προηγούμενη κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις.
Τι συμβαίνει με τις ρωσοτουρκικές σχέσεις
Ένα από τα κρίσιμα ερωτήματα γύρω από την επίσκεψη Λαβρόφ δεν αφορούσε τόσο τις ελληνορωσικές σχέσεις, όσο το ποια είναι η πραγματική κατάσταση των ρωσουτουρκικών σχέσεων, στη συγκεκριμένη φάση όπου η Ρωσία δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την τουρκική ανάμειξη στον πόλεμο γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ, όπου στη Λιβύη βρέθηκε απέναντι από την τουρκική ενίσχυση της κυβέρνησης της Τρίπολης και όπου στη Συρία συνεχίζεται μια σχετικά δύσβατη συνεργασία.
Ο ίδιος ο πρόεδρος Πούτιν έδωσε μια απάντηση στο ερώτημα αυτό, κατά την συζήτηση που είχε με τους συμμετέχοντες στο Valdai Discussion Group, αυτό το think tank που διαμόρφωσαν τα κορυφαία ρωσικά ερευνητικά κέντρα σε ζητήματα γεωπολιτικής και διεθνούς οικονομίας.
Εκεί ο Πούτιν μίλησε για επεκτεινόμενη συνεργασία ανάμεσα στις δύο χώρες και χαρακτήρισε την Τουρκία ως ένα γείτονα και μια χώρα με την οποία η Ρωσία έχει διμερές εμπόριο ύψους πάνω από 20 δισεκατομμύρια δολάρια και μια κυβέρνηση που θέλει να συνεχίσει τη συνεργασία. Ο Πούτιν υπογράμμισε ότι ο «πρόεδρος Ερντογάν ακολουθεί μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική». Ως παράδειγμα ο Πούτιν ανέφερε τον αγωγό TurkStream που παρά τις δυσκολίες ολοκληρώθηκε, ενώ όπως είπε χαρακτηριστικά «δεν μπορώ να πω το ίδιο για την Ευρώπη. Συζητάμε αυτό το θέμα για χρόνια, αλλά η Ευρώπη είναι ανίκανη να επιδείξει βασική ανεξαρτησία ή κυριαρχία για να εφαρμόσει το σχέδιο για τον Nord Stream 2». Με αντίστοιχο τρόπο αναφέρθηκε και στην προμήθεια των πυραυλικών συστοιχιών S-400 από την Τουρκία.
Την ίδια στιγμή ο Πούτιν παραδέχτηκε ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την προσάρτηση της Κριμαίας και ότι οι δύο χώρες δεν έχουν την ίδια στάση ως προς την κατάσταση στον Νότιο Καύκασο, με αφορμή και τις πολεμικές συγκρούσεις γύρω από το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Εάν κανείς αναζητήσει μια περιγραφή αυτή της σχέσης, ίσως την απάντηση να τη δίνει μια απάντηση που έδωσε ο Ρώσος ΥΠΕΞ Σεργκέι Λαβρόφ σε μια συνέντευξή του στις 14 Οκτωβρίου: «Η Τουρκία ποτέ δεν θεωρήθηκε ως στρατηγικός σύμμαχός μας. Είναι ένας συνεργάτης, ένας στενός συνεργάτης. Σε πολλούς τομείς αυτή η συνεργασία είναι στρατηγική».
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια παράμετρο ακόμη. Η τρέχουσα φάση των ρωσουτουρκικών σχέσεων σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από τις εξελίξεις στη Συρία. Εκεί η Ρωσία έδωσε μεγάλο βάρος στην υποστήριξη των κυβερνητικών δυνάμεων κάτι που φυσικά την έφερε σε αντιπαράθεση με την Τουρκία που υποστηρίζει μερίδες της ένοπλης ισλαμικής αντιπολίτευσης. Η κατάρριψη ρωσικού αεροσκάφους ήταν το χαμηλότερο σημείο στις ρωσοτουρκικές σχέσεις. Όμως, η Τουρκία σύντομα κατάλαβε ότι μόνο η Ρωσία μπορούσε να εγγυηθεί την αποτροπή του ενδεχομένου στη Συρία να διαμορφωθεί κουρδική οιονεί κρατική οντότητα. Αυτό οδήγησε σε αυτή την ιδιότυπη επαναπροσέγγιση, που επικυρώθηκε και με την προμήθεια των S-400 σε πείσμα των αμερικανικών απειλών για κυρώσεις.
Η Ρωσία που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει την αμερικανική προσπάθεια να οικοδομηθεί μια πολλαπλή γεωπολιτική και οικονομική «υγειονομική ζώνη» τριγύρω της, προφανώς και δεν θα άφηνε αναξιοποίητη την ευκαιρία να αναβαθμίσει τις σχέσεις της με τη χώρα που έχει τις δεύτερες σε μέγεθος ένοπλες δυνάμεις του ΝΑΤΟ και δείξει ότι προκαλεί ρήγματα, την ώρα που εντάσσοντας την Τουρκιά στην διαδικασία της Αστάνα για τη Συρία έκανε και βήματα προς την πολιτική λύση και άρα την επικύρωση του ρόλου της ως power broker στην περιοχή.
Αντίστοιχα, προφανώς και η Ρωσία θα επιμείνει σε σχέσεις με χώρες με τις οποίες μπορεί να έχει αναβαθμισμένες οικονομικές σχέσεις, την ώρα που για παράδειγμα η ΕΕ και ιδίως η Γερμανία υποκύπτουν στις αμερικανικές πιέσεις και υιοθετούν κυρώσεις που διακυβεύουν επενδύσεις σημαντικές για την ενεργειακή πολιτική της ΕΕ.
Όμως, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Ρωσία δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι τις τουρκικές κινήσεις στον Καύκασο, την προσέγγιση με την Ουκρανία αλλά και τον τρόπο που παρόξυνε την κατάσταση στη Λιβύη.
Η προηγούμενη κρίση στις ελληνορωσικές σχέσεις
Παρότι το χειρότερο σημείο ως προς τις ελληνορωσικές σχέσεις ήταν το 2018 με την απέλαση των Ρώσων διπλωματών που ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών (με ΥΠΕΞ τον Νίκο Κοτζιά) είχε κατηγορήσει για κατασκοπία, η επιδείνωση των διμερών σχέσεων ήταν πιο συνολική και είχε ξεκινήσει πιο πριν.
Είχε να κάνει με τη σταδιακή εγκατάλειψη από την ελληνική πλευρά σχεδίων για πιο αναβαθμισμένες επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα, με την ελληνική επιλογή να αναγνωρίσει τη Βόρεια Μακεδονία στην προοπτική της ενίσχυσης του ΝΑΤΟ στα Δυτικά Βαλκάνια, αλλά και με επιλογές που φανέρωναν έναν διαφορετικό προσανατολισμό όπως η έμμεση συναίνεση του ελληνικού υπουργείο Εξωτερικών στις επιλογές του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε σχέση με την αναγνώριση του αυτοκέφαλου της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ακόμη και γεγονότα όπως η απέλαση στη Γαλλία του Αλεξάντερ Βίνικ, του “Mr Bitcon”, παρά τα ρωσικά αιτήματα για επανεξέταση, ακόμη και από τον ίδιο τον Σεργκέι Λαβρόφ, επηρέασαν αρνητικά τις διμερείς σχέσεις. Και βέβαια όλα αυτά είχαν να κάνουν, σε σημαντικό βαθμό με την ευθυγράμμιση της Ελλάδας με τις αποφάσεις της ΕΕ για κυρώσεις στη Ρωσία μετά το 2014, παρότι αυτές οι κυρώσεις είχαν αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο στη χώρα μας.
Σε όλα αυτά προστέθηκε και η διάχυτη αίσθηση ότι η χώρα μας κυρίως είχε προκρίνει την αναβάθμιση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και ότι είχε θέσει τις σχέσεις με τη Ρωσία σε δεύτερη μοίρα.
Η προσπάθεια αναθέρμανσης και η επίσκεψη Λαβρόφ
Το τελευταίο διάστημα με δεδομένη την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας είναι εμφανές ότι η ελληνική διπλωματία κάνει μια προσπάθεια να αναθερμάνει τις ελληνορωσικές σχέσεις.
Ο πολιτικός και διπλωματικός υπολογισμός είναι προφανής: η Ρωσία είναι μια χώρα που μπορεί να ασκήσει πίεση προς την Τουρκία και την ίδια στιγμή, ανεξαρτήτως των ρητορικών διατυπώσεων της ρωσικής ηγεσίας, υπάρχουν αυξημένες τριβές στις ρωσουτουρκικές σχέσεις, ιδίως μετά την τουρκική ανάμειξη στο Νότιο Καύκασο, κατεξοχήν περιοχή που η Ρωσία θεωρεί ότι αποτελεί ζώνη δικής της ευθύνης, αλλά και την αναβάθμιση των ουκρανοτουρκικών σχέσεων.
Ωστόσο, παρότι η Αθήνα θα ήθελε μια ρωσική στήριξη ως προς τα ελληνοτουρκικά, δεν έχει να προσφέρει κάτι αντίστοιχο, πέραν φυσικά από την αποκατάσταση ενός καλύτερου κλίματος επικοινωνίας σε σχέση με την εποχή Κοτζιά. Δηλαδή, δεν υπάρχει για παράδειγμα κάποια προσπάθεια ή πρωτοβουλία από την Ελλάδα για επανεξέταση του καθεστώτος των κυρώσεων ή για επανεκκίνηση μεγάλων ενεργειακών σχεδίων, έστω και εάν η ελληνική κυβέρνηση αποφεύγει το τελευταίο διάστημα την αντιρωσική ρητορική που έχουν ορισμένες χώρες της ΕΕ που προσυπογράφουν πιο ένθερμα τη γραμμή του «Νέου Ψυχρού Πολέμου».
Σε αυτό το πλαίσιο τα μηνύματα που έστειλε η ρωσική πλευρά πριν την επίσκεψη Λαβρόφ ήταν σαφή. Η Ρωσία υπερασπίζεται τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου άρα και το δικαίωμα για τα 12 νμ αλλά και το διάλογο για την αμοιβαία οριοθέτηση υφαλοκρηπίδων και ΑΟΖ στη βάση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982.
Τα σημεία αυτά λίγο πολύ επαναλήφθηκαν και στις δηλώσεις Λαβρόφ κατά τη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο ρώσος ΥΠΕΞ επέμεινε ως προς την Ανατολική Μεσόγειο ότι χρειάζεται «αποκλιμάκωση της έντασης που δημιουργήθηκε στην περιοχή, για να προχωρήσουν οι χώρες στη διευθέτηση όλων των προβλημάτων -που δεν είναι και λίγα- στην περιοχή, μέσω απευθείας διαλόγου», υπογραμμίζοντας ότι αυτό αφορά «και τα ζητήματα στο πλαίσιο της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, του 1982, όταν προκύπτουν τα ζητήματα μεταξύ των όμορων χωρών τα συμφέροντα των οποίων διασταυρώνονται και χρειάζεται να υπάρχει διευθέτηση μέσω των διακρατικών συμφωνιών».
Δηλαδή η Ρωσία στηρίζει έναν απευθείας ελληνοτουρκικό διάλογο που όμως θα πρέπει να στηριχτεί σε αποκλιμάκωση της έντασης και εντός του πλαισίου της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, δηλαδή το πλαίσιο του διεθνούς δικαίου που επικαλείται και η ελληνική πλευρά ως βάση διαλόγου. Ως προς αυτό η Ρωσία σαφώς δήλωσε την πρόθεση να μεσολαβήσει: «Η Ρωσία βρίσκεται πολύ κοντά σε αυτή την περιοχή. Εμείς έχουμε καλές, σταθερές σχέσεις με τις χώρες της περιοχής και αν υπάρχει βούληση, ενδιαφέρον από τους εταίρους μας, είμαστε έτοιμοι να συμβάλλουμε στην ομαλοποίηση της κατάστασης.»
Όμως, το κλειδί βρίσκεται στις καταληκτικές αποστροφές της δήλωσης του Λαβρόφ: «οι σημερινές μου συνομιλίες επιβεβαίωσαν για ακόμα μια φορά ότι -όπως και εσείς είπατε- η συμμετοχή της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στο ΝΑΤΟ δεν εμποδίζει την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των χωρών μας. Βεβαίως επιθυμητό θα ήταν και η Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ να μην μας εμποδίσουν να αναπτύξουμε αυτές τις σχέσεις».
Με αυτόν τον τρόπο ο έμπειρος Λαβρόφ έθεσε το πραγματικό ερώτημα που αφορά περισσότερο την ελληνική πλευρά, παρά τη ρωσική: η Ρωσία αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα ως χώρα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ έχει συγκεκριμένους περιορισμούς και δεσμεύσεις και δεν της ζητά να κάνει μια συνολική στροφή στην εξωτερική πολιτική. Όμως, θεωρεί ότι η τρέχουσα γραμμή που ηγεμονεύει και στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αλλά και στις ΗΠΑ επιδιώκει να δεσμεύσει χώρες όπως η Ελλάδα σε μια αντιρωσική στάση. Επομένως, είναι στο χέρι της ελληνικής κυβέρνησης να διεκδικήσει εκείνο το βαθμό σχετικά αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής που θα επέτρεπε βήματα βελτίωσης των ελληνορωσικών σχέσεων, σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, διευκολύνοντας παράλληλα και τη Ρωσία να παίξει έναν πιο ενεργητικό μεσολαβητικό ρόλο στη Ρωσία.