Εδώ και μήνες περιμένουμε τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό και την πλήρη ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η χώρα μας αναμένει 72 δισεκατομμύρια συνολικά τα επόμενα επτά χρόνια.
Χρήματα απαραίτητα για να απαντηθεί η τρομακτική οικονομική ύφεση που προκαλούν τα μέτρα για την πανδημία αλλά και για να προχωρήσει η αναγκαία ανασυγκρότηση της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας μετά την προηγούμενη δύσκολη δεκαετία.
Αντίστοιχα, περιμένουν σημαντικά ποσά και άλλες χώρες, ακόμη και ορισμένες από τις θεωρούμενες «μεγάλες».
Η διαπραγμάτευση, δύσκολη και σκληρή έχει γίνει, τα ποσά μετρήθηκαν και ξαναμετρήθηκαν, διορθώσεις έγιναν, όλες οι εθνικές «ατζέντες» ελήφθησαν υπόψη, συμπεριλαμβανομένων και των υποστηρικτών της ευρωλιτότητας.
Και όμως ο προϋπολογισμός παραμένει μπλοκαρισμένος.
Ο λόγος; Η επιμονή της Ουγγαρίας και της Πολωνίας να μπλοκάρουν την έγκριση του προϋπολογισμού.
Μπλοκάρισμα που έχει ως δικαιολογία ότι ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει ως προϋπόθεση την τήρηση του κράτους δικαίου, δηλαδή οι χώρες να λειτουργούν ως κανονικές δημοκρατίες και να σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Και το κάνει αυτό, γιατί στις μετακομμουνιστικές αυτές χώρες κυβερνούν σκληρές ακροδεξιές στην πραγματικότητα κυβερνήσεις.
Κυβερνήσεις που θέλουν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μεταναστών, όπως περίπου ανοιχτά λέει κατά καιρούς ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, που παρεμβαίνουν στη δικαιοσύνη, που προκαλούν κοινωνική έκρηξη με τον τρόπο που προωθούν την απαγόρευση των αμβλώσεων, όπως έκανε η Πολωνική κυβέρνηση, πριν αναγκαστεί να υποχωρήσει υπό το βάρος τεράστιων διαδηλώσεων.
Οι κυβερνήσεις αυτές γνωρίζουν ότι πολλές από τις πράξεις τους παραβιάζουν το κοινωνικό «ευρωπαϊκό κεκτημένο» ως προς τη δημοκρατική νομιμότητα, προκαλώντας την αντίδραση ακόμη και μιας ΕΕ που διαχρονικά έχει δείξει ανοχή σε περιπτώσεις κυβερνητικού αυταρχισμού.
Και φοβούνται ότι θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί το κλείσιμο της στρόφιγγας των ευρωπαϊκών κονδυλίων σε περίπτωση που συνεχίσουν στον ίδιο αυταρχικό δρόμο.
Όμως, αντί να κάνουν βήματα προς την κατοχύρωση του κράτους δικαίου και την εγγύηση των δικαιωμάτων που θεωρούνται αυτονόητα στην υπόλοιπη Ευρώπη, θεωρούν πιο βολικό να προχωρήσουν σε αυτόν τον ιδιότυπο εκβιασμό.
Προφανώς και θα θέλουν κάποια ανταλλάγματα, π.χ. κάποια κονδύλια παραπάνω ή μεγαλύτερη ανοχή στην ακροδεξιά αντίληψή τους, για να «βάλουν νερό στο κρασί τους», όμως το πρόβλημα παραμένει: η ακροδεξιά μπορεί και εκβιάζει την Ευρώπη.
Και αυτό είναι ένα πρόβλημα που δεν μπορεί να προσπεραστεί τόσο εύκολα.
Πράγμα που σημαίνει ότι κάποτε πρέπει να υπάρξει μια ουσιαστική συζήτηση για το πώς κάποιος γίνεται μέλος της «ευρωπαϊκής οικογένειας».