Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει κάνει τους πάντες να ασχολούνται μαζί του για όσα πράττει εκτός Τουρκίας. Με στρατεύματα στη Λιβύη και στη Συρία, με επεμβάσεις στο Βόρειο Ιράκ, με τη μονομερή αποστολή ερευνητικών και πολεμικών πλοίων στην Ανατολική Μεσόγειο σε περιοχές στις οποίες τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος έχουν δικαιώματα σε θαλάσσιες ζώνες, με τη χρήση ακραίας γλώσσας εναντίον συμμάχων και εταίρων στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, με προσβολές εναντίον του Εμανουέλ Μακρόν, με την αποστολή μισθοφόρων και οπλισμού στο Αζερμπαϊτζάν, ο τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται να προβάλλει ισχύ διεθνώς, και μάλιστα κατά βούληση.
Βασικά ερωτήματα για το εσωτερικό
Τι συμβαίνει όμως στο εσωτερικό της Τουρκίας, που για πολλούς παρατηρητές μοιάζει με «μαύρο κουτί»; Ποιες είναι οι πολιτικές ισορροπίες; Παραμένει ο κ. Ερντογάν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης ή έχουν αρχίσει να εμφανίζονται ρωγμές στην «πολιτική πανοπλία» του; Μήπως, όντως, έχει αρχίσει να χάνεται η αύρα που τον περιέβαλλε, όπως πρόσφατα ανέλυε η Marie Jego, η ανταποκρίτρια του «Monde» στην Κωνσταντινούπολη; Και τι επιπτώσεις θα είχε μια αποδυνάμωσή του για τη Δύση και κατ’ επέκταση για την Ελλάδα, ιδιαίτερα εφόσον ο τούρκος πρόεδρος επιλέξει εξαγωγή της εσωτερικής πίεσης στο εξωτερικό;
Μείωση απήχησης στους νέους
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έρευνα κοινής γνώμης του ινστιτούτου Avrasya, η οποία δημοσιεύθηκε στις 2 Οκτωβρίου, αν οι προεδρικές εκλογές, που είναι προγραμματισμένες να διεξαχθούν (μαζί με τις βουλευτικές) το 2023, διεξάγονταν σήμερα, ο κ. Ερντογάν θα ελάμβανε το 38,7% των ψήφων σε σχέση με τον δήμαρχο της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, που θα άγγιζε το 42%. Ακόμα και αυτή η εξήγηση της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης στην Τουρκία ίσως να είναι απλοϊκή.
Αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι η σταδιακά αυξανόμενη μείωση της απήχησης του κ. Ερντογάν στις νεαρότερες ηλικίες, από 18 ως 35 ετών, που τα προσεχή χρόνια θα αποτελέσουν τον πυρήνα του εκλογικού σώματος. Ιδιαίτερα οι ηλικίες 18-29 ετών αποτέλεσαν το 25% των εκλογέων στις τελευταίες γενικές εκλογές και λογικά στην επόμενη αναμέτρηση το ποσοστό αυτό θα είναι αυξημένο.
Οι παράγοντες που αλλάζουν τις ισορροπίες
Η πίεση που ασκεί η κακή κατάσταση της τουρκικής οικονομίας στους νέους, η ανεργία των οποίων ανέρχεται σε περίπου 25%, η προσφυγική κρίση αλλά και η κόπωση από τη μακρόχρονη παραμονή του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) στην εξουσία αποτελούν τρεις παράγοντες που αλλάζουν τις ισορροπίες, συμπεραίνει σε έκθεσή της με τίτλο «Turkey’s President Erdogan Is Losing Ground at Home» η αμερικανική δεξαμενή σκέψης Center for American Progress. Το εν λόγω think tank, που διάκειται φιλικά απέναντι στους Δημοκρατικούς, παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις στην Τουρκία και είναι ενδεικτικό ότι το 2008 είχε προτείνει στον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα να επισκεφθεί την Αγκυρα ως πρώτο του ταξίδι στο εξωτερικό για να ενισχύσει τον ρόλο της ως γέφυρας με τον μουσουλμανικό κόσμο – πρόβλεψη που διαψεύστηκε οικτρά από τις εξελίξεις.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα της έκθεσης, τον Μαξ Χόφμαν, ο φθίνων ενθουσιασμός για τον πρόεδρο Ερντογάν μπορεί να αποτελέσει «πραγματική απειλή για τη συνέχιση της κυριαρχίας του». Αν νέοι συντηρητικοί ψηφοφόροι εγκαταλείψουν το ΑΚΡ σε μεγάλο αριθμό, τότε ο κ. Ερντογάν μπορεί να ηττηθεί στις προεδρικές εκλογές του 2023, με τις οποίες ο ίδιος έχει συνδέσει την προσωπική του παρακαταθήκη, καθώς συμπίπτουν με τη συμπλήρωση 100 ετών από την ίδρυση της σύγχρονης Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ». «Ακόμα σημαντικότερο», προσθέτει ο Χόφμαν, «είναι ότι (σ.σ.: μια αποδυνάμωση του Ερντογάν) αυξάνει την πιθανότητα μεγαλύτερης καταπίεσης στο εσωτερικό και πιο επιθετικής δράσης στο εξωτερικό».
Ο σημαντικός ρόλος των «ανήσυχων συντηρητικών»
Σε ανάλογα συμπεράσματα για τις εσωτερικές πολιτικές δυναμικές στην Τουρκία καταλήγει και ο Ευάγγελος Αρεταίος, επί χρόνια ανταποκριτής ελληνικών και κυπριακών μέσων ενημέρωσης στη γειτονική χώρα. Σε ανάλυσή του για τη Διπλωματική Ακαδημία της Κύπρου με τίτλο «Restless Conservatives: Turkey’s volatile kingmakers and the limits of nationalist hybridization», ο Αρεταίος επιχειρεί να εξηγήσει πώς οι επονομαζόμενοι «ανήσυχοι συντηρητικοί», που υπολογίζονται σε 10%-15% του εκλογικού σώματος, μπορούν να επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία και το μέλλον της διακυβέρνησης Ερντογάν.
Η ομάδα αυτή ουσιαστικά εμφανίστηκε μετά τις διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί της Κωνσταντινούπολης το 2013 – στην πρώτη ευθεία αμφισβήτηση των πολιτικών Ερντογάν. Η επίδρασή τους στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα φάνηκε όταν υποστήριξαν τους αντιπάλους του ΑΚΡ στις τοπικές εκλογές του 2019, με αποτέλεσμα το κυβερνών κόμμα να χάσει τη δημαρχία σε Κωνσταντινούπολη και Αγκυρα. Οπως γράφει και ο Χόφμαν, τα άτομα αυτά ενηλικιώθηκαν πολιτικά την περίοδο που το ΑΚΡ κυριαρχεί στην Τουρκία, δηλαδή αδιάλειπτα από το 2002 ως σήμερα. Μπορεί προς το παρόν να μην υπάρχουν άλλες ξεκάθαρες επιλογές στην πολιτική ζωή σε περίπτωση εκλογών, αλλά η πίστη τους στον Ερντογάν δεν είναι διόλου δεδομένη.
Οι θρησκευτικοί «αντάρτες» της Generation Z
Η ομάδα των «ανήσυχων συντηρητικών» είναι εισοδηματικά ανομοιογενής, κατοικεί σε αστικές περιοχές, αποτελείται από μορφωμένα άτομα και ο συντηρητισμός τους δεν συνεπάγεται ότι είναι πολύ θρησκευόμενοι, όπως ενδεχομένως οι γονείς τους. Εντοπίζονται δε κυρίως στη Δυτική Τουρκία και όχι τόσο πολύ στην Κεντρική Ανατολία ή στη Μαύρη Θάλασσα – παραδοσιακά «κάστρα» του ΑΚΡ. Αυτή η νεότερη γενιά (γνωστή με τον τίτλο «Generation Z») δεν έχει ακολουθήσει την επιθυμία του κ. Ερντογάν για τη διαμόρφωση μιας δικής του θρησκευόμενης γενιάς. Αντιθέτως, έχει μάλλον ενοχληθεί από τον αυξημένο ρόλο των θρησκευτικών σχολείων (Imam Hatip) και της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet).
Σε ποιους έχουν απήχηση ο επιθετικός και ο αμυντικός εθνικισμός
Ολη η τουρκική κοινωνία διέρχεται μια διαδικασία μετασχηματισμού. Αυτοί οι «ανήσυχοι συντηρητικοί» βρίσκονται επίσης σε διαδικασία αναζήτησης, καθώς αισθάνονται πολιτικά «ανέστιοι». Οι οικονομικές δυσκολίες θα μπορούσαν να τους στρέψουν προς το νεοσύστατο DEVA του Αλί Μπαμπατζάν, που θεωρείται μεταρρυθμιστής. Την ίδια στιγμή, ακριβώς λόγω των οικονομικών και κοινωνικών δυσκολιών, έχει παρουσιαστεί μια εχθρότητα προς τους σύρους πρόσφυγες.
Ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού μάλιστα εμφανίζεται να έχει ισχυρή απήχηση σε αυτή την εκλογική ομάδα λόγω της σκληρής του στάσης στο ζήτημα.
Παράλληλα, ο εθνικισμός που καθοδηγεί τη σημερινή Τουρκία στο πλαίσιο μιας απεξάρτησης από την ηγεμονία της Δύσης δεν επαρκεί για να καλύψει τις υπόλοιπες εσωτερικές αδυναμίες του καθεστώτος, εν μέσω μάλιστα της πανδημίας του κοροναϊού.
Ο επιθετικός εθνικισμός της συμμαχίας ΑΚΡ και Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) του Ντεβλέτ Μπαχτσελί δεν μοιάζει επαρκής. Οπως αναφέρει ο Ευάγγελος Αρεταίος, το είδος ενός κεμαλικού «αμυντικού εθνικισμού» που σήμερα εκφράζεται από τη Μεράλ Ακσενέρ και το «Καλό Κόμμα» (Iyi Parti) εμφανίζεται να έχει απήχηση σε σημαντικό κομμάτι των «ανήσυχων συντηρητικών».