Περισσότερα από 50 εκατομμύρια παιδιά της Αφρικής ξυπνούν και κοιμούνται καθημερινά σε ιδρύματα εγκαταλελειμμένα από τους βιολογικούς τους γονείς – είναι το ένα τέταρτο του συνόλου των ορφανών του πλανήτη -, πλάσματα που εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην καλοσύνη των ξένων. Ενίοτε αυτό το άγγιγμα αγάπης έρχεται από την Ελλάδα: Δεκάδες υιοθεσίες παιδιών από την Αφρική, την Ταϊλάνδη, τη Βουλγαρία και άλλες χώρες του κόσμου έχουν πραγματοποιηθεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας μέσω της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας, καθώς η σοβαρή υπογονιμότητα και οι δυσλειτουργίες στο σύστημα υιοθεσιών στέλνουν αρκετούς Ελληνες στο εξωτερικό προς αναζήτηση λύσης.
«Το ενδιαφέρον για τις διακρατικές υιοθεσίες είναι σταθερό στην Ελλάδα» λέει στα «ΝΕΑ» η Δέσποινα Οικονόμου, διευθύντρια του ελληνικού κλάδου της Διεθνούς Κοινωνικής Υπηρεσίας. «Ακόμη και εν μέσω της πανδημίας υπάρχει ζήτηση, όμως οι διαδικασίες έχουν επιβραδυνθεί καθώς απαιτούν ταξίδια στο εξωτερικό». Και συμπληρώνει: «Εμείς αναλαμβάνουμε την κοινωνική έρευνα ώστε να διαπιστώσουμε αν τα ζευγάρια που έρχονται σε εμάς είναι κατάλληλα για να υιοθετήσουν παιδιά. Αυτό προϋποθέτει αρκετές επισκέψεις στο σπίτι τους, συζητήσεις σε βάθος και παρακολούθηση μετά την υιοθεσία· άλλωστε το τελευταίο είναι συνήθως προαπαιτούμενο για τις χώρες που δέχονται να δώσουν παιδιά προς υιοθεσία στο εξωτερικό».
Από ένα έως και τρία χρόνια
Η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει από ένα έως και τρία χρόνια και το κόστος περιλαμβάνει τα έξοδα των ταξιδιών στη χώρα προέλευσης του παιδιού για τη γνωριμία του με τους υποψήφιους γονείς πριν έρθει οριστικά στην Ελλάδα, τις ιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται τα παιδιά και την αμοιβή δικηγόρου.
Στη Διεθνή Κοινωνική Υπηρεσία απευθύνονται συνήθως ζευγάρια που βρίσκονται επί χρόνια σε λίστες αναμονής για υιοθεσία στην Ελλάδα, μονογονεϊκές οικογένειες, αλλά κυρίως άνθρωποι που προσεγγίζουν τη διακρατική υιοθεσία με κοινωνικό κίνητρο, επιθυμώντας να προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον σε κάποιο παιδί που έτυχε να γεννηθεί σε δύσκολες συνθήκες. «Συνεργαζόμαστε με χώρες που έχουν υπογράψει τη Σύμβαση της Χάγης, αλλά όχι μόνο με αυτές. Κάθε χρόνο μέσω της υπηρεσίας μας ολοκληρώνονται περίπου 20 διακρατικές υιοθεσίες από έλληνες γονείς, ενώ τα παιδιά προέρχονται κυρίως από τον Τρίτο Κόσμο, από την Ταϊλάνδη αλλά και από την Ευρώπη, όπως την Ουκρανία και τη Βουλγαρία» λέει η Δέσποινα Οικονόμου. «Επειδή έχω ζήσει για χρόνια στη Ζιμπάμπουε, πρέπει να σας πω ότι στις περισσότερες αφρικανικές χώρες οι υιοθεσίες παιδιών είναι ταμπού, κοινωνικό και θρησκευτικό. Συνήθως λειτουργεί ο θεσμός της εκτεταμένης οικογένειας που θα αναλάβει ένα παιδί αν δεν υπάρχουν γονείς, όμως η φτώχεια είναι τόσο μεγάλη, ειδικά σε αστικές περιοχές, που κάποιες φορές δεν μπορεί κανείς τα θρέψει» προσθέτει.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και το κοριτσάκι από την Ουγκάντα που υιοθέτησε πριν από έναν χρόνο η Μαρία Αυλωνίτη από την Κέρκυρα, η οποία διηγείται την προσωπική της ιστορία στα «ΝΕΑ». «Δεν είναι εύκολο» λέει. «Οσο υποστηρικτικό και να είναι το στενό οικογενειακό σου περιβάλλον, υπάρχει επίσης η κοινωνία και ο φόβος των άλλων: “Τι είναι; Από πού; Πώς θα τα καταφέρεις; Και ειδικά μόνη σου…”» εξηγεί. «Η Ουγκάντα έχει 11 εκατομμύρια ορφανά που περιμένουν να ζήσουν από δωρεές. Είναι παιδιά χωρίς φακέλους, τα περισσότερα παρατημένα στον δρόμο και στα χωράφια. Αν βρεθεί κάποιος υποψήφιος γονιός, βγαίνει ανακοίνωση στον Τύπο ότι για το τάδε παιδί υπάρχει ενδιαφέρον να υιοθετηθεί και αν βρεθεί κάποιος να προβάλει ένσταση, τότε η υιοθεσία σταματά» συνεχίζει.
Οι λίστες στην Ελλάδα είναι «μπουκωμένες»
«Εγώ ξεκίνησα τις διαδικασίες το 2017. Διαδικασίες αργές, γραφειοκρατικές και αυστηρές. Σκοπός μου ήταν να υιοθετήσω ένα παιδάκι από την Αιθιοπία. Μέχρι να ολοκληρώσω τα απαραίτητα, η Αιθιοπία σταμάτησε τις διεθνείς υιοθεσίες» – λόγω σκανδάλου που ξέσπασε στη χώρα με υπόνοιες για εμπόριο οργάνων από υιοθετημένα παιδιά στην Αμερική: «Πέρασε ένας χρόνος με τεράστια απογοήτευση, το απόλυτο αδιέξοδο. Μέχρι που μου είπαν για μια κοπέλα η οποία κατάφερε να ολοκληρώσει υιοθεσία στην Ουγκάντα και τότε είπα, “αφού άνοιξε αυτός ο δρόμος, θα πάω εκεί”».
Η Ουγκάντα, όμως, έθετε μια αυστηρή προϋπόθεση: Ο υποψήφιος γονιός έπρεπε να ζήσει εκεί για ένα έτος… «Δεν με ένοιαξε, είπα “πάω όπου να ‘ναι”. Τόσο αποφασισμένη ήμουν. Τελικά ο χρόνος ήταν πολύ μικρότερος. Βρέθηκε και ένα ζευγάρι που ενδιαφερόταν να κάνει το ίδιο και φύγαμε μαζί για την Ουγκάντα. Ξαναρχίζουμε τη διαδικασία, βρίσκουμε δικηγόρο και φτάνουμε εκεί αναζητώντας σχεδόν τα πάντα από το μηδέν. Εφτασα στην Καμπάλα κι από εκεί έπρεπε να διανύσω άλλα 800 χιλιόμετρα σε πραγματικά άθλιους δρόμους, σε ένα βομβαρδισμένο τοπίο, σε μια χώρα με δύσκολο κλίμα, για να φτάσω στο ορφανοτροφείο. Στην Ουγκάντα οι ρυθμοί είναι ακόμη πιο αργοί από τους δικούς μας, δεν υπάρχει καμία αίσθηση του χρόνου. Τελικά τα κατάφερα. Και για πρώτη φορά είδα το παιδί τον Ιούλιο του 2019. Ακόμη και σήμερα κάποιες στιγμές δεν το πιστεύω ότι είμαστε μαζί» περιγράφει η ίδια.
«Οι λίστες στην Ελλάδα είναι “μπουκωμένες”. Θα μπορούσα κι εγώ να μπω στην αναμονή, όμως ως μονογονεϊκή οικογένεια δεν θα είχα προτεραιότητα. Οπότε σχεδόν δεν θα είχε νόημα» σημειώνει. Και συνεχίζει: «Πλέον θα σύστηνα σίγουρα σε μια γυναίκα που είναι μόνη να μη συνεχίσει να μένει μόνη. Και σε ένα οποιοδήποτε ζευγάρι να στραφεί προς την υιοθεσία. Κάποιοι αισθάνονται ότι με τη διακρατική υιοθεσία σώζουν ένα παιδί. Εγώ δεν το βλέπω έτσι. Για μένα αυτό το παιδί είναι ένα δώρο. Ενα δώρο που έχει δώσει χαρά στη ζωή μου» καταλήγει.
Εως και πέντε χρόνια αναμονή για τους υποψήφιους γονείς
Περισσότερες από 300 αιτήσεις για υιοθεσίες παιδιών δέχονται κάθε χρόνο οι κρατικές υπηρεσίες στην Ελλάδα, όμως λόγω της δαιδαλώδους διαδικασίας οι επίσημες υιοθεσίες μέσω κρατικών φορέων δεν ξεπερνούν τις 75 τον χρόνο.
Την ίδια στιγμή, περίπου 2.500 παιδιά φιλοξενούνται σε ιδρύματα σε ολόκληρη τη χώρα. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, το 40% των αιτήσεων για υιοθεσία προέρχονται από γυναίκες μόνες. Ενδεικτικό των δυσλειτουργιών είναι ότι από τις 360 υιοθεσίες που πραγματοποιήθηκαν το 2017 στην Ελλάδα οι 300 έγιναν με ιδιωτικές συμβάσεις και μόλις οι 60 μέσω του αρμόδιου κρατικού φορέα. Ενα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στη διαδικασία είναι ο χρόνος αναμονής για τους υποψήφιους γονείς, που μπορεί να φτάνει έως και τα πέντε χρόνια, αποθαρρύνοντας πολλά ζευγάρια ή ανοίγοντας τον δρόμο για παράνομη απόκτηση παιδιού. To 2018 σημειώθηκαν αλλαγές στη νομοθεσία για τις υιοθεσίες και τις αναδοχές, με στόχο την επιτάχυνση των σχετικών διαδικασιών και την ολοκλήρωση της πράξης υιοθεσίας στο ένα έτος. Πλέον απομένει τα αποτελέσματα των μεταβολών αυτών να φανούν και στην πράξη.