Γενειοφόρος και με τα μαλλιά του σε αυστηρά τακτοποιημένους βοστρύχους βρέθηκε την Παρασκευή το πρωί και πάλι κάτω από το φως του αττικού ουρανού. Μαρμάρινος, σε καλή κατάσταση, κρυβόταν μόλις 1,3 μ. κάτω από την επιφάνεια του οδοστρώματος, σε ένα από τα πλέον πολυσύχναστα (εκτός περιόδου καραντίνας) σημεία της Αθήνας, στην περιοχή της πλατείας της Αγίας Ειρήνης: στην οδό Αιόλου 25, απέναντι από την εκκλησία. Αντί, όμως, να βρίσκεται αν όχι σε κάποια αίθουσα ενός μουσείου, έστω ασφαλής σε μια αποθήκη, είχε εντοιχιστεί – άγνωστο πότε – στο νότιο πλευρικό τοιχίο ενός σύγχρονου συνδετήριου αγωγού αποχέτευσης.
Περί του αγγελιαφόρου θεού Ερμή ο λόγος, μία κεφαλή του οποίου αποκαλύφθηκε εντελώς τυχαία κατά τη διάρκεια εργασιών για την κατασκευή των αποχετευτικών δικτύων ακαθάρτων. Η κεφαλή του Ερμή εκτιμάται από τους αρχαιολόγους της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλεως Αθηνών, οι οποίοι και μετέφεραν το γλυπτό στις αποθήκες της Εφορείας, ότι αποτελούσε τμήμα μιας ερμαϊκής στήλης. Εστεφε δηλαδή μία τετράπλευρη λίθινη στήλη, η οποία στο πάνω μέρος της αντί χεριών έφερε δύο ορθογώνιες προεξοχές, ενώ στο κάτω μέρος της εξείχε ένας φαλλός σε στύση από άλλο κομμάτι λίθου ή από μέταλλο. Ο ακρωτηριασμός αυτών των φαλλών ήταν εκείνος που προκάλεσε μείζονα πολιτική κρίση στην Αθήνα του 415 π.Χ., παραμονές της μεγαλύτερης στρατιωτικής επιχείρησης της αθηναϊκής δημοκρατίας, στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου, και με φερόμενο ως υποκινητή της βέβηλης αυτής πράξης τον δημοφιλή πολιτικό, στρατηγό και ρήτορα Αλκιβιάδη.
Ερμής Προπύλαιος
Η κεφαλή ανήκει σε έναν δημοφιλή τύπο, εκείνον του Ερμού Προπυλαίου, που ήταν έργο του μαθητή του Φειδία, Αλκαμένη, και το πρωτότυπο ήταν στημένο στη νότια πτέρυγα των Προπυλαίων, στην Ακρόπολη. Ο Ερμής που είχε φιλοτεχνήσει ο λήμνιος γλύπτης (το χέρι του οποίου αναγνωρίζεται ακόμη και στην ανατολική πλευρά της ζωφόρου του Παρθενώνα, ενώ την υπογραφή του έφερε σύμφωνα με τις πηγές και το λατρευτικό άγαλμα της Αθηνάς και του Ηφαίστου στο Ηφαιστείο, το γνωστό σε όλους ως Θησείο) έφερε χαρακτηριστικά όχι της εποχής στην οποία έζησε και δημιούργησε, την κλασική, αλλά της προηγούμενης, της αρχαϊκής, ώστε να αποπνέει αρχαιοπρέπεια.
Οι πρώτες εκτιμήσεις των αρχαιολόγων, σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού, αναφέρουν ότι πρόκειται για πρωτότυπο έργο και χρονολογούν το γλυπτό πιθανότατα στα τέλη του 4ου ή τις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και σχετίζουν την παρουσία του με την ύπαρξη οδοδείκτη στο συγκεκριμένο σημείο, καθώς οι ερμαϊκές στήλες τοποθετούνταν σε σταυροδρόμια ως οδόσημα. Εμπειροι αρχαιολόγοι με εξειδίκευση στη γλυπτική ωστόσο διατυπώνουν αμφιβολίες σχετικά με τη χρονολόγηση που ανακοινώθηκε, δεδομένου, όπως υποστηρίζουν, ότι δεν έχει βρεθεί ως τώρα πρωτότυπο έργο που να συνδέεται με τον τύπο του Ερμή Προπυλαίου και πως όλα τα γνωστά παραδείγματα του συγκεκριμένου τύπου είναι ρωμαϊκά αντίγραφα.
Μια κεφαλή του ίδιου τύπου και αντίγραφο της ρωμαϊκής εποχής είχε επαναπατριστεί προ πενταετίας και αφού οι αρμόδιες Αρχές είχαν καταφέρει να την εντοπίσουν λίγο προτού διατεθεί προς πώληση σε δημοπρασία του οίκου Μπόναμς στο Λονδίνο, καθώς επρόκειτο για προϊόν αρχαιοκαπηλίας.
Η είδηση για το εύρημα επί της οδού Αιόλου, της πρώτης που ανοίχτηκε (1834) όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα και ξεκινά από το Ωρολόγιο του Ανδρονίκου του Κυρρήστου – τους γνωστούς μας Αέρηδες -, αν και έγινε χθες επισήμως γνωστή μέσω σχετικής ανακοίνωσης του υπουργείου Πολιτισμού, είχε κάνει ήδη τον γύρο του Διαδικτύου από το Σάββατο μέσω σχετικής ανάρτησης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης του δημάρχου Αθηναίων Κώστα Μπακογιάννη. Το γεγονός αυτό προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις δεδομένου ότι είθισται σε περιπτώσεις εντοπισμού αρχαιολογικών ευρημάτων να έχει τον πρώτο λόγο το υπουργείο Πολιτισμού και μάλιστα να εγκαλούνται οι υπάλληλοι που ενδεχομένως διαρρεύσουν οποιαδήποτε σχετική πληροφορία για το εύρημα πριν από την επίσημη ανακοίνωση.