Το θρίλερ των αμερικανικών εκλογών συνεχίζεται, καθώς παρά το προβάδισμα Μπάιντεν, ο Τραμπ διατηρεί μικρές πιθανότητες να επικρατήσει και να ανανεώσει τη θητεία του.
Όπως επισημαίνουν πολιτικοί αναλυτές, ανεξάρτητα από το ποιος θα αναδειχθεί νικητής, οι εκλογές των ΗΠΑ είναι εξαιρετικά ανησυχητικές ακριβώς εξαιτίας της μικρής διαφοράς ψήφων προς τους δύο υποψηφίους.
Η μάχη στήθος με στήθος επικυρώνει, αναφέρουν οι ειδικοί, τον βαθύ διχασμό της αμερικανικής πολιτικής ζωής. Μάλιστα, έχει αναφερθεί πως σε πολλές περιπτώσεις η ψήφος των Αμερικανών δεν εκφράζει την υποστήριξή τους προς το πρόσωπο του υποψηφίου της επιλογής τους, αλλά την επιθυμία τους να μην δουν νικητή τον αντίπαλό του.
Γράφοντας στον Guardian, ο Άνταμ Τουζ, καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, τονίζει τους κινδύνους που κρύβονται στο ενδεχόμενο ο Μπάιντεν να νικήσει με μικρή διαφορά από τον αντίπαλό του και – κυρίως – έχοντας χάσει τη Γερουσία αλλά και με τους δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου να έχουν οριστεί από τους Ρεπουμπλικάνους.
Όπως αναφέρει, όλες οι αποφάσεις μιας κυβέρνησης Μπάιντεν, από τη διαχείριση της πανδημίας και του οικονομικού σοκ που επέφερε, μέχρι την περιβαλλοντική πολιτική, θα συναντούν διαρκώς τα εμπόδια μιας πανίσχυρης αντιπολίτευσης.
Όπως γράφει:
«Ό,τι και αν δείξουν οι αμερικανικές κάλπες, ένα πράγμα είναι βέβαιο: Δεν πρόκειται να φέρουν μια ισχυρή απόρριψη του Ντόναλντ Τραμπ. Το σοκ του 2016 δεν ανατράπηκε το 2020. Το φετινό αποτέλεσμα δεν αντιστρέφει με κανένα τρόπο την ταπείνωση των τελευταίων τεσσάρων ετών, την ελεεινή χυδαιότητα και την παρανομία. Ακόμη και αν εντέλει ο Τζο Μπάιντεν ορκιστεί ως ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ, το γεγονός ότι ο Τραμπ δεν εκδιώχθηκε ταπεινωμένος από την υψηλότερη θέση της παγκόσμιας πολιτικής ζωής, είναι κάτι που ο Μπάιντεν και οι υποστηρικτές του θα δυσκολευτούν να αποδεχθούν. Είναι μια άβολη αλήθεια, και όχι μόνο για τις ΗΠΑ. Έχει επιπτώσεις και για τον υπόλοιπο πλανήτη.
Αντί για μια απόρριψη του Τραμπ, τα εκλογικά αποτελέσματα ανακινούν την βαθιά πολωμένη εξίσωση που έχει κυριαρχήσει στην αμερικανική πολιτική σκηνή από τις ημέρες του Μπιλ Κλίντον στη δεκαετία του 1990. Όπως και το 2016, ο Τραμπ έχασε στη λαϊκή ψήφο, όμως εξακολουθεί να διατηρεί την πλειοψηφία σε περιοχές της Αμερικής με μικρές πόλεις και χωριά που κατοικούνται από λευκούς. Παρά την εμπρηστική εχθρότητά του εναντίον των μεταναστών, ο Τραμπ κατάφερε να αυξήσει σημαντικά τις ψήφους στην εξαιρετικά ανομοιογενή ομάδα που υπάγεται συνολικά στην κατηγορία των «Ισπανόφωνων». Το πιο περίεργο είναι ότι δεν τα πήγε καλά μόνο με τους αντικομμουνιστές Κουβανούς και Βενεζουελανούς μετανάστες στο Μαϊάμι, αλλά και με τους Μεξικανούς-Αμερικανούς στο Τέξας. Και συνεχίζει να κατακτά την πλειοψηφία των ψήφων των λευκών γυναικών και ανδρών κάθε κοινωνικής προέλευσης.
Στο μεταξύ διάστημα κανείς, εντός ή εκτός της χώρας, δεν θα πρέπει να τρέφει ψευδαισθήσεις γύρω από το μέγεθος του εθνικιστικού και ξενοφοβικού εκλογικού μπλοκ. Το Ρεπουμπλικανικό κόμμα έχει κινηθεί προς την κατεύθυνση του Βίκτορ Ορμπάν και του Ρετζέπ Ταγίπ Ερτντογάν, και παρόλα αυτά, εξακολουθεί να χαίρει ευρύτατης υποστήριξης. Πράγματι, για μια ισχυρή μειοψηφία του εκλογικού σώματος, είναι ακριβώς ο φανατισμός του Τραμπ που τον καθιστά ελκυστικό. Λατρεύουν την επιθετικότητα του Τραμπ και τη χαρούμενη σφαγή των ιερών αγελάδων του φιλελευθερισμού που διαπράττει. Τώρα που έχει δημιουργήσει αυτό το πρότυπο, πολλοί άλλοι θα θελήσουν να τον αντιγράψουν.
Σε μια διχασμένη χώρα, ουσιαστικά κάθε πτυχή της πραγματικότητας γίνεται κατανοητή μέσα από έναν κομματικό φακό. Δεν είναι παράλογο που οι Δημοκρατικοί επιχείρησαν να μετατρέψουν τις εκλογές σε δημοψήφισμα για τη διαχείριση της πανδημίας από τον Τραμπ. Όμως αυτό δεν αποδείχθηκε αρκετά ισχυρό χαρτί. Σχεδόν οι μισοί Αμερικανοί δεν συμφώνησαν ότι η καταστροφική και ανεύθυνη διαχείριση του Τραμπ θα έπρεπε να τον καθαιρέσει από την προεδρία. Και αυτό δεν αποτελεί θετική ένδειξη για τις πιθανότητες που έχει η χώρα να ελέγξει την ασθένεια, πράγμα που θα αποτελέσει και την πρώτη αρμοδιότητα μιας πιθανής κυβέρνησης Μπάιντεν.
Αν δεν υπάρχει συλλογική επιθυμία για δράση που θα προστατεύσει την κοινότητα, τότε όλα θα συνεχίζουν να εξαρτώνται από μια «θαυματουργή» λύση: Το εμβόλιο. Όμως ακόμη και αυτό δεν εγγυάται την επιτυχία. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι μια ισχνή πλειοψηφία των Αμερικανών συναινεί στον εμβολιασμό, με τους Αμερικανούς που δείχνουν την προτίμησή τους προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα να είναι και εκείνοι που αντιστέκονται περισσότερο σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αυτό δείχνει ότι οι ΗΠΑ ενδέχεται να τα καταφέρουν μόλις και μετά βίας, να μην ελέγξουν αποτελεσματικά την πανδημία, και να κινούνται από το ένα lockdown στο επόμενο. Οι επιπτώσεις για τις κοινότητες και τις μικρές επιχειρήσεις είναι πιθανό να αποδειχθούν καταστροφικές.
Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι ο ιός μπορεί να τεθεί υπό έλεγχο, μια κυβέρνηση Μπάιντεν θα ήταν αντιμέτωπη με μια σκληρή πολιτική μάχη. Οι ισχυροί εχθροί της θα είναι οι Ρεπουμπλικάνοι του Κογκρέσου, υπό την ηγεσία του Μιτς Μακόνελ, του αψύ ηγέτη των Ρεπουμπλικάνων της γερουσίας. Πριν τις εκλογές, στη διάρκεια του κύματος υπεραισιοδοξίας για το πιθανό αποτέλεσμα, η Νάνσι Πελόζι έπαιξε ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων επέμεινε σε ένα τεράστιο πακέτο αναθέρμανσης της οικονομίας που ξεπερνούσε τα $2 τρισ., όμως κανένα «μπλε κύμα» δεν χάρισε στους Δημοκρατικούς τον έλεγχο του Κογκρέσου.
Τώρα, με μειωμένη πλειοψηφία, η Πελόζι θα πρέπει να επιστρέψει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τον Μακόνελ. Προς ικανοποίηση της Γουόλ Στριτ, έχει δηλώσει πρόθυμη να φτάσει σε συμφωνία, όμως αυτή η δήλωση είναι δυσοίωνη. Κάθε πακέτο που θα έχει τη σύμφωνη γνώμη του Μακόνελ, είναι λίγο-πολύ βέβαιο ότι δεν θα αντιμετωπίσει επαρκώς την κοινωνική κρίση που βιώνουν δεκάδες εκατομμύρια άνεργοι Αμερικανοί και πόλεις και πολιτείες που υποφέρουν σε όλη τη χώρα. Κι όμως, προκειμένου να σώσουν την οικονομία από την καταστροφή, οι Δημοκρατικοί μπορεί να αναγκαστούν να αποδεχτούν τους όρους του Μακόνελ.
Όσο απαραίτητη και αν είναι, κάθε συμφωνία με τον Μακόνελ θα είναι πικρή. Κάθε ζήτημα στην προοδευτική ατζέντα του Μπάιντεν – υγεία, φροντίδα παιδιών και εκπαίδευση – θα αντιμετωπίσει εμπόδια. Ο πλανήτης θα ικανοποιηθεί αν δει μια κυβέρνηση Μπάιντεν να ανατρέπει την απόφαση Τραμπ για έξοδο από την συμφωνία του Παρισιού. Όμως κάθε συζήτηση για Νέα Πράσινη Συμφωνία πιθανότατα θα μείνει στον αέρα. Οι Ρεπουμπλικάνοι είναι πιθανό να συζητήσουν για τις υποδομές, όμως στα τέσσερα χρόνια του στην προεδρία ο Τραμπ ποτέ δεν έφερε ένα πρόγραμμα επενδύσεων. Αν οι Ρεπουμπλικάνοι της Γερουσίας δεχτούν ένα σχέδιο πράσινης ενέργειας από τον Μπάιντεν, είναι σίγουρο ότι αυτό θα είναι σχεδιασμένο προς την ευχαρίστηση του λόμπι των επιχειρήσεων. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση η Γερουσία να προσφέρει στον Μπάιντεν μια επίσημη επικύρωση της Συμφωνίας του Παρισιού, μια νομική νίκη που έχουν ήδη αρνηθεί στον Ομπάμα, όπως είχε συμβεί και με τον Κλίντον σε σχέση με το πρωτόκολλο του Κιότο.
Αυτό θα καθιστούσε τις ΗΠΑ ανίκανες να προχωρήσουν σε μια αξιόπιστη δέσμευση για την ουδετερότητα άνθρακα. Η πρόοδος της τεχνολογίας και το μειούμενο κόστος της ανανεώσιμης ενέργειας μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, όμως μια τεχνική λύση δεν είναι επαρκής. Η πραγματική απαλλαγή από τις εκπομπές άνθρακα μπορεί μελλοντικά να ανοίξει την πόρτα σε ένα νέο, πράσινο μοντέλο ανάπτυξης. Όμως μεσοπρόθεσμα απαιτεί επώδυνες δομικές αλλαγές, οι οποίες θα πρέπει να επιβληθούν από πάνω προς τα κάτω.
Κάθε πρόοδος στη διάρκεια της επόμενης τετραετίας θα εξαρτηθεί από πρόχειρες διοικητικές λύσεις και επώδυνους συμβιβασμούς. Η κυβέρνηση Ομπάμα παρέδωσε μαθήματα τόσο ως προς τις δυνατότητες όσο και ως προς τα όρια αυτού του είδους της διακυβέρνησης. Μια κυβέρνηση Μπάιντεν είναι βέβαιο πως θα επωφεληθεί από αυτή την εμπειρία, όμως θα αντιμετωπίσει και την πλέον επικίνδυνη κληρονομιά του Τραμπ: Ένα δικαστικό σύστημα γεμάτο σε κάθε επίπεδο με δικαστές υπέρ των επιχειρήσεων και κατά της κρατικής ρύθμισης. Σε μια και μόνη θητεία, ο Τραμπ κατάφερε να ορίσει το ένα τέταρτο των ομοσπονδιακών δικαστών, οι οποίοι θα εφαρμόζουν την ατζέντα του επί δεκαετίες ακόμη.
Αντιμέτωπη με εμπόδια από κάθε κατεύθυνση, δεν θα πρέπει να μας εκπλήξει αν η de facto ηγεσία της οικονομικής πολιτικής δεν περάσει στα χέρια της εκλεγμένης κυβέρνησης, αλλά παραμείνει στα χέρια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας. Ο επικεφαλής της, Τζέι Πάουελ, έχει υπάρξει εξαιρετικά εξυπηρετικός. Και από τη σκοπιά του υπόλοιπου πλανήτη, η ηγεσία του μπορεί να μην αποτελέσει κακή εξέλιξη. Το φθηνό δολάριο χαλαρώνει την πίεση προς την παγκόσμια οικονομία. Όμως υπάρχουν συγκεκριμένα όρια στο τι μπορεί να κάνει η οποιαδήποτε κεντρική τράπεζα σε αντίδραση προς το οικονομικό σοκ που έχει προκαλέσει ο ιός. Και υπάρχουν πραγματικά τοξικές παρενέργειες από την αδιάκοπα επεκτατική νομισματική πολιτική. Η κυριότερη είναι η δημιουργία υποθετικών «φουσκών» που θα ωφελήσουν την ισχυρή μειοψηφία που κατέχει μετοχές.
Αυτό που δεν μπορεί να κάνει η κεντρική τράπεζα, είναι αυτό που οι ΗΠΑ χρειάζονται απελπισμένα. Μια ουσιαστική αναβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών. Χωρίς αυτές, το αδιέξοδο του διχασμού της αμερικανικής κοινωνίας και η δυσλειτουργική πολιτική ζωή θα συνεχιστούν. Και αυτό το ενδεχόμενο τρομάζει όλο τον πλανήτη. Αντί να κλείνουν το βιβλίο των τελευταίων τεσσάρων ετών, ακόμη και αν αλλάξουν τον πρόεδρο, οι φετινές εκλογές απειλούν να επιβεβαιώσουν και να βαθύνουν ακόμη περισσότερο την τοξική κατάσταση της αμερικανικής πολιτικής».