Ο Μπάιντεν συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό ψηφοφόρων στην ιστορία των προεδρικών εκλογών, άκουγα τον σχολιαστή σε αμερικανικό σταθμό να λέει. Ξεπέρασε το ιστορικό ρεκόρ του Ομπάμα. Το ξεπέρασε και εύγε του, αλλά τα δυσάρεστα νέα είναι ότι ο Ομπάμα κατρακύλησε πλέον στην τρίτη θέση της σχετικής κατάταξης, καθώς στη δεύτερη βρίσκεται ο Τραμπ, ο κατά πάσα πιθανότητα απερχόμενος πρόεδρος.
Με το ενδεχόμενο της νίκης του Μπάιντεν να γίνεται ολοένα πιθανότερο, όσο προχωρεί η καταμέτρηση ψήφων, το εντυπωσιακό στοιχείο που θα καθορίσει τον χαρακτήρα της επόμενης ημέρας και, συνεπώς, των προσδοκιών όλων μας από τη νέα ηγεσία των ΗΠΑ είναι η αντοχή που επέδειξε ο Τραμπ. Παρά την εσωτερική κατακραυγή εις βάρος του για τον χειρισμό της υγειονομικής κρίσης, παρά το διεθνές ρεζιλίκι που συνιστά η ύπαρξή του στο αξίωμα, είναι τεράστιο το ποσοστό των Αμερικανών που έδειξαν με την ψήφο τους ότι δεν τους νοιάζει αν ο πρόεδρός τους είναι ένας επικίνδυνος Καραγκιόζης, εφόσον η οικονομία πηγαίνει καλά – όπως πήγαινε, προτού ενσκήψει κορωνοϊός.
Στη Γερουσία, η πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών άντεξε· στη δε Βουλή των Αντιπροσώπων, έχω την εντύπωση ότι και εκεί κάτι ανέλπιστο τσίμπησαν, παρότι οι Δημοκρατικοί διατηρούν τον έλεγχο. Ακόμη και το γεγονός ότι εκλογικά απέδωσε το φρενιτιώδες πρόγραμμα δημόσιων ομιλιών του Τραμπ, κατά το τελευταίο διήμερο της εκστρατείας, είναι και αυτό εντυπωσιακό της απήχησης που εξακολουθεί να έχει σε έναν κόσμο. Αν όχι ο ίδιος προσωπικά, πάντως οι αξίες που ο Τραμπ εκπροσωπεί και η πολιτική δύναμη που έχουν δεν διαλύθηκαν σαν κακό όνειρο – ακόμη και αν συμβεί το ευκταίο, δηλαδή να τα μαζέψει από «αυτόν τον όμορφο οίκο, τον πολύ όμορφο οίκο, τον Λευκό Οίκο» (με τα δικά του λόγια).
Με την πείρα που αποκτήσαμε τα προηγούμενα χρόνια, όλοι μπορούμε πια να καταλάβουμε πόσο φρικτή και ανυπόφορη πρέπει να είναι η ήττα για τον Τραμπ. Εξάλλου από την πρώτη στιγμή που άρχισε να διαφαίνεται το φάσμα της ήττας, την περασμένη Τετάρτη, ανακοίνωσε τις προθέσεις του για το μέλλον: αυτοανακηρύχθηκε νικητής των εκλογών, καταφεύγει στα δικαστήρια και επιστρατεύει συνωμοσιολογία, fake news και ψέματα για να κινητοποιήσει τους οπαδούς του. Η αντίδρασή του έχει σοκάρει και τους αντιπάλους του. Στους τηλεοπτικούς σταθμούς, οι σχολιαστές έχουν αφήσει πια τα προσχήματα και τον αποκαλούν ευθέως «τρελό» και «ανισόρροπο».
Θέλω να πω με όλα αυτά ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, η παλαιότερη δημοκρατία του δυτικού κόσμου, βγαίνουν από τις εκλογές διχασμένες, χωρίς να υπάρχει από την πλευρά του ηττημένου τουλάχιστον καμία διάθεση καταλλαγής για την ίαση του τραύματος. Αυτό που είπε η κόρη του στην ομιλία της στο συνέδριο των Ρεπουμπλικανών δυστυχώς είναι ακριβές: ο Τραμπ έχει ήδη αλλάξει την πολιτική ζωή της Αμερικής. Η δήλωση του Μπάιντεν ότι θα επαναφέρει αμέσως τις ΗΠΑ στη Συμφωνία των Παρισίων για την παγκόσμια κλιματική αλλαγή σηματοδοτεί τη διάθεση εκ μέρους του νικητή για επιστροφή στην κανονικότητα. Το ζητούμενο όμως είναι αν την έχει, δεδομένου του διχασμού που βιώνει η Αμερική.
«Το παράδοξο», έχει γράψει ο Ρόμπερτ Κέιγκαν για τους συμπατριώτες του, «είναι ότι οι περισσότεροι Αμερικανοί δεν πιστεύουν ότι έχουν καθόλου εθνικές φιλοδοξίες πέρα από τη βασική εθνική ασφάλεια και την οικονομική ευημερία. Πολύ λιγότερο πιστεύουν ότι επιδιώκουν την οικουμενική υπεροχή. Οι Αμερικανοί θεωρούν τους εαυτούς τους εσωστρεφείς και νησιωτικής νοοτροπίας, που πάντοτε στέκονται στο ένα βήμα προτού αποσυρθούν στο φρούριό τους – παρότι επί δεκαετίες αναπτύσσουν τα στρατεύματά τους σε δεκάδες χώρες ανά τον κόσμο και χρησιμοποιούν τη μεγάλη οικονομική, πολιτική και πολιτισμική δύναμή τους για να επηρεάσουν τη συμπεριφορά εκατομμυρίων, ίσως δισεκατομμυρίων, ανθρώπων σε άλλες χώρες». Επομένως, όσο καλοδεχούμενη και αν είναι η επιστροφή των ΗΠΑ υπό τον Μπάιντεν στη διεθνή σκηνή, ας μην περιμένουμε ότι θα είναι περισσότερο από συμβολική.