Ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει στην καταστροφή. Εδώ και μέρες, το κάνει με τόσο αναίσχυντο και απροκάλυπτο τρόπο, ώστε αναρωτιέσαι αν η πολιτική τους είναι το προϊόν κυνικού σχεδιασμού ή αν τους βγαίνει αυθόρμητα και ασυναίσθητα, επειδή αυτό ξέρουν να κάνουν και τίποτε άλλο. Ειλικρινά, δεν μπορώ να πω τι από τα δύο βαραίνει περισσότερο στον κατήφορο της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Κατ’ αρχάς, τους βλέπεις να αγωνίζονται να πολιτικοποιήσουν την επιστήμη, αμφισβητώντας την αντικειμενικότητα της ομάδας των λοιμωξιολόγων που συμβουλεύουν την κυβέρνηση. Κατέθεσαν μάλιστα στη Βουλή (εκπροθέσμως…) και τροπολογία, με την οποία ζητούν τη δημοσίευση των πρακτικών του συμβουλίου, διότι αυτό, λένε, «θα παρέχει μεγαλύτερη δημοσιότητα και διάχυση στο κοινό των πορισμάτων, της επιστημονικής τεκμηρίωσης και των απόψεων των επιστημόνων, ενώ θα συμβάλλει στην διαυγή αποτύπωση της ανεξαρτησίας του επιστημονικού φορέα».
Ανοησίες! Το αντίθετο ακριβώς θα συνέβαινε: η δημοσίευση θα έθετε τον επιστημονικό διάλογο υπό έμμεσο πολιτικό έλεγχο. Οι επιστημονικές θέσεις θα κρίνονταν από τον κάθε άσχετο με γνώμονα το τι αρέσει στον ίδιο. Αυτό αναπόφευκτα οι επιστήμονες θα το λάμβαναν υπ’ όψιν, με αποτέλεσμα να αισθάνονται την πίεση ότι πρέπει να προσαρμόσουν τις θέσεις τους στο τι είναι αρεστό και ευχάριστο στην κοινή γνώμη. Θα ήταν, κατά κάποιον τρόπο, σαν οι συνεδριάσεις του συμβουλίου να γίνονταν υπό τηλεοπτική μετάδοση.
Συναφείς είναι και οι προσωποποιημένες επιθέσεις, που στρέφονται κυρίως εναντίον του καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα. Δεν είναι μόνον η υψηλή δημοτικότητα που καθιστά τον Τσιόδρα στόχο των επιθέσεων, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του. Ο καθηγητής από κοντά, όπως τον περιγράφουν πρόσωπα που συνεργάζονται μαζί του, δεν διαφέρει σε τίποτα από αυτό που δείχνει. Συνεσταλμένος, ευγενής, πλήρως αφοσιωμένος στο έργο του, απεχθάνεται (και μάλιστα οικογενειακώς) τη δημοσιότητα, την οποία αισθάνεται ως βάρος. Επιπλέον, προσεγγίζει επικίνδυνα τα όρια των αντοχών του, καθώς οι νύκτες του αφιερώνονται στο διάβασμα και την ενημέρωση. Εχει συμβεί να στείλει σε συνεργάτη του μέιλ με επικαιροποίηση στοιχείων στις 3 το πρωί. (Την ώρα που ο Πολάκης μεταβολίζει τις ρακές και ουρλιάζει στο Facebook…) «Τι κάνεις, Σωτήρη;» τον ρωτούν στο Μαξίμου. «Δεν κοιμάμαι» είναι η μόνιμη απάντηση. Ολα αυτά, βέβαια, τον καθιστούν ιδεώδη στόχο για τον εκφοβισμό που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ.
Επειτα, θαυμάζουμε την απερισκεψία με την οποία τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σπεύδουν να διασπείρουν κάθε τυχάρπαστη φήμη, υπό την προϋπόθεση ότι βλάπτει την κυβέρνηση. Προχθές ήταν ο Γιάννης Μυλόπουλος, ο παλιός πρύτανης του ΑΠΘ, που αναπαρήγαγε την ανυπόστατη μπούρδα κάποιας «γνωστής» του για τσαπατσουλιές στα τεστ του ΕΟΔΥ. Χθες ήταν ο Γιώργος Βαρεμένος με τις αόριστες πληροφορίες του για επιλογές ασθενών στο νοσοκομείο του Μεσολογγίου. Ισως δεν είναι τυχαία η επαγγελματική ιδιότητα των δύο προσώπων, καθώς ο μεν Μυλόπουλος είναι πολιτευόμενος καθηγητής, ο δε Βαρεμένος δημοσιογράφος. Ανήκουν, δηλαδή, σε επαγγελματικές κατηγορίες με ιδιαίτερη ευθύνη στη σύνθετη κρίση που περάσαμε και από την οποία δεν έχουμε ακόμη ξεμπλέξει τελείως.
Τέλος, βλέπουμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να καλλιεργήσει την κουλτούρα της ανυπακοής και της αντίστασης, μέσω του κακού παραδείγματος. Το απέδειξε με την απαράμιλλη ωμότητά του ο Πολάκης. Για να μη μακρηγορώ, λοιπόν, βλέπω τον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και κατά την περίοδο της χρεοκοπίας, να επενδύει σε ό,τι ταπεινότερο και ποταπότερο στην ανθρώπινη φύση, προκειμένου να πλησιάσει ξανά το όνειρο της εξουσίας. Και αναρωτιέμαι, ειλικρινά, σε τι διαφέρει αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ (αμφισβήτηση επιστήμης, επιθέσεις στους επιστήμονες, διασπορά φημολογίας και ψευδών ειδήσεων) από εκείνη του προέδρου Τραμπ έναντι του κορωνοϊού. Πέρα από τη διαφορά των στόχων, καθώς ο Τραμπ επεδίωκε να κρατήσει ανοικτή την αμερικανική οικονομία, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ επιδιώκει την εξαθλίωση που οδηγεί στον σοσιαλισμό της απόγνωσης, εγώ δεν βλέπω άλλη…