Το 2020 ήταν μια δύσκολη χρονιά για όλους, για λόγους που γνωρίζουμε καλά. Ηταν μια ιδιαίτερα δύσκολη χρονιά για τις Ηνωμένες Πολιτείες – με τα περισσότερα θύματα κορωνοϊού από οποιαδήποτε άλλη χώρα, με φυλετικές ταραχές να βάζουν φωτιά στις πόλεις της και με τον πρόεδρο της χώρας να υποδαυλίζει τη βία αλλά και να αρνείται να αποδεχθεί την ήττα του στις εκλογές. Και για τον Πίτερ Τούρτσιν η χρονιά ήταν δύσκολη, είχε όμως και θετική χροιά, καθώς με όλες αυτές τις εξελίξεις αποδείχθηκε πως τα μοντέλα πρόβλεψης που έχει αναπτύξει, χρησιμοποιώντας στοιχεία από χιλιάδες χρόνια ανθρώπινης ιστορίας, λειτουργούν σωστά. Δέκα χιλιάδες χρόνια, για να είμαστε ακριβείς. Δηλαδή κάπου 200 γενιές ανθρώπων.
Από το 2010 ο Τούρτσιν, καθηγητής Εξελικτικής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κονέκτικατ, που συνδυάζει το αντικείμενό του με τη Στατιστική, τα Μαθηματικά και την Ιστορία, είχε προβλέψει πως το 2020 «οι Ηνωμένες Πολιτείες θα βιώσουν μια κορύφωση της αστάθειας», λόγω συγκεκριμένων κοινωνικών και πολιτικών τάσεων. Στην καλύτερη περίπτωση, πιστεύει, η κατάσταση θα θυμίζει το χάος που επικρατούσε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Στη χειρότερη, θα μπορούσε να εξελιχθεί σε εμφύλιο πόλεμο.
Τα βασικά προβλήματα, λέει, είναι μια σκοτεινή τριάδα κοινωνικών ζητημάτων: μια διογκωμένη ελίτ, σε ένα περιβάλλον, όμως, όπου δεν υπάρχουν αρκετές δουλειές ελίτ. Πτώση των βιοτικών συνθηκών στον γενικό πληθυσμό. Και μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να καλύψει τις οικονομικές της υποσχέσεις. Τα μοντέλα αυτά, τα οποία μελετούν αυτούς τους παράγοντες σε άλλες κοινωνίες στην πορεία της Ιστορίας, είναι περίπλοκα, έχουν καταφέρει όμως να κατατάξουν τον Τούρτσιν στην ίδια κατηγορία με άλλους συγγραφείς «μεγα-ιστοριών», όπως ο Γιουβάλ Νόα Χαράρι και ο Τζάρεντ Ντάιαμοντ, γράφει το περιοδικό «Atlantic».
Ο Τούρτσιν, γεννημένος στη Ρωσία αλλά μεγαλωμένος στην Αμερική, όπου κατέφυγε ο διαφωνών με τη σοβιετική εξουσία πατέρας του, μελετώντας τα στοιχεία από αυτά τα 10.000 χρόνια ιστορίας, πιστεύει ότι εντόπισε κάποιους κανόνες που υπαγορεύουν τη μοίρα των κοινωνιών. Kαι δηλώνει απαισιόδοξος, κυρίως για την πορεία των ΗΠΑ, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. «Είναι πολύ αργά», λέει. «Τα προβλήματα είναι βαθιά και δομικά – δεν είναι του τύπου που η αργή διαδικασία της δημοκρατικής αλλαγής μπορεί να διορθώσει εγκαίρως ώστε να προληφθεί καταστροφή».
Ο καθηγητής Εξελικτικής Βιολογίας παρομοιάζει την Αμερική με ένα τεράστιο πλοίο που προχωρά κατευθείαν πάνω σε παγόβουνο: «Εάν έχετε μια συζήτηση μεταξύ των μελών πληρώματος για το πώς να στρίψει, δεν θα γυρίσει εγκαίρως. Ετσι θα συγκρουστεί με το παγόβουνο». Τα τελευταία δέκα χρόνια υπήρξαν πολλές συζητήσεις. «Αυτός ο εκκωφαντικός θόρυβος που ακούμε τώρα από τις ΗΠΑ με τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών είναι ο ήχος του πλοίου που χτυπάει στο παγόβουνο».
Πώς κατέληξε πριν από δέκα χρόνια στο τόσο ακριβές συμπέρασμά του για τα όσα συμβαίνουν σήμερα; Σε εκείνη την έρευνα εξέτασε την ιστορία της κοινωνικοπολιτικής αστάθειας στις ΗΠΑ από το 1780 έως το 2010, χρησιμοποιώντας στοιχεία που αφορούσαν περίπου 1.600 βίαια πολιτικά γεγονότα της αμερικανικής ιστορίας, όπως λιντσαρίσματα, εξεγέρσεις και τρομοκρατικές επιθέσεις. Συνδύασε αυτά τα στοιχεία με ένα μοντέλο που έλαβε υπ’ όψιν ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, όπως μείωση των μισθών, ανισότητες στην κατανομή πλούτου, αλλαγές στον πληθυσμό και αυξημένος ανταγωνισμός για τις καλές θέσεις εργασίας. Τα αποτελέσματα αποκάλυψαν ότι η αμερικανική πολιτική βία τείνει να ξεσπά σε τακτικούς κύκλους, με περιόδους ειρήνης διάτρητες από εκρήξεις βίας και αναταραχών.
Τώρα λοιπόν, μελετώντας τα στατιστικά στοιχεία και τα μοντέλα του, προβλέπει «πέντε εφιαλτικά χρόνια. Ή ίσως και δέκα». Από τους τρεις παράγοντες που οδηγούν την κοινωνική βία, τονίζει περισσότερο την «υπερπαραγωγή ελίτ» – την τάση της κυρίαρχης τάξης σε μια κοινωνία να αναπτύσσεται ταχύτερα από τον αριθμό των θέσεων που θα πρέπει να καλύψουν τα μέλη της.
Ενας τρόπος για να αναπτυχθεί μια άρχουσα τάξη είναι βιολογικά – π.χ. στη Σαουδική Αραβία, όπου οι πρίγκιπες και οι πριγκίπισσες γεννιούνται γρηγορότερα από ό,τι μπορούν να δημιουργηθούν οι βασιλικοί τίτλοι γι’ αυτούς. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι ελίτ αυξάνονται, εξηγεί, μέσω της οικονομικής και εκπαιδευτικής κινητικότητας προς τα πάνω: όλο και περισσότεροι άνθρωποι γίνονται πλούσιοι και όλο και περισσότεροι εκπαιδεύονται.
Κανένα από αυτά δεν ακούγεται κακό από μόνο του. Δεν θέλουμε όλοι να είναι πλούσιοι και μορφωμένοι; Τα προβλήματα ξεκινούν όταν τα χρήματα και οι τίτλοι του Χάρβαρντ γίνονται σαν τους βασιλικούς τίτλους στη Σαουδική Αραβία. Εάν τα έχουν πολλοί άνθρωποι, αλλά μόνο μερικοί έχουν πραγματική δύναμη, αυτοί που δεν έχουν δύναμη στρέφονται εναντίον των δυνατών. «Οι δουλειές για την ελίτ δεν αυξάνονται τόσο γρήγορα όσο τα μέλη της. Για παράδειγμα, υπάρχουν μόνο 100 έδρες στη Γερουσία των ΗΠΑ, όμως σήμερα πολύ περισσότεροι έχουν τα πτυχία ή τα χρήματα που τους κάνουν να πιστεύουν ότι μπορούν να κυβερνήσουν τη χώρα. Κι έτσι δημιουργούνται οι αντιδραστικές ελίτ».
Ας πάρουμε τον Ντόναλντ Τραμπ. Μπορεί να φαίνεται ως ελίτ (πλούσιος πατέρας, πτυχίο, πολυτελής τρόπος ζωής). Ομως ο τραμπισμός είναι ένα κίνημα αντιδραστικής ελίτ. Η κυβέρνησή του είναι γεμάτη από πτυχιούχους που είχαν μείνει έξω από προηγούμενες κυβερνήσεις, δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα. Ο Τραμπ πήρε τη δυσαρεστημένη ελίτ, εξηγεί ο Τούρτσιν, και εμφανίστηκε να διεκδικεί τα δικαιώματα του απλού λαού. Οι πολίτες βλέποντας το ποιοτικό τους επίπεδο να φθίνει δέχονται αυτή τη συμμαχία και σε όλο αυτό έρχεται να παίξει ρόλο θρυαλλίδας η αφερεγγυότητα του κράτους.
«Σε κάποιο σημείο, η υποδαύλιση της αβεβαιότητας γίνεται ακριβή. Οι ελίτ πρέπει να ηρεμήσουν τους δυσαρεστημένους πολίτες με παροχές. Οταν τα χρήματα τελειώσουν, τους αντιμετωπίζουν με καταπίεση και αστυνομικά μέτρα. Τελικά, το κράτος εξαντλεί όλες τις βραχυπρόθεσμες λύσεις και έτσι μια κοινωνία που είχε συνοχή διαλύεται».
Ολα αυτά είναι που εξελίσσονται μπροστά στα μάτια μας αυτόν τον καιρό και γι’ αυτό η θεωρία του Τούρτσιν έρχεται στο προσκήνιο. «Υπάρχει μια παλιά συζήτηση μεταξύ επιστημόνων και φιλοσόφων για το εάν η Ιστορία μπορεί να έχει γενικούς νόμους», έγραψε το 2009. «Βασική προϋπόθεση της προσέγγισής μας είναι ότι οι ιστορικές κοινωνίες μπορούν να μελετηθούν με τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποιούν οι φυσικοί και οι βιολόγοι για τη μελέτη φυσικών συστημάτων».