Το πρώτο αίσθημα δυσφορίας εμφανίζεται όταν η οθόνη του λάπτοπ μαυρίζει κι εμφανίζεται η φράση «Αν δεν πληρώνεις για το προϊόν, τότε είσαι το προϊόν». Η ατάκα της Σοσάνα Ζούμποφ, κλινικής ψυχολόγου και καθηγήτριας Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ με βάζει σε σκέψεις. Πριν προλάβω να αντιδράσω, έρχεται το δεύτερο χτύπημα.
«Υπάρχουν μόνο δύο βιομηχανίες που αποκαλούν τους πελάτες τους “χρήστες”: τα παράνομα ναρκωτικά και το λογισμικό», ξαναγράφει η οθόνη. Μαρτυρίες για το εθιστικό σκρολάρισμα εναλλάσσονται με εικόνες ανθρώπων που βρίσκονται δίπλα δίπλα αλλά είναι σκυμμένοι στα κινητά τους χωρίς να μιλούν και την παρατήρηση για τον χρόνο που πετάει χωρίς να το καταλαβαίνουν. Βλέπω κάπου ανάμεσά τους τον εαυτό μου κι αγχώνομαι κάθε καρέ και περισσότερο.
Οταν το πλάνο φτάνει στον συσχετισμό της ηλεκτρονικής παρουσίας με την προβολή διαφημίσεων, θυμάμαι εκείνο το επίμονο μπάνερ για τα κομοδίνα που με κυνηγούσε σε κάθε σελίδα τις τελευταίες εβδομάδες, απόρροια της σχετικής μου αναζήτησης προφανώς στο Google.
Με το στόμα ορθάνοιχτο συνεχίζω να βλέπω καθώς πέφτουν τα διαγράμματα για την έξι φορές πιο εύκολη διάδοση των fake news στα social media, την αλματώδη αύξηση των αυτοκτονιών σε εφήβους και τις επιθέσεις μίσους σε όλο τον κόσμο. Οταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους και οι ειδικοί προτείνουν να σταματήσουμε να κλικάρουμε στις αυτοματοποιημένες επιλογές που προσφέρονται μέσω αλγορίθμων ως ένα πρώτο βήμα αντίστασης στο σύστημα εξαπάτησης των social media, θέλω να πετάξω όλες τις ηλεκτρονικές συσκευές που έχω κοντά μου.
Αυτή η αντίδραση βγαίνει μάλλον αυτόματα στους περισσότερους χρήστες των social media, μόλις δουν το «The Social dilemma» το νέο ντοκιμαντέρ του Netflix που εξετάζει τον επικίνδυνο αντίκτυπο της κοινωνικής δικτύωσης, με τους ειδικούς να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα δημιουργήματά τους.
Η ταινία του Τζεφ Ορλόφσκι έκανε πρεμιέρα τον περασμένο Ιανουάριο στο φεστιβάλ του Sundance αλλά από τις αρχές Σεπτεμβρίου που άρχισε να προβάλλεται στο Netflix έγινε viral τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Πρόκειται για μια προσπάθεια αποδόμησης των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης, χρησιμοποιώντας ως δούρειο ίππο τους ίδιους τους ανθρώπους τους και δραματοποιημένα στιγμιότυπα (τα οποία θα μπορούσαν να λείπουν).
Βασικός αφηγητής είναι ο Τρίσταν Χάρις, πρώην υπάλληλος του τομέα ηθικής της Google και νούμερο ένα πλέον «κυνηγός» των καταχρήσεων των τεχνολογικών κολοσσών. Ο ίδιος έχει ιδρύσει τον οργανισμό Center for Humane Technology προσδοκώντας να βοηθήσει προς την υιοθέτηση πιο ηθικών κανόνων από την πλευρά των τεχνολογικών εταιρειών.
Κοιτώντας την κάμερα και με απολογητικό ύφος, ο Χάρις διατείνεται για τη λειτουργία των social media. «Είναι σαν ένα πείραμα φυλακής όπου καλούμε τον κόσμο μέσα σ’ ένα μάτριξ και μετά βγάζουμε χρήματα και δεδομένα από τη δραστηριότητά τους, με μόνο σκοπό το κέρδος. Και δεν είμαστε καν ενήμεροι ότι αυτό συμβαίνει».
Από το ντοκιμαντέρ των 93 λεπτών περνούν σιγά σιγά κάποιοι από τους πιο σημαντικούς παράγοντες στην εξέλιξη των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης όπως ο Τζάστιν Ροζενστάιν, συνεφευρέτης του like στο Facebook, o επικεφαλής του Pinterest Τιμ Κένταλ, o Αζα Ρίσκιν πρώην μηχανικός του Firefox Mozilla κι εφευρέτης του σκλοραρίσματος, η Μπέιλι Ρίτσαρντ από την αρχική ομάδα του Instagram, o Γκιγιόμ Σασλότ πρώην μηχανικός του Youtube και ο Σάντι Παράκιλας πρώην Product manager στο Facebook και το Uber. Μαζί τους μιλούν ο Tζάστιν Ρόσενσταϊν, συγγραφέας του βιβλίου «Ten Arguments For Deleting Your Social Media Accounts Right Now» και καθηγητές πανεπιστημίου.
Οι περισσότεροι πλέον έχουν αποχωρήσει από τις θέσεις τους προς άλλα πιο ηθικά μονοπάτια και μοιράζονται με το κοινό τις αλήθειες τους, κάποιες φορές σοκαριστικές, άλλες αυτονόητες αλλά χωρίς να είναι εύκολα διαχειρίσιμες πάντα μέσα στη δίνη της ηλεκτρονικής πραγματικότητας όπου έχουμε εγκλωβιστεί οι περισσότεροι σήμερα. «Θέλουμε να σας χειραγωγήσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται, προσφέροντάς σας ντοπαμίνη. Το κάναμε στο Facebook, το κάνουν το Instagram, το Whats App, το Twitter, το Snapchat», παραδέχεται ο Τσάμαθ Παλιχαπιτίγια, πρώην αντιπρόεδρος ανάπτυξης χρηστών του Facebook.
Οι σκοτεινοί αλγόριθμοι
Ολοι τους αναλύουν τη λειτουργία των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης, αναφέρονται στους αλγόριθμους που συσσωρεύουν τα προσωπικά μας δεδομένα όχι απλώς για να εμπορευτούν και να βγάλουν αστρονομικά ποσά αλλά για να αιχμαλωτίσουν για πάντα την προσοχή των χρηστών, να τη χειραγωγήσουν για να μπορέσουν να κερδίσουν ακόμα περισσότερα.
«Είναι η σταδιακή, ελαφριά, ανεπαίσθητη αλλαγή στη συμπεριφορά και την αντίληψή σας. Είναι το μόνο πράγμα για το οποίο κερδίζουν χρήματα: αλλάζοντας αυτό που κάνετε, πώς σκέφτεστε, αυτό που είστε», ακούγεται στο ντοκιμαντέρ. Για τη Σοσάνα Ζούμποφ αυτή η διαδικασία περιγράφει την έννοια του καπιταλισμού των δεδομένων. Οπως εξηγεί και στο βιβλίο της «Η εποχή του κατασκοπευτικού καπιταλισμού» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2019), αυτός ο καπιταλισμός τρέφεται από τον άνθρωπο μέσω της συστηματικής καταγραφής των συμπεριφορών του με σκοπό να παρέχει εξατομικευμένα προϊόντα και υπηρεσίες.
Σε αυτό, βασικό ρόλο παίζει το ατελείωτο σκρολάρισμα, μία κίνηση απλή που καταλήγει να είναι εθιστική γιατί σχεδιάστηκε ώστε να συλλέγει διαρκώς πληροφορίες και να ρυθμίζει όσες άλλες εμφανίζονται στην οθόνη μας. Το παιχνίδι αυτό με την προσοχή, πλέον έχει φτάσει να διδάσκεται σε κορυφαία πανεπιστήμια όπως το Στάνφορντ, του οποίου οι καθηγητές λένε πως η τεχνολογία μπορεί να επαναπρογραμματίσει τον ανθρώπινο εγκέφαλο και δη των νέων. «Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αρχίζουν να σκάβουν όλο και πιο βαθιά μέσα στον εγκέφαλο και να αναλαμβάνουν την αίσθηση της αυτοεκτίμησης και της ταυτότητας των παιδιών», αναφέρει ο Τρίσταν Χάρις.
Ζώντας σ’ ένα άκρως ψηφιακό πλέον περιβάλλον, «όπου πενήντα λευκοί σχεδιαστές 20 – 35 ετών στην Καλιφόρνια παίρνουν αποφάσεις που επηρεάζουν δύο δισεκατομμύρια άτομα», όπως τονίζει ο Χάρις, κάθε κλικ μπορεί πλέον να μην είναι τόσο αθώο όσο φαίνεται. Το παιχνίδι των αλγορίθμων που παίζεται στην πλάτη των χρηστών, ευνοεί την ανάπτυξη των fake news ή των ακραίων στοιχείων και τη διασπορά τους χωρίς κανένα έλεγχο.
«Είναι εύκολο να πιστεύουμε ότι είναι λίγοι ανόητοι άνθρωποι που πείθονται αλλά ο αλγόριθμος γίνεται όλο και πιο έξυπνος κάθε μέρα. Σήμερα πείθει τους ανθρώπους ότι η γη είναι επίπεδη, άλλα αύριο θα σας πείσουν για κάτι άλλο», προειδοποιεί ο ίδιος ο μηχανικός του Youtube που τον έστησε.
Αυτή η παρασκηνιακή λειτουργία μπορεί να συνδεθεί πολύ εύκολα και με τη χειραγώγηση άλλων εξίσου σημαντικών υποθέσεων όπως ήταν και οι αμερικανικές εκλογές του 2016, οι οποίες είχαν άρωμα ρωσικής παρεμβατικότητας. «Οι Ρώσοι δεν χάκαραν το Facebook. Χρησιμοποίησαν τα εργαλεία που το Facebook έχει για νόμιμη διαφήμιση», σχολιάζει ένας από τους πρώην επενδυτές της σελίδας. Σε αυτό επιμένει και ο Χάρις ο οποίος ισχυρίζεται πως χάρη στα social media υπάρχει τώρα μια μεγάλη αγορά όπου κρατικοί παράγοντες πληρώνονται για να αποσταθεροποιούν δημοκρατίες σε όλον τον κόσμο.
Σκεπτικισμός
Αν και για κάποιους το «The Social Dilemma» είναι διαφωτιστικό, άλλοι στέκονται με σκεπτικισμό απέναντί του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Νίκος Δρανδάκης, ιδρυτής της εφαρμογής Beat, ο οποίος με μια μακροσκελή του ανάρτηση στο Facebook τονίζει πως το ντοκιμαντέρ σε πολλές στιγμές του δεν λέει την αλήθεια. Ο ίδιος συνδέει τις τακτικές των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης για την προσέλκυση κοινού με τις αντίστοιχες των παραδοσιακών μέσων εδώ και δεκαετίες και παρατηρεί μια δαιμονοποίηση των τεχνολογικών προϊόντων.
Ακόμα, υπενθυμίζει πως αυτά έχουν συμβάλει σημαντικά στην εκδημοκράτηση της διαφήμισης και τονίζει πως όλα τα μέσα καταλήγουν να χαρακτηρίζονται από τη χρήση ή την κατάχρησή τους. Κι ορθώς βάζει το ζήτημα των λύσεων σε όλα αυτά τα προβλήματα που θίγονται στο ντοκιμαντέρ κι απουσιάζουν από την αφήγησή του ενώ αφθονούν οι συναισθηματισμοί.
Τροφή για κουβέντα γύρω από το ντοκιμαντέρ έδωσε και το ίδιο το Facebook με μια εξασέλιδη αναφορά του που δημοσιοποίησε πρόσφατα. Εκεί το έργο του Τζεφ Ορλόφσκι παρομοιάζεται με θεωρία συνωμοσίας, παραθέτει παρεμβάσεις της σελίδας για τη διασφάλιση του περιεχομένου της αλλά κι αρνείται τις κατηγορίες του ντοκιμαντέρ προβάλλοντας τα επιχειρήματα του Facebook.
«Πρέπει να γίνουν συζητήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο των social media στη ζωή μας. Αλλά το “The Social Dilemma” επιδιώκει να θάψει την ουσία προς όφελος του εντυπωσιασμού. Προσφέρει μία απολαυστική για τους θεατές αλλά παραμορφωμένη άποψη για το πώς λειτουργούν οι πλατφόρμες κοινωνικών μέσων, προκειμένου να δημιουργήσει έναν βολικό αποδιοπομπαίο τράγο για πιο δύσκολα και περίπλοκα προβλήματα» αναφέρει το έγγραφο που δημοσιεύτηκε από το Facebook.
Στρεβλωμένη ή όχι, η αλήθεια του «The Social Dilemma», συμπίπτει μ’ ένα ρεύμα γενικότερων αποκαλύψεων για το παρασκήνιο των σελίδων κοινωνικής δικτύωσης. Τα στόματα στη Σίλικον Βάλεϊ φαίνεται ν’ αρχίζουν να ανοίγουν και μια σειρά από έργα μεταφέρουν στο μεγάλο κοινό άγνωστες λεπτομέρειες για τον ψηφιακό κόσμο. Πέρα από το «Τhe Social dilemma» χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το περσινό ντοκιμαντέρ «The Great Hack», επίσης του Netflix, σε σκηνοθεσία Γεχάν Νουτζαΐμ και Καρίμ Αμέρ για το σκάνδαλο της Cambridge Analytica.
Δια στόματος της πρώην υπαλλήλου της εταιρείας Μπρίτανι Κάιζερ φαίνεται πως η βρετανική εταιρεία συνέλεξε τα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων χρηστών του Facebook χωρίς τη συγκατάθεσή τους για τη χειραγώγηση εκλογικών αποτελεσμάτων. Πολύ ενδιαφέρον είναι και το νέο βιβλίο «Facebook: The inside story» του βετεράνου δημοσιογράφου στα τεχνολογικά θέματα Στίβεν Λέβι. Μέσα από τις μαρτυρίες πρώην υπαλλήλων της εταιρείας, η σελίδα σκιαγραφείται ως ένα μέσο ανάπτυξης εξτρεμισμών, λαϊκισμών, πολώσεων κι άλλων κακών που μπορεί να επηρεάσει κι εκλογικά αποτελέσματα.
Με τους τεχνολογικούς κολοσσούς που στερούνται ηθικών φραγμών τα βάζει και η Σούζαν Φάουλερ στο βιβλίο της «Whistleblower, My journey to Silicon Valley and fight for justice at Uber». Η πρώην υπάλληλος της Uber περιγράφει τα βρώμικα παιχνίδια στη Σίλικον Βάλεϊ αλλά και την έλλειψη γυναικών στελεχών στις τεχνολογικές βιομηχανίες.