Τον κράτησαν, ελαφρά από τον ώμο και σφιχτά από το μπράτσο, για να τον φωτογραφίσουν με την ταμπέλα «αλληλεγγύη στις καταλήψεις» περασμένη στον λαιμό του. Θέλησαν έτσι – λένε οι αυτοσυστηνόμενοι ως «αναρχικοί κι αναρχικές μέσα κι έξω από τις σχολές» – να τον στιγματίσουν γιατί «οραματίζεται εξευρωπαϊσμό των πανεπιστημίων στα πρότυπα αποστειρωμένων και επιτηρούμενων ιδρυμάτων». Το φωτογραφικό στιγμιότυπο από τη διαπόμπευση του πρύτανη του ΟΠΑ συνοψίζει μια παθογένεια βαθύτερη από τον τρόπο λειτουργίας των ελληνικών ακαδημαϊκών ιδρυμάτων. Αποτυπώνει την προβληματική σχέση του ίδιου του κράτους με τις μεταρρυθμίσεις – με όσα δηλαδή μπορούν να το φέρουν πιο κοντά στη δυτική καθημερινότητα. Είναι, για να το πούμε αλλιώς, το ενσταντανέ που εικονογραφεί όλες τις μεταρρυθμίσεις που έμειναν μισές.
Μια γρήγορη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν επιβεβαιώνει ότι αυτές δεν είναι λίγες. Ο πολιτικός κόσμος, μετά το σοκ του 2009, εξαγγέλλει διαρκώς τις μεταρρυθμιστικές του προθέσεις. Ενίοτε τις ψηφίζει κιόλας – σε κάποιες περιπτώσεις και με συντριπτική πλειοψηφία στη Βουλή. Ωστόσο, είθισται να θεωρεί ότι το μεταρρυθμιστικό του καθήκον τελείωσε με την ψήφο στην Ολομέλεια. Οπότε ή φέρνει τροπολογίες, εκδίδει εγκυκλίους και διατάγματα που μπορούν να αλλάξουν τελείως έναν νόμο καθιστώντας τον μη εφαρμόσιμο. Ή απλά αδιαφορεί για την υλοποίησή του καθιστώντας τον ανενεργό. Ο νόμος Διαμαντοπούλου, το Ασφαλιστικό κι η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου από την παρούσα κυβέρνηση είναι τα τρία πιο τρανταχτά παραδείγματα.
Νόμος Διαμαντοπούλου
Στα τέλη Αυγούστου του 2011, 255 βουλευτές υπερψηφίζουν τον νόμο 4009/ 11, γνωστό ως νόμο Διαμαντοπούλου. Αυτός ανάμεσα σε άλλα προέβλεπε κατάργηση του ασύλου, δημιουργία επιτροπών αξιολόγησης, την εκλογή των συμβουλίων διοίκησης, εκλογή του πρύτανη από τα μέλη ΔΕΠ χωρίς συμμετοχή των φοιτητών. Η πολιτική στιγμή πλασάρεται ως μια ευρείας συναίνεσης με στόχο μια ουσιαστική μεταρρύθμιση που θα έσπαζε όχι μόνο τα κλειστά συστήματα των καταληψιών, αλλά κι εκείνα της διοίκησης των ιδρυμάτων. Μόνο που το ίδιο το πολιτικό σύστημα υπονόμευσε στη συνέχεια την επιτυχία του.
Παρά τις διαβεβαιώσεις της υπουργού που ονοματοδότησε τον νόμο περί εφαρμογής του, τον Μάρτιο του 2012 ορκίζεται διάδοχός της ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης και σιγά σιγά ξεκινά το «πάγωμά» του. Η συγκυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο επικαλείται τα τεράστια οικονομικά προβλήματα των ΑΕΙ και καταφεύγει σε μια «εξαίρεση». Τους δίνει χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό αποδεσμεύοντας τη χρηματοδότηση από την εφαρμογή του νόμου – πλαισίου, που προέβλεπε τη σύνδεση της ροής κρατικού χρήματος με την αξιολόγηση της αποδοτικότητάς τους. Ο υπουργός Μπαμπινιώτης αναστέλλει τελικά την εφαρμογή του νόμου για την επόμενη χρονιά.
Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος που κάθισε στον υπουργικό θώκο του Παιδείας μετά, επί διακυβέρνησης Σαμαρά, αποπειράθηκε – σύμφωνα με τους υποστηρικτές τους – να τον καταστήσει πιο λειτουργικό με τη συνδιαχείριση των ακαδημαϊκών θεμάτων από πρυτάνεις και συμβούλια διοίκησης. Για τις κακές γλώσσες, βέβαια, μάλλον σαμππτάρισε τις αρμοδιότητες των δεύτερων. Εξού κι η πρώτη φορά Αριστερά, που κατήργησε με τυμπανοκρουσίες τον νόμο, βρήκε το έδαφος για την κίνησή της πρόσφορο.
Κατάργηση ασύλου
Η ρύθμιση για την κατάργηση του ασύλου πήγε στη Βουλή ως το 64ο άρθρο ενός διυπουργικού νομοσχεδίου, το οποίο πέρασε στις 8 Αυγούστου του 2019. Ηταν το πρώτο που έφερε και ψήφισε η νέα τότε κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η συμβολική βαρύτητα που είχε δοθεί ήταν μεγάλη.
Σε εκείνη την κοινοβουλευτική συζήτηση ο Πρωθυπουργός είχε ζητήσει από τους βουλευτές να φανταστούν τι θα αντικρίσει ένας πρωτοετής φοιτητής πηγαίνοντας στη σχολή του: κλειστά εργαστήρια, κλειστή γραμματεία, άγνωστους να περιφέρονται, βρώμικους διαδρόμους και τοίχους, καθηγητές να καθυβρίζονται – ακόμη και να χτίζονται μέσα στα γραφεία τους. Στην ανάλυσή του ως τελειόφοιτος «θα έχει συμβιβαστεί με κάτι πολύ απειλητικό: μία “κανονικότητα” της οποίας, δυστυχώς, ο κανόνας είναι η παρέκκλιση».
Οντως, ο κίνδυνος που περιέγραφε υπήρχε. Μόνο που όπως απέδειξε το φωτογραφικό στιγμιότυπο με τον πρύτανη του ΟΠΑ συνεχίζει να υπάρχει. Γιατί έναν χρόνο και μερικούς μήνες μετά την κατάργηση του ασύλου η πολιτεία δεν είχε φροντίσει να εμπεδωθεί μια άλλη πραγματικότητα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οπότε τώρα ετοιμάζει μια νέα δέσμη μέτρων – σαν την κάρτα εισόδου, την πανεπιστημιακή αστυνομία, τις πειθαρχικές και ποινικές κυρώσεις για όσους συμμετέχουν σε επεισόδια και επιθέσεις μέσα στα πανεπιστήμια.
Μέτρα που αρκετοί – ακόμη κι από την ΚΟ της – παρουσίαζαν από εκείνη την περίοδο ως απαραίτητα προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι τα ψηφισθέντα θα εφαρμοστούν κιόλας από όλους. Ειδικά στα μεγάλα ΑΕΙ, τα οποία όπως λένε από το αρμόδιο υπουργείο αναμφίβολα «γίνονται αποδέκτες περισσότερων επιθέσεων γενικώς». Η εμπειρία, εξάλλου, έχει δείξει ότι οι μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία δεν τελειώνουν με τη θεσμοθέτηση του πλαισίου και την ευχή να αξιοποιηθεί από τα πανεπιστήμια.
Ασφαλιστικό σύστημα
Ο εξορθολογισμός του ασφαλιστικού συστήματος υπήρξε ένα από τα πάγια αιτήματα των επάρατων δανειστών. Οχι γιατί ήταν επάρατοι, αλλά επειδή είχαν διαγνώσει την καθοριστική συμβολή του στη χρεοκοπία της χώρας. Αν κάποιος την είχε αντιληφθεί νωρίτερα, αυτός ήταν ο Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος είχε καταθέσει προτάσεις για τη μεταρρύθμισή του από το 2001. Η σύγκρουση εκείνης της κυβέρνησης με τους ίδιους της τους συνδικαλιστές, την ΠΑΣΚΕ, όμως οδήγησε στην απόσυρση του «νομοσχεδίου Γιαννίτση» προτού καν κατατεθεί στη Βουλή.
Η αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 65 κι οι οριζόντιες περικοπές συντάξεων ήταν οι προβλέψεις που εξαγρίωσαν τον πράσινο συνδικαλισμό – και τους βαρόνους του Κινήματος. Ορισμένοι, έπειτα από την εμπειρία των μνημονιακών χρόνων, υποστηρίζουν πως αν εκείνο το σχέδιο νόμου είχε γίνει νόμος, η πορεία της χώρας θα ήταν πολύ διαφορετική, ίσως χωρίς διάγγελμα στο Καστελόριζο.
Ο Μητσοτάκης, από την άλλη, είχε δεσμευθεί από το καλοκαίρι του 2018 ότι θα καταργήσει τον νόμο Κατρούγκαλου και στη θέση του θα φέρει ένα «βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα». Από τον Φεβρουάριο του 2019 αναφερόταν στους τρεις πυλώνες του: έναν πρώτο υποχρεωτικό και δημόσιο – τη λεγόμενη εθνική σύνταξη -, έναν δεύτερο υποχρεωτικό και κεφαλαιοποιητικό που θα παρέχεται από δημόσιο φορέα καθώς και από πιστοποιημένους ιδιωτικούς παρόχους, κι έναν τρίτο προαιρετικό, κεφαλαιοποιητικό και ιδιωτικό.
Ως βασικά ατού της πρότασης της ΝΔ λανσάρονταν η ευελιξία κι ο περίφημος «ατομικός κουμπαράς». Ο κεφαλαιοποιητικός πυλώνας ωστόσο δεν υπήρχε μέσα στο Ασφαλιστικό που ψήφισαν οι κυβερνητικοί βουλευτές στα τέλη του Φεβρουαρίου, παρότι ήταν πολυδιαφημισμένο μέρος του κυβερνητικού προγράμματος του κόμματος. Για κάποιους αυτό έγινε γιατί ο κουμπαράς θα στερούσε σημαντικό μέρος των εισφορών των νέων που πληρώνουν τις συντάξεις των γονιών τους. Για άλλους δεν υπήρχε πολιτικός δόλος, απλώς θα έλθει αργότερα, σε άλλη νομοθετική ρύθμιση. Οπως και να ‘χει, πίσω από τις κορόνες του αρμόδιου υπουργού περί μεταρρυθμιστικής τομής, σχεδόν σύσσωμη η ελάσσων αντιπολίτευση διέκρινε ένα «μακιγιάζ» του νόμου Κατρούγκαλου. Δικαίως.