Μπορεί να μπήκαμε και πάλι σε lockdown, αλλά με τον βαθμό θετικότητας στην κοινότητα να είναι στο ιστορικά υψηλότερο σημείο η πιθανότητα να (έχει) προσβληθεί κανείς από τον SARS-CoV-2 είναι περισσότερο αυξημένη από ποτέ.

Τι κάνουμε λοιπόν όταν έρθουμε σε επαφή με κρούσμα; Τι κάνουμε όταν γίνουμε εμείς το επόμενο κρούσμα; Πώς προστατεύουμε τους γύρω μας και πώς τον εαυτό μας; Εχει αλλάξει κάτι σε σχέση με αυτά που γνωρίζαμε από την περασμένη άνοιξη;

Απαντήσεις σε αυτά και άλλα εξίσου ζωτικής σημασίας ερωτήματα ζητήσαμε από την κυρία Αναστασία Κοτανίδου, καθηγήτρια Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθύντρια της ΜΕΘ του Ευαγγελισμού, σε μια νυχτερινή συνέντευξη η οποία πραγματοποιήθηκε από τηλεφώνου και η οποία διακόπηκε πολλές φορές καθώς την καλούσε το καθήκον.

Με τι ακριβώς είμαστε αντιμέτωποι αυτή τη φορά;

«Στην παρούσα φάση του δευτέρου κύματος της πανδημίας, ο ιός φαίνεται να μεταδίδεται πιο εύκολα σε σχέση με την πρώτη. Στην Ευρώπη έχει κυριαρχήσει ένα στέλεχος το οποίο, χάρη σε μια μετάλλαξη, μοιάζει να διαθέτει αυξημένη μεταδοτικότητα και να σχετίζεται με μειωμένη θνητότητα. Αν και το δεύτερο χαρακτηριστικό είναι περισσότερο θεωρητικό προς το παρόν… Ούτως ή άλλως, πρόκειται για έναν ιό ο οποίος μεταδίδεται με πολύ μεγάλη ευκολία».

Έχει αλλάξει κάτι σε αυτά που γνωρίζουμε για τον τρόπο μετάδοσής του;

«Οχι. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε το πόσο εύκολο είναι να μολυνθούμε από τον SARS-CoV-2. Η μετάδοσή του γίνεται μέσω αερολυμάτων τα οποία παράγονται καθώς μιλούμε, αναπνέουμε, τραγουδάμε. Ολοι εκπέμπουμε αερολύματα με την ομιλία, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο. Με άλλα λόγια, η ίωση αυτή μεταδίδεται με τα σταγονίδια της αναπνοής. Αν θέλει κάποιος μπορεί πολύ εύκολα να το διαπιστώσει βάζοντας έναν καθρέφτη σε μικρή απόσταση από το στόμα του την ώρα που μιλά. Θα εκπλαγείτε αν δείτε πόσα σταγονίδια θα έχουν κολλήσει στον καθρέφτη! Αυτός είναι και ο λόγος για τις συστάσεις που επιμένουν σε τήρηση αποστάσεων, γενικευμένη χρήση μάσκας και την υγιεινή των χεριών. Δεν χρειάζεται να κάνει κανείς κάτι μαγικό για να μην κολλήσει το ιό: αρκεί να τηρεί τις απλές αυτές οδηγίες, οι οποίες γίνονται ακόμη πιο σημαντικές τώρα που ο καιρός μάς αναγκάζει να βρισκόμαστε περισσότερη ώρα σε κλειστούς χώρους. Χωρίς την προστασία της μάσκας, αρκούν 20 λεπτά σε κλειστό χώρο για να μολυνθούμε αν δίπλα μας ή απέναντί μας υπάρχει φορέας του ιού».

Ας υποθέσουμε ότι πληροφορούμαστε πως έχουμε έρθει σε επαφή με θετικό κρούσμα. Τι κάνουμε τότε; Πάμε να εξεταστούμε; Να κάνουμε δηλαδή τεστ PCR;

«Οχι. Το τεστ συστήνεται όταν κάποιος έχει έρθει σε επαφή με κρούσμα χωρίς προφύλαξη και δεν έχει τη δυνατότητα να μπει σε καραντίνα. Αν δηλαδή μετά από μια τέτοια επαφή μπορεί κανείς να παραμείνει απομονωμένος στο σπίτι του για 14 ημέρες δεν έχει λόγο να πάει να εξεταστεί. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι αν στην επαφή με το κρούσμα οι αποστάσεις έχουν κρατηθεί και έχει γίνει χρήση μάσκας, οι πιθανότητες να μολυνθεί κάποιος μειώνονται κατά πολύ»

ΥΓΕΙΑ - ΓΥΝΑΙΚΑ - ΑΡΡΩΣΤΗ - ΚΡΕΒΑΤΙ - ΓΡΙΠΗ - ΙΩΣΗ - ΚΡΥΩΜΑ - ΣΥΝΑΧΙ

Εστω ότι κάποιος εμφανίζει συμπτώματα ίωσης. Τι κάνει σε αυτή την περίπτωση;

«Σε οποιαδήποτε ίωση, καλό είναι ο άρρωστος να απομονώνεται προκειμένου να προστατευθούν τα μέλη της οικογένειάς του και βεβαίως οι φροντιστές του να λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να μη μολυνθούν. Να φορούν δηλαδή μάσκα, να πλένουν διεξοδικά τα χέρια τους, να αερίζουν το δωμάτιο του ασθενούς, να κρατούν κατά το δυνατόν τις αποστάσεις. Βεβαίως, όταν υπάρχουν συμπτώματα, το τεστ θα δείξει αν πρόκειται για COVID-19 ή άλλη ίωση».

Ποια είναι τα συμπτώματα που εμφανίζονται με μεγαλύτερη συχνότητα στην COVID-19;

«Η συντριπτική πλειονότητα των ατόμων που θα νοσήσουν μετά τη μόλυνση με τον SARS-CoV-2 εμφανίζει πυρετό. Αυτός μάλιστα μπορεί να είναι και υψηλός, δηλαδή τριάντα εννιά ή σαράντα. Η κακουχία και η καταβολή είναι επίσης χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου τα οποία εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα. Σε μικρότερα ποσοστά ασθενών εμφανίζεται ανοσμία, πονοκέφαλος, διάρροιες. Τα μικρά παιδιά συχνά εμφανίζουν πονόλαιμο».

Αν λοιπόν έχουμε συμπτώματα και το τεστ PCR αποδειχθεί θετικό, τι κάνουμε; Ενημερώνουμε τον γιατρό μας; Τις επαφές μας;

«Η ιχνηλάτηση και η ενημέρωση των επαφών των κρουσμάτων γίνεται, ούτως ή άλλως, από τους αρμοδίους. Εμείς, ως επιβεβαιωμένο κρούσμα, μένουμε στο σπίτι για να μην εκθέσουμε και άλλους σε κίνδυνο, προστατεύουμε τα μέλη της οικογένειάς μας παραμένοντας απομονωμένοι, ενημερώνουμε τον γιατρό μας και ακολουθούμε τις οδηγίες του».

Τι θα συστήσει ο γιατρός; Πρέπει να κάνουμε άλλες ειδικές εξετάσεις, όπως παραδείγματος χάριν ακτινογραφία θώρακος;

«Η πλειονότητα των ασθενών θα εμφανίσει ήπια νόσο και θα χρειαστεί απλώς να μείνει στο σπίτι και να παίρνει τα συνήθη αντιπυρετικά και αναλγητικά φάρμακα. Συστήνεται επίσης η λήψη πολλών υγρών για να αντιμετωπιστεί η κακουχία. Δεν χρειάζεται να γίνουν ούτε ακτινογραφίες ούτε αξονικές ούτε τίποτε άλλο. Χρειάζεται μόνο υπομονή και προσπάθεια διαχείρισης των συμπτωμάτων».

Πόσο μπορεί να διαρκέσει ο πυρετός;

«Δεν υπάρχει σταθερό διάστημα. Συνήθως ο πυρετός διαρκεί μία εβδομάδα, αλλά μπορεί να φτάσει και τις 10 ή και 14 ημέρες».

Ακόμη και όταν ο πυρετός διαρκεί σε μάκρος χρόνου, δεν πρέπει να θορυβηθούμε; Πότε πρέπει κανείς να πάει στο νοσοκομείο;

«Δεν είναι η διάρκεια του πυρετού η ένδειξη ότι πρέπει να οδηγηθούμε στο νοσοκομείο. Το ανησυχητικό σύμπτωμα είναι η δυσκολία στην αναπνοή. Αν υπάρχει στο σπίτι ένα οξύμετρο, μια συσκευή η οποία μετρά τον κορεσμό του οξυγόνου, μέτρηση κάτω του 94% είναι λόγος νοσηλείας».

Σε σύγκριση με την αρχή της πανδημίας, έχει γίνει ευκολότερη η διαχείριση των συμπτωμάτων των ασθενών στα νοσοκομεία;

«Η εμπειρία του πρώτου κύματος – και η δική μας και αυτή των συναδέλφων μας διεθνώς – μας επιτρέπει, όντως, να αντιμετωπίζουμε τη νόσο με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα».

Τι ελπίζετε από τα φάρμακα που βρίσκονται σε κλινικές δοκιμές;

«Υπάρχουν φάρμακα τα οποία δείχνουν όντως ελπιδοφόρα, αλλά η αποτελεσματικότητά τους είναι σε άμεση συνάρτηση με τον χρόνο χορήγησής τους: όσο πιο γρήγορα δοθούν στην πορεία εξέλιξης της νόσου τόσο περισσότερο αποτελεσματικά αποδεικνύονται. Για τον λόγο αυτόν δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω ότι το καλύτερο “φάρμακο” είναι η πρόληψη».