Αφορμή για τη συνομιλία μας με την πρόεδρο της Ένωσης Ελλήνων Ερευνητών δρ. Μαρία Κωνσταντοπούλου ήταν μια πρόσφατη επιστολή της Ένωσης στον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Η επιστολή – που περιλαμβάνει τις θέσεις της Ένωσης επί των προτάσεων της «Έκθεσης Πισσαρίδη» για την Έρευνα- επαναφέρει στο προσκήνιο όλα όσα συνήθως ξεχνάμε… και τα οποία σχετίζονται, δίχως άλλο, με την αναπτυξιακή κατεύθυνση και προοπτική αυτής της χώρας που το μεγάλο συγκριτικό της πλεονέκτημα είναι το διανοητικό κεφάλαιο που διαθέτει σε αφθονία.
Η δρ. Κωνσταντοπούλου – Κύρια Ερευνήτρια στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών Φυσικών Επιστημών «Δημόκριτος» και πιο συγκεκριμένα, στο Ινστιτούτο Βιοεπιστημών & Εφαρμογών- είχε την καλοσύνη να ανταποκριθεί και να απαντήσει στις ερωτήσεις με τρόπο πολλαπλά δημιουργικό για τη συνέχεια του δημοσίου διαλόγου γύρω από τα ζητήματα της έρευνας.
Ποια θα ήταν εκείνα τα χαρακτηριστικά στοιχεία που θα προσδιόριζαν τη κατάσταση στο χώρο της Έρευνας;
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας είναι το επιστημονικό/ερευνητικό δυναμικό της και σε μεγάλο βαθμό σε αυτό οφείλονται οι επιδόσεις στο τομέα της έρευνας. Αντίθετα το θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο δεν ευνοεί την έρευνα, ώστε να αυξηθεί και η προστιθεμένη αξία των ερευνητικών αποτελεσμάτων σε επιστημονικούς και παραγωγικούς τομείς της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης οι βιβλιομετρικοί δείκτες, δημοσιεύσεις και η διεθνής απήχηση αυτών, κινούνται αυξητικά πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ και του ΟΟΣΑ τη τελευταία δεκαετία, ενώ και οι επιδόσεις Ερευνητικών Κέντρων και Πανεπιστημίων, Ερευνητών και Καθηγητών στα χρηματοδοτικά Προγράμματα Πλαίσιο της ΕΕ για την Έρευνα είναι σημαντικές για τη χώρα μας. Στο πολύ ανταγωνιστικό περιβάλλον του Horizon 2020 η Ελλάδα κατέχει την 8η θέση σε συμμετοχές σε χρηματοδοτούμενα έργα και την 11η στους προϋπολογισμούς των έργων στις 28 χώρες. Να τονίσω στο σημείο αυτό ότι η εθνική χρηματοδότηση υπολείπεται κατά πολύ του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, κινούμενη στο μισό του.
Ο τομέας της έρευνας χαρακτηρίζεται από έλλειψη χάραξης και χρηματοδότησης εθνικής ερευνητικής στρατηγικής, κατακερματισμό του ερευνητικού ιστού, αταξία στον κύκλο προκηρύξεων ερευνητικών δράσεων, καθυστερήσεις στις αξιολογήσεις και στη χρηματοδότηση έργων αλλά και από το άκρως γραφειοκρατικό και δυσλειτουργικό σύστημα διαχείρισης κονδυλίων έρευνας.
Δυστυχώς η έλλειψη σχεδιασμού, συντονισμού και αποτίμησης των υλοποιηθέντων πολυετών προγραμμάτων Έρευνας Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας σε συνδυασμό με τις αποσπασματικές κινήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης δεν βοηθούν μια στοχευμένη ανάπτυξη της έρευνας στην χώρα μας, αν και αυτή αποτελεί έναν εξαιρετικά εξωστρεφές, παραγωγικό και δυναμικό κλάδο.
Η συζήτηση πάντως γύρω από αυτό το καίριο ερώτημά σας θα μπορούσε να καλύψει σελίδες.
Απευθυνθήκατε ως Ένωση Ελλήνων Ερευνητών στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη με αφορμή την έκθεση Πισσαρίδη. Τι είναι εκείνο ή εκείνα τα στοιχεία που θέλατε να αναδείξετε και ποιες είναι – εν συντομία- οι δικές σας προτάσεις σε σχέση με τα αναφερόμενα στην Έκθεση;
Δυστυχώς οι προτάσεις για την έρευνα και την καινοτομία που περιλαμβάνονται στην Έκθεση Πισσαρίδη δεν είναι προς στην πορεία επίτευξης των στόχων που θέτει, γιατί δεν θεραπεύουν τα ενδογενή προβλήματα που προανέφερα. Επιπλέον δεν αξιοποιούν καθόλου την εμπειρία που έχει αποκτηθεί τις τελευταίες δεκαετίες, δεν λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα των ανά πενταετία από το 1995 αξιολογήσεων των Ερευνητικών Κέντρων από διεθνείς επιτροπές και αγνοεί τις αιτίες των δυσλειτουργιών στον ερευνητικό ιστό της χώρας.
Ο προτεινόμενος Εθνικός Οργανισμός Επιστημών, με το σκεπτικό και τα χαρακτηριστικά που περιγράφονται στην Έκθεση, απέχει πολύ από τη φιλοσοφία και τις αρμοδιότητες των National Science Foundations της συντριπτικής πλειονότητας των πρωτοπόρων στην έρευνα Ευρωπαϊκών χωρών. Αντί αυτού του προτεινόμενου υπερσυγκεντρωτικού Οργανισμού Επιστημών θα ήταν σωστή, χτίζοντας πάνω σε σωστά βήματα που έχουν ήδη γίνει, η υποστήριξη και αναβάθμιση του ΕΛΙΔΕΚ.
Τα τελευταία χρόνια συντελούνται σοβαρές μεταβολές στην αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής πολιτικής για την έρευνα, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στο Horizon2020, αλλά και στο νέο Horizon Europe (2021-2027). Βασικό χαρακτηριστικό είναι η χρηματοδότηση όλο και πιο μεγάλων ολιστικών ερευνητικών προγραμμάτων, τα οποία απαιτούν μεγάλες διεπιστημονικές συνέργειες και συμπράξεις μεταξύ ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων. Για να καταστεί εφικτή η θετική ανταπόκριση του ερευνητικού ιστού της χώρας σε αυτές τις μεταβολές απαιτούνται: σχεδιασμός, ισχυρές ερευνητικές δομές, μεγάλες και ισχυρές συνέργειες, δικτυακή οργάνωση και διασύνδεση, καθώς και διοικητική και οικονομική ευελιξία. Σημαντικό μειονέκτημα για την επίτευξη των παραπάνω αποτελεί ο κατακερματισμός του δημόσιου ερευνητικού ιστού, που λειτουργεί με διαφορετικά θεσμικά πλαίσια, με εμπλοκή διαφόρων Υπουργείων, φορέων και οργάνων με επικαλυπτόμενες αρμοδιότητες και/ή ασαφείς αρμοδιότητες.
Σκοπεύουμε να δημοσιοποιήσουμε το επόμενο διάστημα τις συνολικές θέσεις μας για την Διακυβέρνηση της Έρευνας και Τεχνολογίας, την Ανάπτυξη της Καινοτομίας και τον Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης, Έρευνας και Τεχνολογίας
Διεκδικείτε την δημιουργία ενός Ενιαίου Χώρου Έρευνας. Ποια θεωρείτε ότι πρέπει να είναι τα συστατικά «υλικά» του αλλά και οι επιδιώξεις του;
Πράγματι ως Ένωση Ελλήνων Ερευνητών υποστηρίζουμε ότι μέσω του Ενιαίου Χώρου Παιδείας και Έρευνας, οι φορείς της Ανώτατης Εκπαίδευσης και της Έρευνας στη χώρα μας, Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα, θα αποτελέσουν ένα αλληλοσυμπληρούμενο, δυναμικό σύστημα, το οποίο θα αξιοποιήσει, θα συνδυάσει και θα μεγιστοποιήσει τα πλεονεκτήματα που έχουν οι δύο επιμέρους χώροι. Πιστεύουμε ότι έτσι θα μπουν τα θεμέλια για τους αναγκαίους νέους τύπους εργασίας και επιχειρηματικότητας που βασίζονται στη νέα γνώση, στη τεχνολογία και στην καινοτομία.
Μέσω του Ενιαίου χώρου θα ενισχυθεί η βασική έρευνα, που είναι προϋπόθεση για την εφαρμοσμένη έρευνα και την ανάπτυξη της καινοτομίας, και θα διευκολυνθεί ο σχεδιασμός εθνικής ερευνητικής στρατηγικής μέσα από την οργανική και συνδυασμένη αξιοποίηση του συνόλου του ερευνητικού δυναμικού της χώρας.
Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα την πληρέστερη αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού της χώρας, τη μεγαλύτερη αξιοποίηση της υπάρχουσας τεχνογνωσίας και εξοπλισμού, και την ισχυρή ώθηση στην παραγωγική διαδικασία της χώρας.
Θεωρούμε ότι ο θεσμικός διαχωρισμός της Έρευνας & Τεχνολογίας από την Ανώτατη Εκπαίδευση με την μεταφορά της εποπτείας της έρευνας από το ΥΠΕΘ στο ΥΠΑΝ δεν είναι προς στη σωστή κατεύθυνση.
Δίνετε έμφαση στη «βασική έρευνα» και υποβαθμίζεται – τουλάχιστον αυτό προκύπτει από μια γρήγορη ανάγνωση των ανακοινώσεων σας- την έρευνα που αξιοποιείται πολλαπλώς στο επίπεδο της αγοράς. Θα ήθελα την άποψη σας γι΄αυτό.
Δεν είναι ακριβές αυτό. Στην πλειονότητα των ανακοινώσεων μας αναφερόμαστε και στην ανάγκη βελτίωσης των πρακτικών αλληλεπίδρασης του δημόσιου ερευνητικού συστήματος με την ερευνητική δραστηριότητα του ιδιωτικού τομέα αλλά και στο ορθολογικό και υλοποιήσιμο πρότυπο οργάνωσης και διακυβέρνησης ενός ενιαίου, εθνικού ερευνητικού ιστού (δημόσιου και ιδιωτικού), για την ανάπτυξη της Έρευνας και Καινοτομίας στη χώρα.
Προβάλουμε την ανάγκη εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου των πνευματικών δικαιωμάτων, spin-off και start-up εταιρειών, ώστε να διασφαλίζεται η μέγιστη μεταφορά τεχνογνωσίας από τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα προς τον παραγωγικό ιστό της χώρας και ενίσχυση των καινοτόμων πρωτοβουλιών Ερευνητών και Καθηγητών.
Αλλά χωρίς πρόοδο στη βασική έρευνα δεν είναι δυνατόν να αναπτυχθούν καινοτόμες εφαρμογές και νέα τεχνολογικά προϊόντα που θα μπορούν να δώσουν νέα ώθηση στην Οικονομία.
Η καινοτομία αποτελεί τον τελευταίο κρίκο στην αλυσιδωτή ακολουθία «εκπαίδευση – βασική έρευνα – εφαρμοσμένη έρευνα – καινοτομία».
Ο διεκδικούμενος Ενιαίος Χώρος ΄Ερευνας δεν θα πρέπει να παίρνει υπόψη του τις εξελίξεις εκείνες που συνδέουν την Έρευνα και την Τεχνολογία με το στοιχείο της Καινοτομίας;
Σαφέστατα, αλλά η αξιοποίηση του ερευνητικού προσωπικού και των αποτελεσμάτων της βασικής και εφαρμοσμένης έρευνας για την προώθηση της καινοτομίας εξαρτάται από τον προσανατολισμό και την ικανότητα ή βούληση των ιδιωτικών ή/και δημόσιων φορέων να επενδύσουν στην έρευνα και τεχνολογία. Δυστυχώς η ελληνική οικονομία δεν δείχνει διάθεση να επενδύσει στην έρευνα. Συχνά οι «χορηγοί» της έρευνάς μας είναι από το εξωτερικό.
Αντίθετα με τη διεθνή και ευρωπαϊκή θέση του ελληνικού ερευνητικού ιστού στον τομέα της έρευνας, στην καινοτομία, η Ελλάδα ως χώρα, χαρακτηρίζεται ως «Innovation follower» σε παγκόσμιο επίπεδο και στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται ως “Moderate innovator” με επιδόσεις κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Το ελληνικό κράτος αλλά και η πλειονότητα των ελληνικών επιχειρήσεων δεν έδωσαν τα τελευταία χρόνια βαρύτητα στην καινοτομία, σε αντίθεση με άλλες χώρες παρόμοιου μεγέθους με την Ελλάδα όπως η Ιρλανδία η Φιλανδία και το Ισραήλ , οι οποίες προσέλκυσαν επενδύσεις σε αυτό τον τομέα. Ως Ερευνητές προτείνουμε την επένδυση στην εκπαίδευση, σύνδεση της έρευνας με την εκπαίδευση, υποστήριξη της σύστασης επιχειρηματικών δικτύων καινοτομίας, προσέλκυση ξένων επενδύσεων στον τομέα της τεχνολογίας, καλύτερη απορροφητικότητα των κοινοτικών κονδυλίων που έχουν σχέση με καινοτομία και τεχνολογία, διάχυση της καινοτομίας, αύξηση των δαπανών του κράτους και των εταιρειών σε έρευνα και τεχνολογία και στροφή της ελληνικής οικονομίας σε πιο καινοτόμους κλάδους έντασης τεχνολογίας και καινοτομίας.
Επιπλέον πιστεύουμε ακράδαντα ότι με τον τρόπο αυτό θα βοηθηθεί η ανάσχεση του brain drain και θα ενισχυθεί το brain gain.
Πολύ πρόσφατα μια εταιρεία από τα σπλάχνα δημόσιων Ερευνητικών Κέντρων στην οποία μάλιστα συμμετέχει ως συνιδρυτής ο σημερινός πρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών βρίσκεται μια ανάσα πριν από την είσοδο της στο χρηματιστήριο Nasdaq. Την ίδια ώρα αρκετοί συνάδελφοι σας από δημόσια Πανεπιστήμια και Ερευνητικά Κέντρα μέσω spinoff εταιρειών διεκδικούν και καταφέρνουν να συγκεντρώσουν κεφάλαια από funds από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι περιπτώσεις αυτές που προσδίδουν μεγαλύτερη ορατότητα αλλά και εξωστρέφεια δεν είναι κομμάτι ενός δυναμικού συστήματος Έρευνας, Τεχνολογίας και Καινοτομίας που δείχνει ένα από τους διαθέσιμους δρόμους αναπτυξιακής προοπτικής;
Πράγματι, υπάρχουν αρκετά ανάλογα παραδείγματα από συνάδελφους που ως ΕΕΕ προβάλλουμε πολύ συχνά ως επιτεύγματα του ερευνητικού ιστού. Θεωρούμε όμως ότι για να στηριχθούν ανάλογες προσπάθειες και για να πολλαπλασιαστούν θα πρέπει να αρθούν θεσμικά και φορολογικά «βαρίδια» ώστε να διασφαλιστεί η μέγιστη μεταφορά τεχνογνωσίας από τα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα προς τον παραγωγικό ιστό της χώρας και η ενίσχυση των καινοτόμων πρωτοβουλιών Ερευνητών και Καθηγητών.
Επιπλέον θα ήθελα να αναφερθώ σε ένα συγκριτικό πλεονέκτημα για την χώρα μας που δεν προβάλλεται όπως του αξίζει. Και αυτό είναι η έρευνα που διεξάγεται στις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες που εάν ενισχυθεί θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά όχι μόνο στην οικονομία αλλά και στην ανέλιξη της εικόνας της χώρας μας διεθνώς.
Στην ΕΕΕ υποστηρίζουμε διαχρονικά ότι η Έρευνα αποτελεί βασικό μοχλό ανάπτυξης, σημαντική επένδυση και όχι πολυτέλεια που έχει άμεσο αντίκτυπο στην καινοτομία, στην οικονομία, αλλά και στην κοινωνία όπως έχει διαχρονικά αποδειχθεί.