Παρά τις προβλέψεις για άλμα του ελληνικού χρέους, φτάνοντας κοντά στο 200% του ΑΕΠ, ο διευθυντής του think tank CEPS στις Βρυξέλλες Ντάνιελ Γκρος εκτιμά ότι το ζητούμενο για την Ελλάδα σήμερα είναι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων και η ενίσχυση της ανάπτυξης και όχι η πορεία του λόγου χρέους – ΑΕΠ. Ο Γκρος μίλησε στα «ΝΕΑ» με αφορμή έκθεση του CEPS για τη «Βιωσιμότητα του κρατικού χρέους στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια των προγραμμάτων προσαρμογής 2010-2018», η οποία θα συμπεριληφθεί στην ex post αξιολόγηση των προγραμμάτων διάσωσης που ετοιμάζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο έμπειρος οικονομολόγος αναφέρθηκε στα λάθη, στις παραλείψεις, στο αμφισβητούμενο αποτέλεσμα του PSI, στον ρόλο των χαμηλών επιτοκίων, στις σημερινές προκλήσεις, στην ανάγκη για υψηλότερη ανάπτυξη.
Κατά τον Γκρος, «το πρώτο πρόγραμμα ήταν αφελές, δεν έγινε σωστή αξιολόγηση σχετικά με τον στόχο μείωσης του ελλείμματος και το πώς θα επηρεαζόταν η ανάπτυξη και το πρόγραμμα απέτυχε». Εξίσου αρνητικά σχολιάζει την προσπάθεια μείωσης του χρέους μέσω του PSI. «Θα έπρεπε να ληφθεί περισσότερο υπόψη ο αρνητικός αντίκτυπος του κουρέματος του χρέους στην ανάπτυξη, κάτι που πρέπει να παραδεχτώ πως και εμείς οι οικονομολόγοι δεν κατανοούμε καλά. Στις περισσότερες περιπτώσεις το κούρεμα χρέους έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στο ΑΕΠ» λέει ο διευθυντής του CEPS. Οπως επισημαίνεται και στην έκθεση, με το PSI «το ονομαστικό χρέος μειώθηκε, αλλά ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε μόνο για ένα έτος και στη συνέχεια επέστρεψε στο προηγούμενο επίπεδο», καθώς «υποτιμήθηκε ο αντίκτυπός του στο ΑΕΠ».
Μήπως το PSI θα είχε μεγαλύτερη απόδοση αν είχε γίνει νωρίτερα; «Θα έπρεπε να γίνει νωρίτερα, αλλά δεν πρέπει να έχουμε ψευδαισθήσεις. Το κούρεμα χρέους ή η μερική χρεοκοπία αφήνει πολύ συχνά ένα κράτος με υψηλότερο ποσοστό χρέους ως προς το ΑΕΠ. Δεν ελήφθη υπόψη όταν αποφασίστηκε για την Ελλάδα. Το κούρεμα χρέους οδηγεί σε μείωση του ΑΕΠ, ενώ το χρηματοπιστωτικό σύστημα επηρεάζεται αρνητικά και το χρέος αυξάνεται διότι το κράτος επιβαρύνεται επιπλέον από την ανάγκη διάσωσης των τραπεζών. Ο συνδυασμός σημαίνει ότι δεν υπάρχει εύκολος τρόπος απόδρασης» παρατηρεί ο γερμανός οικονομολόγος.
Η σημαντική αλλαγή
«Η μείωση στην αναλογία χρέους ΑΕΠ με το PSI ήταν μικρή και έχουμε τελικά καταλήξει να είναι σήμερα υψηλότερη. Πρέπει, όμως, να έχουμε κατά νου μία σημαντική αλλαγή μεταξύ της περιόδου 2009-10 και της σημερινής, που δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει τότε, τη μείωση των επιτοκίων. Αν τα επιτόκια είχαν παραμείνει στο επίπεδο που ήταν το 2009-10, τότε το ελληνικό χρέος δεν θα ήταν σήμερα βιώσιμο. Αν το γνωρίζαμε τότε, μπορούμε να πούμε εκ των υστέρων ότι θα μπορούσαμε να αποφύγουμε το PSI».
Αντίθετα ο ρόλος που έπαιξαν οι παρεμβάσεις των επίσημων δανειστών (OSI) θεωρείται περισσότερο επωφελής για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. «Το OSI ήταν πολιτικά αναγκαίο και εξαιρετικά ουσιώδες για να καταστεί το ελληνικό χρέος βιώσιμο, κάτι που επετεύχθη λόγω της μεγάλης πτώσης των επιτοκίων. Χάρη ιδίως στο OSI σήμερα το ελληνικό χρέος είναι στο μεγαλύτερο μέρος μακροπρόθεσμο με χαμηλά επιτόκια. Το ύψος του χρέους μπορεί να είναι υψηλό, αλλά το βάρος της ετήσιας εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό. Η Ελλάδα πληρώνει χαμηλότερα σε επιτόκια από την Ιταλία ή την Πορτογαλία» επεξηγεί ο Γκρος. Η άποψη αυτή αποτελεί, άλλωστε, βασικό συμπέρασμα στην έκθεση, όπου αναφέρεται ότι «το OSI έγινε πολιτικά αποδεκτό λόγω της μεγάλης πτώσης των επιτοκίων. Χωρίς ένα τόσο ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον, η κατάσταση μπορεί να ήταν πολύ διαφορετική και πολύ πιο δύσκολη για την Ελλάδα. Ενώ εκ των υστέρων θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθεί ότι ένα μεγαλύτερο και νωρίτερα εφαρμοσμένο OSI, πιθανώς χωρίς PSI, θα μπορούσε να ήταν πιο αποτελεσματικό στη μείωση του χρέους, όμως οι όροι αναχρηματοδότησης για τους δανειστές ήταν πολύ περισσότερο ακριβοί το 2010 και, ως εκ τούτου, πιο δύσκολο να γίνει αποδεκτό».
Οι μεταρρυθμίσεις
Η μελέτη εστιάζει σε σειρά παραμέτρων, συμπεριλαμβανομένου του ρόλου των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στη βιωσιμότητα του χρέους. Εδώ ο Γκρος είναι κατηγορηματικός: «Δεν βοήθησαν. Δεν υπήρξε πραγματική εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Μπορεί να ψηφίζεις νόμους και να αποφασίζεις κανονισμούς, αλλά αν δεν εφαρμόζονται στην πράξη δεν βοηθούν».
Ποια ήταν λοιπόν τα μεγαλύτερα λάθη στην πορεία διάσωσης της ελληνικής οικονομίας; «Οι παραδοχές στο πρώτο πρόγραμμα ήταν μεγάλο λάθος. Υπήρξαν επιπλέον κάποια τίμια λάθη, δεν μπορούσε, για παράδειγμα, να προβλέψει κανείς την πορεία των επιτοκίων. Το δεύτερο μεγάλο λάθος ήταν η προσδοκία μείωσης του χρέους μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Δεν μειώνουν οι ιδιωτικοποιήσεις το κρατικό χρέος. Ηταν κάτι σαν “αναρρωτική άδεια” για πολιτικούς λόγους, για να ειπωθεί ότι ο κίνδυνος για την υπόλοιπη ευρωζώνη ήταν κάπως μειωμένος, αλλά ειλικρινά κανείς δεν μπορούσε να περιμένει κάτι τέτοιο» απαντά ο οικονομολόγος.
Ανησυχεί σήμερα για την προβλεπόμενη αύξηση του λόγου χρέους – ΑΕΠ; «Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν πειράζει αν είναι 200% ή 180%, το βασικό ζήτημα είναι αν η νέα κυβέρνηση θα υλοποιήσει περισσότερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αν θα υπάρξει υψηλότερη ανάπτυξη. Μισή μονάδα περισσότερη ανάπτυξη είναι πιο σημαντικό ζήτημα από το αν ο λόγος χρέους – ΑΕΠ θα είναι 200% ή 180%. Δεν υπάρχει λόγος να εστιάζει κανείς στο χρέος, το χρέος εξυπηρετείται με ευνοϊκούς όρους και χαμηλά επιτόκια. Το ερώτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι ο μεσοπρόθεσμος και μακροπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης, να καταστεί η ελληνική οικονομία ευέλικτη με νέες μορφές τουρισμού, με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το ζήτημα είναι οι ευρωπαϊκοί πόροι που θα εισρεύσουν στην Ελλάδα, και μεγάλο μέρος θα είναι επιχορηγήσεις, να χρησιμοποιηθούν επαρκώς, κάτι που δεν έχει γίνει στο παρελθόν». Σχετικά με την κρίση της πανδημίας, εκτιμά ότι η ΕΕ θα πρέπει να την αντιμετωπίσει δημιουργώντας νέους οικονομικούς τομείς και όχι προστατεύοντας και αποζημιώνοντας τους χαμένους.