Σε ιδιαίτερα ανησυχητικά επίπεδα παραμένει η ενεργειακή φτώχεια στη χώρα μας με το 50% των νοικοκυριών να αδυνατεί να ζεσταθεί στο σπίτι του αλλά και το 65% να θεωρεί ακριβή υπόθεση τη θέρμανση.
Τα παραπάνω καταδεικνύουν δύο ξεχωριστές έρευνες που παρουσιάστηκαν χθες από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Τα ευρήματα της πρώτης του ΕΜΠ παρουσιάστηκαν στη διάρκεια σχετικού συνεδρίου της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Δημήτρη Καλιαμπάκο, η ενεργειακή φτώχεια είναι μία άδηλη μορφή φτώχειας κι έχει διάφορες μορφές. Οπως οι περικοπές δαπανών πρώτης ανάγκης (τρόφιμα), η θέρμανση μόνο ενός τμήματος της κατοικίας, η εμφάνιση υγρασίας ή μούχλας στους τοίχους. Με βάση τον δείκτη που έχει δημιουργήσει το ΕΜΠ και μετρά το πόσα χρήματα δαπάνησε κάποιος για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες σε σχέση με αυτά που θα έπρεπε να πληρώσει για να ζήσει άνετα στο σπίτι του, ένα στα δύο ελληνικά νοικοκυριά συμπίεσε τις ενεργειακές του ανάγκες προκειμένου να διαβιώσει.
Πιο έντονο είναι το πρόβλημα σε οικογένειες με εισόδημα κάτω των 11.000 ευρώ με επτά στις δέκα να περιορίζουν τις ενεργειακές τους ανάγκες, ενώ το ίδιο κάνουν και εννέα στα δέκα που μένουν σε σπίτια προ του κανονισμού θερμομόνωσης (1979) αλλά και για οκτώ στα δέκα μονομελή και ευάλωτα νοικοκυριά.
Στη δεύτερη έρευνα που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και τον καθηγητή Δρ. Πάνο Κοσμόπουλο το 51,5% των νοικοκυριών, με βάση τις απαντήσεις που έδωσαν 1.124 ερωτηθέντες, δεν αισθάνεται τον χειμώνα θερμική άνεση στην κατοικία του.
Στις ερωτήσεις που τους ετέθησαν σχετικά με το ποια πηγή θέρμανσης χρησιμοποίησαν το 27,53% απάντησε το πετρέλαιο, το 24,66% ξύλα και pellets, το 23,9% ηλεκτρισμό (κλιματιστικά, αερόθερμο, ηλεκτρική σόμπα), το 18,33% φυσικό αέριο, το 4,38% χοντρά ρούχα και σκεπάσματα και το 1,2% υγραέριο.