Με την πρώτη παρουσίαση μιας νέας ελληνικής κωμωδίας ξεκινούν την καινούρια θεατρική σεζόν τα Αθηναϊκά Θέατρα στο θέατρο Αλίκη.
Ο σκηνοθέτης Γιώργος Λύρας συνεχίζοντας την στήριξη του ελληνικού έργου συνωμοτεί με τέσσερις απ’ τους καλύτερους ηθοποιούς της νέας γενιάς, την Άρτεμις Γρύμπλα, τον Απόστολο Καμιτσάκη, τη Βασιλική Κίσσα και τον Βαγγέλη Σαλεύρη, στο ανέβασμα της σχεδόν αστυνομικής, βραβευμένης κωμωδίας του νεαρού δημιουργού Δημήτρη Φούτσια. Της παράστασης «Meatball#OKEFTES» που αποτελεί την πρώτη ελληνική κωμωδία vegan!
Το κείμενο βραβεύτηκε και πρωτοπαρουσιάστηκε στην αρχική του μορφή, ως μονόπρακτο το καλοκαίρι του 2019, στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Νέων Θεατρικών συγγραφέων που διοργανώνει το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Η παράσταση παίζεται κάθε Τετάρτη έως Κυριακή. Η ιστορία ξεκινάει ένα χαλαρό βράδυ Σαββάτου! Δύο νεαρά ζευγάρια συναντιούνται στο διαμέρισμα του ενός, για να δειπνήσουν! Ενώ όλα κυλούν ομαλά και η παρέα διασκεδάζει, ένα αυθάδικο και ελαφρώς δαγκωμένο κεφτεδάκι, βρίσκεται κάπου εκεί στο πάτωμα. Ένα κεφτεδάκι έτσι όπως φαίνεται… από κιμά! Ναι! Από κιμά! Πανικός! Ανταλλάσσονται ματιές τρόμου! Μα γιατί;
Γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή «μετασημερινή»! Σε μια κοινωνία που τα ζώα πλέον έχουν ίσα δικαιώματα με τους ανθρώπους και η κατανάλωση κρέατος είναι απαγορευμένη, δια νόμου και δια ροπάλου. Σε μία τέτοια εποχή προόδου λοιπόν, αυτοί οι τέσσερις καθ’ όλα νομοταγείς πολίτες ανακαλύπτουν με φρίκη –ανάμεσά τους – το κεφτεδάκι! Ποιος είναι ο ένοχος; Ποιος πάει να τους παγιδεύσει; Ποιος άλλος μπήκε μέσα στο σπίτι στα κρυφά; Όχι εγώ, εσύ, όχι εσύ, αυτή!
Αλληλοκατηγορούνται και φανερώνουν τα ανθρωποφάγα ένστικτά τους, έξαλλοι και καταϊδρωμένοι! Η απειλή της φυλάκισης κρέμεται σαν μία μάχαιρα επάνω απ’ το κεφάλι τους. Θα χάσουν τις δουλειές τους, το καλό τους όνομα, τη θέση τους στην πράσινη κοινωνία! Κι έτσι εκείνη τη βραδιά θα βγούνε μυστικά στη φόρα, καταπιεσμένα ένστικτα, κρυφές χάρες και πολλές μυστικές και ένοχες επιθυμίες που δεν τολμούσαν μέχρι τότε να δουν το φως της ημέρας.
Ο Γιώργος Λύρας μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τους κεφτέδες και την πράσινη κοινωνία.
Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Η πρώτη μου επαφή με το κείμενο του Δημήτρη Φούτσια έγινε το περασμένο καλοκαίρι , το έργο διακρίθηκε ως μονόπρακτο στο εργαστήριο Νέων Θεατρικών Συγγραφέων του Ιδρύματος Μιχάλης Κακογιάννης που διευθύνει ο Ηρακλής Λογοθέτης, όπου και το σκηνοθέτησα. Το αγάπησα από την πρώτη φορά που το διάβασα. Οι παραστάσεις πήγαν πολύ καλά και σκεφτόμουν ότι θα ήθελα να γίνει πλήρης παράσταση. Το έγραψε ο Δημήτρης στην περίοδο της καραντίνας και έκανα την πρόταση στα Αθηναϊκά Θέατρα όπου και αμέσως αντέδρασαν θετικά. Σχεδόν δεν πίστευα ότι μια εταιρία παραγωγής θα τολμήσει να πάρει αυτό το ρίσκο και να ανεβάσει μια παράσταση φτιαγμένη εξ ολοκλήρου απ’ τη νέα γενιά σε ένα από τα κεντρικότερα θέατρα των Αθηνών. Σε μια τόσο δύσκολη περίοδο , συστήνονται , ένα νέο ελληνικό κείμενο και μια πολύ ταλαντούχα νέα γενιά ηθοποιών που δεν σας κρύβω έχω γοητευτεί από τον τρόπο που δουλεύουν και οι τέσσερις την κωμωδία. Νιώθω πολύ τυχερός για τον καθένα τους ξεχωριστά.
Μια και πρόκειται για την πρώτη παρουσίαση του συγκεκριμένου έργου, πώς φιλοδοξείτε να το συστήσετε στο κοινό;
Εμείς νιώσαμε την ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα σκηνικό «πάρτι». Ονειρευτήκαμε με παράσταση με καταιγιστικό ρυθμό, με πολύ γέλιο, με ανατροπές και σασπένς. Θέλαμε μια θεατρική γιορτή. Και μέσα από αυτή την εύφορη κατάσταση να μπορέσουμε να θέσουμε ερωτήσεις σε μεγάλα προβλήματα όπως ο φανατισμός, η επιρροή του λαιφσταιλ και η σχέση της με τις προσωπικές ανθρώπινες επιλογές, η παράνοια του σύγχρονου μοντέλου ζωής. Η ευχή μας είναι ο κόσμος να έρθει στο θέατρο και να γελάσει με όλη του τη δύναμη. Να απολαύσει την παράσταση και να μπορέσει να πάρει μια μεγάλη ανάσα.
Στην συγκεκριμένη παραγωγή, οι συντελεστές από τους ηθοποιούς μέχρι τον συγγραφέα ανήκουν στην νέα γενιά καλλιτεχνών. Πόσο σημαντικό είναι τη δεδομένη στιγμή το νέο δυναμικό να κατακλύζει τη θεατρική σκηνή;
Για μένα είναι ό,τι πιο σημαντικό και ελπιδοφόρο ακριβώς λόγω της στιγμής. Η νέα γενιά αποτελείται από εξαιρετικά ταλαντούχους καλλιτέχνες και είμαι ουσιαστικά ευτυχής όταν τους δίνεται το βήμα ειδικά σε μια κρίσιμη στιγμή. Το θέατρο αποδεικνύει ότι στα δύσκολα ανανεώνεται και δεν σταματάει να προχωράει. Είμαστε όλοι εξαιρετικά χαρούμενοι που θα μπορέσουμε να παρουσιάσουμε στη σκηνή μια ολοκαίνουργια ελληνική κωμωδία με νέους, χαρισματικούς ηθοποιούς. Και στεκόμαστε όλοι οι συντελεστές γενναία μπροστά σε αυτό το τόλμημα , εργαζόμαστε πολύ όρεξη και πίστη και βέβαια μαζί με μας συνοδοιπόροι πάντα τα τα Αθηναϊκά Θέατρα που σηκώνουν το οικονομικό βάρος και μας στηρίζουν με κάθε τους δύναμη.
Σ’ αυτήν την αντίστροφη πραγματικότητα που περιγράφει το έργο, πώς θίγονται τα σημερινά ζητήματα;
Ένα από τα πολύ δυνατά χαρακτηριστικά του έργου είναι ακριβώς αυτό. Για να θίξει τα ζητήματα του σήμερα απομακρύνεται από τον ενεστώτα χρόνο. Μας τοποθετεί σε ένα μέλλον που δεν μπορούμε να καταλάβουμε αν είναι πολύ μακρινό ή όχι. Σίγουρα όμως δεν είναι το σήμερα. Και με αυτή τη χρονική απομάκρυνση μπορεί να στοχεύσει στην ουσία των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου με ακρίβεια ακοντιστή. Χωρίς να θέλω να προχωρήσω σε τέτοια σύγκριση – γιατί μιλάμε για εντελώς άλλο είδος θεάτρου – αυτή είναι μια πρακτική της θεατρικής γραφής που έρχεται από την ελληνική αρχαιότητα. Όταν ήθελαν να σχολιάσουν οι μεγάλοι ποιητές το τώρα και την τρέχουσα κατάσταση , μετέφεραν τη συνθήκη σε αντίστοιχες ιστορικές συγκυρίες ή μύθους του παρελθόντος. Εδώ η ανατροπή γίνεται ακριβώς σε αυτό το σημείο. Εδώ η μετατόπιση γίνεται στον μέλλοντα χρόνο. Αλλά ο στόχος είναι ο ίδιος.
Αυτή η πράσινη κοινωνία που ζωντανεύει το έργο, πόση υποκρισία κρύβει;
Οι ήρωες του έργου αναγκάζονται να υποκριθούν για πολλές επιλογές τους σε αυτή την φανταστική κοινωνία που τους τοποθετεί το έργο γιατί δεν μπορούν να αντέξουν την πιθανότητα να αποβληθούν απ’ το σύνολο. Να θεωρηθούν «εξαιρέσεις». Έχουν ανάγκη να ανήκουν σε μια κοινωνική ομάδα όχι φέροντας τη δική τους ξεχωριστή προσωπικότητα αλλά ακολουθώντας τη ζωή που επιβάλλει το λαιφσταιλ της εποχής τους. Το τίμημα που πληρώνεται σ αυτή την περίπτωση δεν είναι λίγο. Το πληρώνεις με την ατομική σου ελευθερία, και ζεις μια ζωή που χωρίς να το καταλαβαίνεις σε εγκλωβίζει σε μια ρουτίνα που δεν έχεις επιλέξει ο ίδιος αλλά το κυριότερο που ούτε καν μπορείς να την απολαμβάνεις.
Εσάς η σχέση σας με τα meatballs ποια είναι; Τους αντιστέκεστε ή τα απολαμβάνετε στο πιάτο;
Το «meatball» στο οποίο σίγουρα δεν μπορώ με τίποτα να αντισταθώ σε αυτή τη φάση της ζωής μου είναι αυτό που συναντώ κάθε μέρα στην πρόβα. Είναι ολόφρεσκο και πολύ νόστιμο. Τρώγεται χωρίς ενοχές. Απολαμβάνω την πρόβα αυτό τον καιρό όσο ποτέ νομίζω. Επικρατεί μια τόσο δημιουργική κατάσταση μέσα στην αίθουσα από τους ηθοποιούς και όλους τους συντελεστές που έχω την τύχη να συνεργάζομαι σε αυτή την παραγωγή, κόντρα σε ό,τι συμβαίνει έξω , εμείς επιμένουμε να «μαγειρεύουμε» με την φαντασία, την αγάπη και την αφοσίωση μας στο θέατρο για να μπορέσουμε να υποδεχτούμε το κοινό.
Πόσο βιγκανισμό αντέχει η ψυχή μας τελικά;
Η ψυχή μας σίγουρα αντέχει πολλά . Αλλά τέτοια ερωτήματα εμείς ξέρουμε να τα θέτουμε μόνο από σκηνής. Ευχόμαστε ο κάθε θεατής να βρει τις δικές του απαντήσεις γι’ αυτό το ερώτημα αλλά και για το αντίστροφο του – πόση κρεατοφαγία αντέχουμε – αλλά και για όσα άλλα αφορούν το σύγχρονο άνθρωπο. Ο καλύτερος διάλογος γίνεται στο θέατρο. Και με πολύ μεγάλη χαρά και ευθύνη ετοιμαζόμαστε για μια ακόμα φορά να ανοίξουμε έναν διάλογο όπως μόνο η θεατρική εμπειρία μπορεί.