Στις ποιοτικές αναλύσεις των δημοσκοπήσεων για τις αμερικανικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου είναι ένα εύρημα που εντοπίζεται ξανά και ξανά: παραδοσιακοί ψηφοφόροι του Δημοκρατικού Κόμματος ή ανεξάρτητοι που δεν στήριξαν τη Χίλαρι Κλίντον το 2016 – οι περισσότεροι απείχαν ή επέλεξαν κάποιον τρίτο υποψήφιο – είναι πρόθυμοι να ψηφίσουν σε δέκα ημέρες τον Τζο Μπάιντεν.
Ξανά και ξανά οι απαντήσεις διαμορφώνουν την εικόνα: ο Μπάιντεν είναι πολύ πιο αποδεκτός σε αυτούς τους ψηφοφόρους απ’ ό,τι ήταν η Κλίντον. Για διάφορους λόγους – μικρούς, μεγάλους, προσωπικούς, πολιτικούς, λόγους που έχουν να κάνουν με το φύλο ή και όχι.
Ο Μπάιντεν, φυσικά, επωφελείται και από την αγανάκτηση των ψηφοφόρων και την έντονη επιθυμία πολλών Δημοκρατικών να εκδιωχθεί ο Ντόναλντ Τραμπ από τον Λευκό Οίκο. Με την πλειονότητα των Αμερικανών να καταδικάζει την ολιγωρία του προέδρου στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Μεγάλη διαφορά όμως της φετινής κούρσας με εκείνη του 2016 είναι ότι τότε, πριν από τέσσερα χρόνια, οι δύο υποψήφιοι ήταν από τα πιο αντιπαθή και πολωτικά πολιτικά πρόσωπα της σύγχρονης αμερικανικής Ιστορίας.
Ο πρώην αντιπρόεδρος μπορεί να έχει ισχυρό προβάδισμα έναντι του Τραμπ στη συντριπτική πλειονότητα των δημοσκοπήσεων, όμως μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους αναλυτές έχει το γεγονός ότι σταθερά οι πολίτες που ερωτώνται εκφράζουν πολύ πιο θετική άποψη για τον Μπάιντεν σε σύγκριση με την Κλίντον, αν και γνωρίζουν πολύ λίγα για τη δράση του όλες αυτές τις δεκαετίες που εκλέγεται στη Γερουσία. Κάποιοι βλέπουν τη νίκη του στερεότυπου – ο Μπάιντεν, ένας 77χρονος λευκός άνδρας είναι πιο οικεία φιγούρα για το ανώτατο αξίωμα της χώρας. «Οι Ρεπουμπλικανοί κατάφεραν να κάνουν τη Χίλαρι Κλίντον να μοιάζει με τον διάολο τα τελευταία 20 χρόνια, οπότε πώς να εκλεγεί πρόεδρος;» παρατηρεί ο Ααρον Στερνς, πρόεδρος του Δημοκρατικού Κόμματος στην Πενσιλβάνια. «Είναι πολύ πιο εύκολα τα πράγματα για τον Τζο Μπάιντεν επειδή είναι λευκός άνδρας. Λυπάμαι που το λέω αυτό, αλλά είναι η αλήθεια».
Που υπερέχει
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Μπάιντεν υπερέχει της Κλίντον σε ένα ευρύ φάσμα δημογραφικών ομάδων – κυρίως στους ηλικιωμένους ψηφοφόρους, στους λευκούς και στους κατοίκους των προαστίων. Ομως το μεγαλύτερο προβάδισμα το έχει μεταξύ εκείνων που επέλεξαν να απέχουν στις εκλογές του 2016 ή να υποστηρίξουν κάποιον από τους άλλους υποψήφιους. Ο πρώην αντιπρόεδρος έχει ποσοστό 49% (έναντι μόλις 19% του Τραμπ), σε ψηφοφόρους που ψήφισαν άλλους υποψήφιους το 2016.
Υπάρχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα διάσταση: Η λογική λέει πως ο Μπάιντεν θα εκλεγεί εάν ξανακερδίσει τους Δημοκρατικούς ψηφοφόρους που στήριξαν Τραμπ το 2016. Ομως αυτό δεν ισχύει απολύτως. Σύμφωνα με τα προγνωστικά μοντέλα, ο Τραμπ μπορεί να διατηρήσει όλη την εκλογική δύναμη που είχε πριν από 4 χρόνια και παρ’ όλα αυτά ο Δημοκρατικός υποψήφιος να νικήσει. Μάλιστα ο Τραμπ μπορεί να κερδίσει και ένα εκατομμύριο ψήφους παραπάνω σε σύγκριση με την προηγούμενη φορά και παρ’ όλα αυτά να χάσει.
Το 2016 η Κλίντον κέρδισε το 48% της λαϊκής ψήφου και ο Τραμπ το 46%. Το 6% των ψηφοφόρων επέλεξαν άλλους υποψηφίους – ένα πολύ μεγάλο ποσοστό εάν σκεφθεί κάποιος ότι στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις οι «άλλοι» δεν ξεπερνούσαν το 2%. Φέτος, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ποσοστό των «άλλων» θα μειωθεί ξανά στο 2%.
Τι σημαίνει αυτό για τη μάχη Τραμπ – Μπάιντεν; Οτι για να κερδίσει το σώμα των εκλεκτόρων ο Τραμπ χρειάζεται 48% εάν ο Μπάιντεν πάρει 50%. Δηλαδή το 46% που είχε κερδίσει το 2016 ο σημερινός πρόεδρος δεν θα του είναι αρκετό. Ακόμα και εάν η ψήφος για «άλλους» φθάσει το 3% ή 4%, ο Τραμπ θα πρέπει να τα πάει καλύτερα απ’ ό,τι την περασμένη φορά για να παραμείνει στον Λευκό Οίκο. Το να διατηρήσει όσους παραδοσιακούς Δημοκρατικούς ψηφοφόρους τον είχαν στηρίξει την περασμένη φορά επειδή αντιπαθούσαν τη Χίλαρι, δεν θα είναι αρκετό.
Πολωμένη κοινωνία
Ολοι αυτοί οι αριθμοί, βέβαια, κρύβουν μια βαθύτερη πολιτική διάσταση. Οτι η αμερικανική πολιτική σκηνή είναι βαθιά πολωμένη. Ανάμεσα στους φανατικούς οπαδούς της Δεξιάς και του Τραμπ και τους παθιασμένους προοδευτικούς που στηρίζουν Μπάιντεν υπάρχουν εκατομμύρια ψηφοφόροι. Οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν και αυτό. Οταν ρωτώνται σε ποια από τις ιδεολογικές ομάδες θα κατέτασσαν τον εαυτό τους, το 35% δηλώνει συντηρητικό, ένα άλλο 35% δηλώνει μετριοπαθές και 30% δηλώνει προοδευτικό.
Πολλοί υπενθυμίζουν, πάντως, ότι και η Χίλαρι Κλίντον το 2016 είχε προβάδισμα έναντι του Ντόναλντ Τραμπ, όπως τώρα ο Μπάιντεν. Αρα οι προβλέψεις μπορεί να ανατραπούν; Κανείς δεν θα το απέκλειε, ιδιαίτερα αφού το αποτέλεσμα θα κριθεί από τη στάση του Σώματος των Εκλεκτόρων που ευνοεί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που πιστεύουν πως το 2016 δεν έχει σχέση με το 2020. Πολλά, μεγάλα και πρωτοφανή έχουν γίνει. Και οι ψηφοφόροι δεν μπορούν να το ξεχάσουν αυτό.