Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που ζούσε σε ένα διαμέρισμα της Καλλιθέας. Μόνοι τους, με πολλά προβλήματα υγείας, με τον κοροναϊό να έχει «τσακίσει» κάθε έννοια κοινωνικοποίησης.
Κλεισμένοι σε τέσσερις τοίχους, απομονωμένοι από τον κόσμο για να μην κολλήσουν το «κακό» και χάσουν λίγες από τις τελευταίες στιγμές του μάταιου αυτού κόσμου.
Εχετε δει 80χρονους και πάνω που ξέρουν ότι η ζωή τους λιγοστεύει να σε κοιτάνε και να θέλουν να κρατηθούν από το βλέμμα σου;
Εχετε δει το καθαρό, αλλά κουρασμένο και φοβισμένο δικό τους βλέμμα τώρα που η πανδημία τούς έχει κλείσει στο σπίτι;
Ούτε μια βόλτα στη γειτονιά, έναν καφέ στα γρήγορα και τα ψώνια για τη βδομάδα. Μια κουβέντα με τον γνωστό, μια αφήγηση από τα παλιά. Τότε που ήταν νέοι…
Ούτε καν επαφή με τους συγγενείς, τους φίλους και μια ζεστή αγκαλιά, ένα χάδι στο χέρι, ένα «σ’ αγαπάω παππού και γιαγιά». Τίποτε. Ο κοροναϊός τα έκλεψε κι αυτά…
Ας συνεχίσουμε την αφήγηση…
Η ηλικιωμένη γυναίκα πεθαίνει, μια ζωή φεύγει κι ακόμη κι αν πει κανείς ότι έτσι είναι η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων, πάντα πρόκειται για έναν άνθρωπο.
Που άφησε το χνάρι του στον κόσμο. Που έζησε κι αυτός σαν παιδάκι, σπούδασε, έπιασε δουλειά, έκανε καριέρα, παντρεύτηκε, έκανε οικογένεια, φίλους, αγάπησε και αγαπήθηκε.
Αυτό είναι το κυριότερο στοιχείο του θανάτου, σβήνει όλα τα παραπάνω, παίρνοντας και τη ζωή.
Όμως, στα χρόνια του κοροναϊού υπάρχει και κάτι πιο δραματικό.
Η μοναξιά του θανάτου.
Αυτές τις ημέρες που είμαστε κλεισμένοι στο σπίτι, που περιορίσαμε τις δραστηριότητές μας, υπάρχουν και κάποιοι που πεθαίνουν μόνοι.
Που θα ταφούν μόνοι, χωρίς συγγενείς και φίλους, ένα ξόδι στα γρήγορα γιατί… παραμονεύει το «κακό».
Η άτυχη γριούλα στην Καλλιθέα ή αλλού «έφυγε», αλλά δεν έχει την… τύχη του πατριάρχη Ειρηναίου ή του μητροπολίτη που έσπευσαν εκατοντάδες να τους αποχαιρετήσουν.
Μόνη θα ταφεί, άντε να της ρίξει ένα λουλουδάκι ο σύντροφος, ο γιος, η κόρη, ο αδελφός. Στα γρήγορα, με μάσκα, με αποστάσεις, χωρίς εκδήλωση συγκίνησης, χωρίς τον καφέ της παρηγοριάς.
Στα γρήγορα γιατί η πανδημία επιβάλλει ακόμη και πώς θα χαιρετήσουμε τους νεκρούς μας.
Δυστυχώς, ο κοροναϊός κλέβει ζωές, αλλά κλέβει και συναισθήματα. Οι γάμοι, οι βαφτίσεις, άλλες χαρούμενες κοινωνικές εκδηλώσεις μπορούν να αναβληθούν για μια καλύτερη εποχή.
Ακόμη και τα… πάρτι και οι γιορτές και τα γενέθλια, μπορούν να γίνουν κάποια άλλη περίοδο και με… συνωστισμό.
Όμως, οι κηδείες, οι ταφές δεν αναβάλλονται. Οι νεκροί δεν μπορούν να περιμένουν. Γίνονται, αλλά γίνονται χωρίς κόσμο.
Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν με τόσους πολλούς γύρω τους, έζησαν τόσο έντονα, με τόσο κόσμο στη ζωή τους και φεύγουν μόνοι.
Αυτή είναι μια μεγάλη τραγωδία. Να μην μπορείς να χαιρετήσεις για τελευταία φορά εκείνον που κάποτε μπορεί να ήταν φάρος σου.
Να ήταν πατέρας, μάνα, παππούς, γιαγιά, σύντροφος ή φίλος. Να ήταν δικός σου άνθρωπος, μέσα στην καρδιά σου.
Αλλά τώρα να μην μπορείς να τον αποχαιρετήσεις.
Η μοναξιά του θανάτου είναι σκληρό πράγμα και ο κοροναϊός το κάνει ακόμη πιο δύσκολο.
Επειδή, όμως, όλοι είμαστε θνητοί. Και οι νέοι και οι λιγότερο νέοι κάποια στιγμή θα βρεθούμε σ’ αυτή τη θέση.
Αν δεν μπορούμε να αποτρέψουμε τη μοναξιά του θανάτου, ας διώξουμε τη μοναξιά της ζωής.
Πείτε ένα «γεια» στον παππού και τη γιαγιά. Πάρτε ένα τηλέφωνο και πείτε έναν καλό λόγο.
Φωνάξτε κάτω από το μπαλκόνι τους «σας αγαπάμε, δεν σας ξεχνάμε, θα σας αγκαλιάσουμε ξανά».
Δεν κοστίζει τίποτε, αλλά αξίζει μια περιουσία.
Και ο κοροναϊός μπορεί να παίρνει τους ανθρώπους μας, μπορεί να στήνει το τρομερό σκηνικό της μοναξιάς του θανάτου, αλλά ας μην μας πάρει την ανθρωπιά.
Τουλάχιστον αυτό.