Παρότι ο χρόνος τελειώνει για τους ενδιαφερόμενους υποψήφιους αγοραστές του ακινήτου των 350.745,10 τ.μ. στον χώρο των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, τα ερωτηματικά για τις πραγματικές δυνατότητες μιας παραγωγικής ανασυγκρότησης της άλλοτε κραταιάς ναυπηγικής βιομηχανίας μέσω βιώσιμων επενδύσεων πληθαίνουν. Ο διαγωνισμός για το μεγάλο ενιαίο ακίνητο του Σκαραμαγκά – στην επικράτεια του οποίου ανήκουν μεταξύ άλλων η ναυπηγική κλίνη (με έτος κατασκευής το 1958, ενώ το 2000 έγιναν επισκευαστικές εργασίες στα πλευρικά τοιχώματα και τις σιδηροτροχιές) και η μόνιμη δεξαμενή Νο 4 (με έτος κατασκευής το 1970) – λήγει ως προς την υποβολή δεσμευτικών οικονομικών προσφορών το πρωί της Παρασκευής 27 Νοεμβρίου 2020.
Για το ποιοι θα εμφανιστούν για να παραδώσουν τις προσφορές τους – λίγο πριν από το μεσημέρι εκείνης της ημέρας – κανείς δεν είναι σίγουρος. Ακόμη περισσότερο κανείς δεν είναι σίγουρος ούτε για το ύψος των προσφορών, ούτε για το αν θα διασφαλιστεί μέσα από τα σχέδια των υποψήφιων αγοραστών η αναγέννηση του ναυπηγείου.
Με άλλα λόγια, μπορεί το ακίνητο να είναι ελεύθερο βαρών καθώς προέρχεται από διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης, αλλά τίποτα δεν διασφαλίζει ότι ο νέος ιδιοκτήτης θα θελήσει να δαπανήσει χρήμα με ουρά προκειμένου να μην του μείνουν στα χέρια υποδομές που έχουν υπερβεί τα όρια της συνταξιοδότησής τους και οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες θα είχαν βρει τη θέση τους στα «παλιοσίδερα». Σε διαφορετική περίπτωση, το μεγάλο ακίνητο δίπλα στη θάλασσα μπορεί να γίνει πόλος οικιστικής ανάπτυξης…
Από το 1968
Με τούτα και με κείνα ο Σκαραμαγκάς στέλνει «περήφανο χαιρετισμό» στην Ελευσίνα και το γαϊτανάκι των χαμένων ευκαιριών συνεχίζεται… Ας πάμε, όμως, ένα μικρό ταξιδάκι μέχρι το ναυπηγείο που φτιάχτηκε το 1968 από τον καθηγητή Στρατή Ανδρεάδη (το αφεντικό του ομίλου της Εμπορικής Τράπεζας), πέρασε στον έλεγχο του κράτους μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 και ύστερα από μετασχηματισμούς και μεταπλάσεις βρέθηκε το 1997 να αποτελεί θυγατρική εταιρεία του Ναυπηγείου Νεώριον Σύρου, συμφερόντων Νίκου Ταβουλάρη. Ο τελευταίος έχει πλέον βγει από το κάδρο των εξελίξεων και το παλαιότερο εν λειτουργία ναυπηγείο της χώρας – σήμερα κάτω από την επωνυμία ONEX NEORION SHIPYARDS SA – έχει περάσει στον έλεγχο εταιρείας συμφερόντων Πάνου Ξενοκώστα. Ο τελευταίος συμμετέχει ως στρατηγικός επενδυτής και στο σχέδιο εξυγίανσης των Ναυπηγείων Ελευσίνας, έχοντας εξασφαλίσει το πράσινο φως από τον αναπτυξιακό χρηματοδοτικό οργανισμό της διπλωματίας των ΗΠΑ, το US International Development Finance Corporation (DFC).
Αλλά και εδώ τα πράγματα κάθε άλλο παρά ρόδινα είναι – το εντελώς αντίθετο συμβαίνει. Ο δρόμος για την πραγματική εξυγίανση είναι γεμάτος αγκάθια και… παγίδες. Για παράδειγμα, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι το αρχικό πλάνο αναφερόταν σε ένα project που θα απαιτούσε ένα ποσό της τάξης των 100 εκατομμυρίων ευρώ. Κάτι που, σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν ισχύει. Το «βουνό» των υποχρεώσεων του Ναυπηγείου Ελευσίνας βρίσκεται σε υψόμετρο 400 εκατομμυρίων ευρώ. Μάλιστα, η πρόσβαση στο «βουνό» κάθε άλλο παρά εύκολη είναι. Με άλλα λόγια, το μονοπάτι της κορυφής είναι δύσβατο και αυτό γιατί σε κάθε περίπτωση η εκκίνηση του σχεδίου εξυγίανσης απαιτεί τουλάχιστον 270 εκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό αντιπροσωπεύει εκείνο το κομμάτι των υποχρεώσεων το οποίο δεν μπορεί να «κουρευτεί». Μάλιστα, από αυτά ένα ποσό γύρω στα 110 εκατομμύρια ευρώ διεκδικείται από το Πολεμικό Ναυτικό.
Στον λογαριασμό αυτόν πρέπει να προστεθούν και τα ποσά των νέων επενδύσεων προκειμένου να εκσυγχρονιστεί και να ενισχυθεί η παραγωγική ικανότητα του ναυπηγείου. Σύμφωνα με μετριοπαθείς εκτιμήσεις, το ποσό των νέων επενδύσεων δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 300 εκατομμυρίων ευρώ. Ενα ανάλογο ποσό θα χρειαστεί και ο Σκαραμαγκάς αν ο νέος ιδιοκτήτης επιλέξει να το κάνει ναυπηγείο υψηλής παραγωγικής ικανότητας και σύγχρονων προδιαγραφών σε όλα τα επίπεδα.
Ανασυγκρότηση
Σε αυτό το σκηνικό η ONEX του Πάνου Ξενοκώστα έχει να παρουσιάσει την εμπειρία της από τη θετική εξέλιξη του εγχειρήματος του Νεώριον στη Σύρο. Μια εμπειρία που μπορεί να λειτουργήσει κάτω από προϋποθέσεις και ως οδηγός για την παραγωγική ανασυγκρότηση της ναυπηγικής βιομηχανίας. Ενδιαφέρον για τον Σκαραμαγκά όμως έχει εκδηλώσει και ο όμιλος North Star μέσω της εταιρείας του Pyletech Shipyards (μέλους της Pyletech Technologies) παρουσιάζοντας επίσης ένα σχέδιο για την ανάπτυξη με στόχο την αναγέννηση του Σκαραμαγκά εφόσον περιέλθει σε αυτόν.
Και όπως σωστά επισημαίνει και το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ), «δεν νοείται ναυπηγική βιομηχανία χωρίς ναυπηγεία». Το Επιμελητήριο απαιτεί να υπάρξουν εκείνες οι πολιτικές πρωτοβουλίες που θα επιτρέψουν «την επανεκκίνηση των δύο μεγαλύτερων ναυπηγείων της χώρας». Βεβαίως, και εκείνο γνωρίζει ότι οι πολιτικές παρεμβάσεις έχουν κατά κανόνα έναν προσωρινό χαρακτήρα. «Μακροπρόθεσμα, τα ναυπηγεία στη χώρα θα πρέπει να σχεδιαστούν με αμιγώς επιχειρηματικά κριτήρια για να διασφαλιστεί η αυτόνομη μακροχρόνια βιωσιμότητά τους, χωρίς να εξαρτώνται από κρατικές ενισχύσεις ή αναθέσεις έργων».
Στο πλαίσιο αυτό το άνοιγμα σε ιδιώτες (επισκευές πλοίων ελληνικής πλοιοκτησίας), η αξιοποίηση του νέου ρόλου της ελληνικής διπλωματίας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου, η ενίσχυση της εξωστρέφειας μέσα από συνεργασίες και συμπράξεις με παραγωγικές επιχειρήσεις της περιοχής (π.χ. Ισραήλ) που διαθέτουν υψηλή τεχνογνωσία, η αξιοποίηση των όπλων της εξωστρέφειας και της καινοτομίας είναι μονόδρομος. Επιπλέον, σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσε να εξεταστεί η δυνατότητα συγκέντρωσης δυνάμεων για τη δημιουργία κρίσιμου επιχειρηματικού μεγέθους που μπορεί να υποδεχθεί νέα κεφάλαια και επενδυτές βιώσιμης ανάπτυξης.