Είναι πολύ συγκινητικό να συνομιλείς με έναν καλλιτέχνη και η συζήτηση να παίρνει τέτοιες διαστάσεις, να είναι δηλαδή τόσο εκ βαθέων τα όσα λέει, ώστε ακόμη και αν αγνοούσες το έργο του θα μπορούσες να υποθέσεις πως δεν είναι αυτό παρά το αποτέλεσμα και το απαύγασμα μιας λυρικής εξομολόγησης. Είναι η περίπτωση του ζωγράφου και σκηνογράφου Γιάννη Μετζικώφ. Αν και θητεύει με τη δεύτερή του ιδιότητα για δεκαετίες στο θέατρο – όπως και στη ζωγραφική -, παραμένει ακόμα έκπληκτος, σαν παιδί, με τα υλικά που του παρέχει η τέχνη του, ώστε να γίνεται η τελευταία προϋπόθεση για ένα θαύμα. Ενα θαύμα που ακόμη και αν δεν συντελεστεί, να λογαριάζει κανείς πως το έχει ζήσει.
Ποιοι υπήρξαν οι δάσκαλοί σας στη σκηνογραφία;
Δάσκαλός μου ήταν ο Γιάννης Μόραλης στη ζωγραφική και ο Βασίλης Βασιλειάδης στη σκηνογραφία, μισό αιώνα πριν, άλλοι καιροί, άλλες αποστάσεις δασκάλων και μαθητών. Ο Μόραλης, υπόδειγμα ανδρικής κομψότητας, ερχόταν με το κοστούμι του και το ποσέτ στο τσεπάκι. Σε πολλούς απευθυνόταν στον πληθυντικό.
Σήμερα προσεγγίζουμε αλλιώς τα παιδιά. Γινόμαστε ένα μαζί τους. Κάθε πρόβλημα γίνεται κοινό. Προσπαθώ να μεταφέρω απαλά τη γνώση για την ομορφιά, που δεν είμαι καν ούτε εγώ σίγουρος πως την κατέχω. Ακόμα την αναζητώ. Συχνά οι σπουδαστές με ρωτούν, πώς να το βρω; Πώς να το κάνω; Πώς να το σκεφτώ; Η αλήθεια είναι πως όλα βρίσκονται φυλακισμένα μέσα μας και τα καλά, και τα κακά, και τα ταλέντα, και οι αδυναμίες μας. Οι πιο αδύναμοι είναι οι δάσκαλοι, που επωμίζονται την ευθύνη των διδασκαλιών τους. Γιατί είναι άρρωστο να ισχυρίζεται κάποιος ότι μπορεί να κατασκευάσει ή να βοηθήσει έναν καλλιτέχνη.
Δεν γίνεται γιατί οι καλλιτέχνες είναι ευεργετημένοι από τον ίδιο τον Θεό και συνεπώς, κατα κάποιον τρόπο, αυτοδίδακτοι. Ο όρος «βοήθεια» είναι ντροπιαστικός, νοσοκομειακός και προϋποθέτει ανημπόρια. Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει κάποιον που έχει γεννηθεί με τη χάρη μέσα του. Ο δάσκαλος μόνο να του διευκολύνει την πορεία μπορεί.
Η τέχνη βρίσκεται κρυμμένη σε έναν κόσμο που περιμένει να τον αποκαλύψει το βλέμμα μας. Αυτή είναι η επιλογή που θα γίνει σημείο εκκίνησης των εικαστικών μας δημιουργιών. Γιατί τα ομορφότερα πράγματα τελικά είναι γύρω μας, τα δυνατότερα συναισθήματα μέσα στο σπίτι μας, τις ωραιότερες λέξεις μας τις ψιθύρισαν χθες το βράδυ, το λαμπερότερο φως το είδαμε αυτό το πρωί. Κι όμως, τον περισσότερο χρόνο της ημέρας μας μένουμε απαθείς και αντιλαμβανόμαστε μηχανικά γύρω μας την καθημερινότητα. Μην προσπερνάμε τη ζωή, γιατί αυτή στην πραγματικότητα είναι ο μέγας δάσκαλος.
Ο κόσμος γύρω μας πρέπει να μας αγγίζει το πρόσωπο, να μπαινοβγαίνει στα μάτια, στ’ αφτιά και στα ρουθούνια μας, πρέπει οι αισθήσεις μας να πάλλονται συσσωρεύοντας μέσα μας πλούτο από παρακαταθήκες εντυπώσεων.
Ποια θεωρείτε πως είναι η σχέση ζωγραφικής και σκηνογραφίας;
Κανένας μεγάλος ζωγράφος στη νεότερη ιστορία της τέχνης δεν πέρασε χωρίς να καταπιαστεί έστω και λίγο και με τη σκηνογραφία. Κάποιοι το έκαναν έργο παράλληλο. Από τον Πικάσο, τον Ματίς, τον Νταλί, τον Σαγκάλ, τον Καντίνσκι, οι πάντες, αλλά και όλοι οι γνωστοί έλληνες ζωγράφοι, βρήκαν σε αυτή την ιδιαίτερη τέχνη μια προέκταση της δουλειάς τους. Γιατί ποιος θα αμφισβητήσει ότι η σκηνογραφία είναι μια ζωντανεμένη ζωγραφιά. Μια ζωγραφιά που τη διέπουν οι ίδιοι νόμοι, οι αποστάσεις, η επαγωγή στη σκιά, τα σημαίνοντα στοιχεία, οι αναλογίες των όγκων, το βάθος, οι συμμετρίες και οι συμβολισμοί των χρωμάτων.
Ομως ο σκηνογράφος δεν δουλεύει όπως ο ζωγράφος. Ο ζωγράφος είναι ελεύθερος, είναι βασιλιάς στο καμαράκι του, σβήνει, σκίζει, γράφει, κάνει ό,τι θέλει επαναλαμβάνοντας μέχρι το ποθητό αποτέλεσμα. Ο σκηνογράφος, αντιθέτως, είναι συνεχώς υπόλογος μπροστά σε ένα αποτέλεσμα πάνω στο οποίο συγκλίνουν και άλλοι καλλιτέχνες με τους οποίους πρέπει να συνεργαστεί. Ετσι, ο ηθοποιός θα τρέξει στη σκάλα που του προτείνει και ο χορευτής θα χορέψει μέσα στο φόρεμα που του σχεδίασε. Υπάρχουν όροι που δεν μπορεί να παρακάμψει. Αυτό κάνει τη δουλειά του επιτακτικά απαγορευτική σε κάθε αυθαιρεσία. Ούτως η άλλως, ποτέ κανείς στο θέατρο δεν τραβάει τον μοναχικό του δρόμο. Και ίσως αυτό, αυτό το δέσιμο, να είναι ακριβώς το πιο γοητευτικό σημείο της θεατρικής τέχνης. Το ότι δηλαδή πολλοί καλλιτέχνες διαφορετικών ειδικοτήτων έρχονται κοντά και γίνονται ένα για να παραγάγουν από κοινού ένα και μόνο ένα έργο τέχνης. Την παράσταση· που είναι συγχρόνως έργο όλων, αλλά και του καθενός ξεχωριστά.
Το κοινό είναι επίσης μια ξεχωριστή αμοιβή για τον σκηνογράφο. Γιατί κάθε βράδυ το κοινό θα συμμετέχει, επιβραβεύοντας και ενθαρρύνοντας με το χειροκρότημά του την όλη του προσπάθεια. Είναι πραγματικά εμψυχωτικό αυτό για οποιονδήποτε καλλιτέχνη. Αντίθετα ο ζωγράφος δεν έχει κοινό, με την έννοια μιας καθημερινής προσέγγισης. Κανείς δεν θα τον χειροκροτήσει, οι άνθρωποι που μπορούν να πληρώσουν για να αποκτήσουν ένα έργο του είναι λίγοι και η έκφραση θαυμασμού σε μια έκθεση διαφορετική.
Στις μέρες μας υπάρχει μια κοσμογονική αλλαγή στα εικαστικά μιας παράστασης. Συχνά η ζωγραφική, η γλυπτική, όλες οι μορφές τέχνης συνυπάρχουν και ενώνονται σε μια πρωτοποριακή πρόταση μαζί στις σύγχρονες παραστάσεις. Επιπλέον, εξελιγμένες φωτιστικές τεχνικές και πολυάριθμα υλικά τελευταίας τεχνολογίας φτιάχνουν εκπληκτικές σκηνικές εικόνες, τρέχοντας πολύ μπροστά από την παραδοσιακή σκηνογραφία των τελευταίων δεκαετιών. Δεν χρειάζεται να ζωγραφίσουμε σε τελάρα το δάσος, ούτε σύννεφα στο κυκλόραμα. Πλέον τα δάση κουνιούνται από τους ανέμους, ανθίζουν και φυλλορροούν, τα σύννεφα φέρνουν βροχή και ταξιδεύουν. Η τεχνολογία, τα βίντεο και τα ολογράμματα μας παρέχουν απαιτητικά αποτελέσματα υψηλής εικαστικής δύναμης και ζωντάνιας. Οι καιροί αλλάζουν.
Παρά τον ελαφρώς διασκεδαστικό χαρακτήρα της ερώτησης, ποια θεωρείτε ως σύζυγό σας και ποια ως ερωμένη σας σε σχέση με τη ζωγραφική και τη σκηνογραφία;
Ζωγράφος ή σκηνογράφος δηλαδή; Ζωγράφος είμαι, αυτό σπούδασα, αλλά μου άρεσε η σκηνογραφία από μικρός. Η εικαστική αναζήτηση είναι ίδια. Εζησα όπως όλοι θα είχαν ευχηθεί να ζήσουν, μια ζωή γεμάτη ομορφιά, μια ομορφιά που δεν την έβλεπαν όλοι μες στο σπίτι μου, που δεν τη μοιραζόμουν με τα αδέλφια μου και που κανένας δεν έδειξε ενδιαφέρον να την ψάξει μαζί μου. Μια ομορφιά που δεν ήταν στις βιτρίνες των μαγαζιών, ούτε την εντόπιζες μέσα από το εμμονικό σφυροκόπημα του μάρκετινγκ, όπως γίνεται σήμερα. Αυτή την ομορφιά τη συνάντησα στα ασήμαντα γύρω μου και ήταν αυτή που με έσπρωξε να γίνω καλλιτέχνης, ζωγράφος, σκηνογράφος, ό,τι έγινα, με ευγνώμονα διάθεση να την υπηρετήσω.
Μια μέρα, θα ήμουν δεν θα ήμουν έξι χρόνων στην Κρήτη, η μάνα μου μού έβαψε με λουλάκι ένα πανί κι έτσι ζεματιστό το ανάριξε σε ένα τοιχαλάκι να στραγγίξει τα νερά του. Ανάμεσα στις πέτρες ήτανε μαζί χτισμένο και το καύκαλο ενός σκύλου. Κι έτσι όπως τρέξανε οι μπλε ροές, περάσανε από τις κόγχες των ματιών και το μεταμορφώσανε. Κι έγινε μάσκα αλλόκοσμη και τραγική. Πρώτη φορά κατάλαβα πως όλα μπορούν να γίνουν κάτι άλλο γύρω μας. Τη νύχτα ένιωσα πως ο μπλε σκύλος παραμόνευε ζωντανός στην αυλή μας.
Από τότε και μέχρι τώρα έχω περιπλανηθεί αμέτρητες ώρες στις πιο αδιανόητες μεριές της πόλης, ψάχνοντας τα ασήμαντα πολύτιμά μου, αξιολογώντας υλικά, απομεινάρια μιας άλλης ζωής και επαναπροσδιορίζοντας το πλαίσιο μιας νέας τους υπόστασης μέσα στη δουλειά μου.
Κάποτε έκανα μια έκθεση γλυπτών, στον Περισσό, στις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις της Κολούμπια από επιλεχθέντα στοιχεία, «Τα Φανέντα», φθαρμένα κομμάτια μετάλλων που βρήκα περιπλανώμενος πεταμένα στα διαλυτήρια των πλοίων του Σκαραμαγκά. Τα μάζεψα, τα διάλεξα, τα έκοψα και τα συγκόλλησα. Μαύρος, με καμένα δάχτυλα, κι όμως δεν έχω τρόπο να περιγράψω την ευτυχία μου μέσα σε αυτή την διαδικασία επανασυγκρότησης και ανασύνθεσης. Αδιανόητο τι ήταν και πώς έγιναν. Η λέξη «Φανέντα», από το ρήμα «φαίνομαι», μιλούσε ακριβώς για αυτή τους την αποκάλυψη μπροστά στη νέα τους υπόσταση σαν έργα τέχνης.
Από τον Αλέξη Μινωτή ως τον Δημήτρη Ποταμίτη, ισχυρίζονταν πως το σκηνικό καθόριζε σε μεγάλο βαθμό τη σκηνοθεσία τους. Συμφωνείτε με την άποψη αυτή;
Ναι, ένα σκηνικό ή γενικότερα η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου καθορίζει και ρυθμίζει πολλά από αυτά που θέλει να κάνει ο σκηνοθέτης. Στο σύγχρονο θέατρο, οι σκηνοθέτες νέας κοπής καταφθάνουν έχοντας από την πρώτη στιγμή διαμορφωμένο ένα σκηνικό στο μυαλό τους. Είναι έτοιμο, σ’ το περιγράφουν και σου ζητούν να τους το φτιάξεις. Θα το κάνω αν είναι όμορφη και ευφάνταστη η ιδέα. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε, έτσι είναι το θέατρο, μέσα του δεσπόζει το όραμα του σκηνοθέτη και όλοι έχουμε κληθεί να το υπηρετήσουμε. Μπορεί και να μην είναι πάντα καλή η συνεργασία. Μου έχει συμβεί να επεμβαίνει εφιαλτικά ο σκηνοθέτης και στην πιο ασήμαντη ενδυματολογική λεπτομέρεια χωρίς να χρειάζεται.
Είναι φυσικό, σκηνογραφίες με αναβατόρια, με κεκλιμένα πατώματα, με περιστροφικές σκηνές και σκάλες να χρειάζονται το έμπειρο βλέμμα ενός σκηνοθέτη-καθοδηγητή που θα οργανώσει και θα βοηθήσει την εξέλιξη ολόκληρης της παράστασης μέσα σε αυτά τα δεδομένα. Ο Βασιλειάδης, ο δάσκαλός μου, ήτανε ο αγαπημένος σκηνογράφος του Μινωτή και πολλές φορές μας μιλούσε για τις πολύωρες, απαιτητικές και όμως εκπληκτικές τους συνεργασίες.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έχει κάνει σκηνικά για 300 θεατρικά έργα. Τι αισθάνεστε να έχει μείνει από τη εργασία του αυτή;
Τριακόσιες συνεργασίες είναι πάρα πολλές. Ακαταπόνητος. Ο Γιάννης Τσαρούχης ήταν μια σπάνια περίπτωση ζωγράφου και σκηνογράφου. Ποτέ δεν ήταν απόλυτα διαχωρισμένα αυτά στο έργο του. Δεν ήταν μόνο ζωγράφος, κατά μιας και η ίδια η ζωγραφική του λειτουργούσε με το στίγμα μιας πλούσιας θεατρικότητας, με τους συμβολισμούς, τις αλληγορίες και τον διάχυτο ερωτισμό, φτιάχνοντας έτσι το έργο του, σαν μια διήγηση, σαν μια ποιητική ουτοπία. Ο Τσαρούχης ξεδιπλώνει μέσα στο έργο του τις μύχιες σκέψεις του με ένα κλίμα λυρισμού, μυστικισμού και θρησκευτικότητας. Τα αφημένα κτίρια του Πειραιά, το ποτήρι με τα ταπεινά λουλούδια, η μοναξιά των εραστών. Ολη του η σκηνογραφία είναι σαφώς προέκταση μιας ζωγραφιάς του. Τριακόσιες σκηνογραφίες; Τι έχει μείνει από αυτές; Τίποτα. Ισως σχέδια, χρώματα, χαρτιά ψαλιδισμένα ή ράκη από ζωγραφισμένες επιφάνειες των σκηνικών που φιλοτέχνησε μονάχος του, κάποια κοστούμια ίσως, μάσκες, χρωματισμένες φτερούγες. Τίποτα άλλο.
Γιατί η σκηνογραφία σαν τέχνη δεν χτίζει Παρθενώνες, δεν ποντάρει στο αιώνιο, είναι ένας δρόμος παράλληλος με τις ασήμαντες ζωές μας, μια φθαρτή τέχνη που παρακολουθεί τη ζωή και που και εκείνη μοιάζει με μια σύντομη παράσταση. Ενα φως στην αρχή και ένας θάνατος, ένα σκοτάδι κλείνει την αυλαία. Αυτό το φθαρτό, το εφήμερο, το όσο κρατάει η ανάσα μας, κάνει τη σκηνογραφία αλλά και ολόκληρη τη θεατρική τέχνη να συμπορεύεται με τις ζωές μας και να παραμένει μια αληθινά λαϊκή τέχνη μες στις καρδιές όλων μας. Τι απομένει από αυτή; Μια φωτογραφία; Ενα βίντεο; Μα αυτά είναι προϊόντα μιας άλλης τέχνης. Η παράσταση χάθηκε, πέρασε, έμεινε μόνο σαν μια εξαίσια μνήμη. Οι «Ορνιθες» του Τσαρούχη θα τραγουδούν πάντα στην Επίδαυρο του νου μας.
Ποια θεωρείτε ως σήμερα την πιο μυθική συνεργασία σας σε σχέση με τον χώρο του θεάτρου;
Τα χρόνια είναι πολλά και είναι φυσικό να έχουν προκύψει και μυθικές συνεργασίες. Στην πραγματικότητα μυθικές είναι οι αλησμόνητες στιγμές που με έχουν σημαδέψει. Στιγμές πλάι σε υπέροχους ηθοποιούς, σε φωτισμένους σκηνοθέτες, σε αξιοθαύμαστους συγγραφείς, σχέσεις και μνήμες πολύτιμες που έμειναν για πάντα μέσα μου. Πολύτιμες γιατί δεν θα τις αποχωριστώ ποτέ. Το ξέρω.
Κάποια στιγμή πριν από χρόνια κάναμε ένα έργο βυζαντινό με την Ειρήνη Παπά στη Σικελία. Η «Θεοδώρα» ήτανε, σε κείμενα του Γιώργου Χειμωνά. Της έφτιαξα ένα ένδυμα, άμφιο, βαρύτιμο, αυτοκρατορικό, κεντημένο με αναρίθμητα μαργαριτάρια ως κάτω, με στέμμα και περπεδούλια. Ητανε όμως ασήκωτο και για να γλιτώσουμε βάρος αντικαταστήσαμε τα μαργαριτάρια με πηχτές σταγόνες μανό περλέ για τα νύχια. Δεν κατάλαβε ποτέ κανείς τίποτα. Το έχουνε στο μουσείο της Παπαντωνίου στο Ναύπλιο. Η Ειρήνη ερχόταν όρθια με ένα καντήλι, σε ένα βαρκάκι από το βάθος του ορίζοντα μέχρι το κοίλο του παραθαλάσσιου θεάτρου, τραγουδώντας. Ο ήλιος βασίλευε μες στην πορφύρα κι αυτός. Η φωνή δυνάμωνε μέχρι που ο βαρκάρης την άφησε να γονατίσει στην άκρη της σκηνής. Αστραφτε. Ομορφιά, μαγεία και συγκίνηση.
Αυτή ήταν ίσως μια μυθική συνεργασία μου. Μια συνεργασία που το αποτέλεσμά της έφτασε κοντά σ’ αυτά που είχα αρχικά σκεφτεί. Που με έσπρωξε να βρω λύσεις και πάνω από όλα να διδαχτώ μέσα από τις δικές μου τολμηρές αποφάσεις.
Συχνά οι πολύτιμες συνεργασίες δεν έχουν να κάνουν μόνο με τους διάσημους και με πρόσωπα που είναι αναγνωρισμένα κεφάλαια της τέχνης. Είναι και με καθημερινούς ανθρώπους, με μάστορες δασκάλους, τεχνίτες ξεχασμένων επαγγελμάτων που έχουν μια εκπληκτική γνώση, ώστε να φτιάχνουν πράγματα με τεχνικές και κατασκευαστικούς τρόπους που χάνονται. Είναι οι συνεργασίες της καρδιάς, του χαμόγελου, της λαδόκολλας, με το τυρί και την ελιά στα εργαστήρια, είναι οι άνθρωποι που δεν χειροκροτήθηκαν ποτέ, που βρίσκουν όμως μόνο χαρά σε ότι τους ζητείς να φτιάξουν. Είναι άραγε, λιγότερο μυθικές αυτές οι πολυετείς αλησμόνητες μαθητείες κοντά τους;