Ισως επειδή πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και πριν από αυτά η Ημέρα των Ευχαριστιών στις ΗΠΑ, οπότε οι γαλοπούλες γίνονται σιγά σιγά στοιχείο της επικαιρότητας, όταν παρακολουθώ την προσπάθεια της επιτροπής του 2021 να δώσει πνοή και ενδιαφέρον στις προετοιμασίες για την επέτειο των 200 ετών από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, μου είναι αδύνατο να μη σκέπτομαι την υπόθεση του εορτασμού σαν μια καμαρωτή γαλοπούλα, που προσπαθεί η καημένη ξανά και ξανά να πετάξει, με τα γνωστά αποτελέσματα κάθε φορά…
Χθες, λ. χ., ακούσαμε την πρόεδρο της επιτροπής Γιάννα Αγγελοπούλου (τέως Fuehrerin) να μιλά ενθουσιωδώς για τουλάχιστον 200 προτάσεις από όλη την Ελλάδα. Δεν υπάρχει λόγος να αναρωτιέστε τι προτάσεις είναι αυτές – είναι δυστυχώς του είδους που φαντάζεσθε. Προέρχονται, εξήγησε η πρόεδρος, από τοπικούς παράγοντες (sic) από περιοχές καταγωγής ηρώων του 21 και, θα προσέθετα εγώ, ξεχωρίζουν για την πρωτοτυπία τους: προτομές, ντοκιμαντέρ, ταινίες, συνέδρια.
Ας μην περιμένουμε εκπλήξεις. Οι δε ατυχείς συγκρίσεις με το 2004 (ορατές στο βίντεο με τον εθνικό ύμνο κατά Σαββόπουλο) μάλλον βλάπτουν, διότι εξάπτουν τις προσδοκίες για κάτι μεγάλο και λαμπρό, που δεν πρόκειται να είναι. Εφόσον το έργο αφήνεται στις προτιμήσεις των τοπικών κοινωνιών, είναι φυσικό αυτό που ετοιμάζεται να κοιτάζει προς τα πίσω: στη φουστανέλλα και τα ζιπουνάκια – ίσως και με ένα iPhone στο χέρι για ξεκάρφωμα. Είναι κρίμα, διότι η μεγάλη ευκαιρία των 200 ετών δεν είναι να δοξάσουμε το παρελθόν (μπουχτίσαμε, άλλωστε, μια ζωή…), αλλά να καταλάβουμε τι γίναμε και πώς γίναμε.
Η οργάνωση της επετείου των 200 ετών ατύχησε για δύο λόγους: πρώτον, επειδή ξεκίνησε χωρίς στρατηγική (δεν ξέραμε τι ακριβώς θέλαμε να κάνουμε, επομένως ούτε και πώς θα το κάνουμε) και, δεύτερον, επειδή η προετοιμασία συνέπεσε με τον κορωνοϊό και την αβεβαιότητα που έχει φέρει στις ζωές μας – παράγοντας ο οποίος έκανε ακόμη δυσκολότερη τη εξεύρεση στρατηγικής στην πορεία.
Ο κορωνοϊός αποκλείει, δυστυχώς, τη μόνη μορφή εορτασμού, η οποία θα ένωνε όλους τους Ελληνες: μια γιορτή. Για να το πω σε σωστά ελληνικά, ώστε να γίνω κατανοητός: ένα πάρτι, ακριβέστερα, μια παρτάρα! Με μουσικές, μπουζούκια, ηλεκτρικές κιθάρες, χορούς, αερόστατα, σουβλάκια, κούνιες και βεγγαλικά. Ενα σούπερ γλέντι είναι το μόνο στο οποίο θα ομονοούσαν οι πάντες. Ατυχώς, κάτι τέτοιο είναι εκτός συζήτησης.
Τι άλλο θα μπορούσε να προσελκύσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων στην επέτειο; Σε μια τέτοια εποχή αβεβαιότητας για το μέλλον, η απάντηση είναι τίποτε. Ισως ένα μικρό, συμβολικό επίδομα; Ακόμη και εφάπαξ, όχι απαραιτήτως μόνιμο. Αυτό μπορεί να είχε κάποιες πιθανότητες, αλλά με την τρέχουσα δημοσιονομική πραγματικότητα είναι αδύνατον…
Το άλλο πρόβλημα με τον εορτασμό είναι ότι απευθύνεται στο εσωτερικό, δηλαδή σε εμάς τους ίδιους. Αναπόφευκτα, λοιπόν, θα έχει τον χαρακτήρα λιβανωτού προς την αφεντιά μας. Ομως, το αυτολιβάνισμα είναι βαρετό και έχουμε χορτάσει από αυτό. Επί σχεδόν σαράντα χρόνια λαϊκισμού (με κάποια διαλείμματα, ευτυχώς), η πολιτική ασκείται με το γλείψιμο του λαού και του έθνους. Οταν οι έπαινοι προέρχονται από εμάς και απευθύνονται σε εμάς, δεν έχουν νόημα, κουράζουν. Εμείς διψάμε για την αναγνώριση που έρχεται απέξω!
Στο σημείο αυτό είναι η άλλη μεγάλη διαφορά, εν σχέσει με το παράδειγμα των Ολυμπιακών του 2004. Τότε οργανώναμε μια γιορτή διεθνούς ενδιαφέροντος. Κρινόμασταν από τους έξω, από εκείνους που τους θεωρούμε στο βάθος ως «καλύτερους μας» και, γι’ αυτό, δώσαμε τον καλύτερο εαυτό μας. Το 2021, όμως, είναι εσωτερική υπόθεση, μια άσκηση αυτοαναφορικότητας, δεν ενδιαφέρει κανέναν εκτός Ελλάδος· και αυτό δεν είναι σπουδαίο κίνητρο για να ενδιαφερθούμε. Οι Ελληνες παραμένουμε όπως μας ανακάλυψε ο Εντμόντ Αμπού το μακρινό 1850: επιφανειακοί και ψοφάμε για φιγούρα…