Ακόμη και τώρα που η πανδημία έχει αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια της στην Ιεραρχία – ο μητροπολίτης Λαγκαδά Ιωάννης πέθανε από κοροναϊό, ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος νοσηλεύεται, μητροπολίτες έχουν αρρωστήσει – υπάρχουν ιεράρχες που επιμένουν ότι οι εκκλησίες τα Χριστούγεννα θα πρέπει να είναι ανοιχτές για τους πιστούς. Ανεξαρτήτως δε του αν θα υπάρχει γενικό lockdown ή αν ο αριθμός των κρουσμάτων και των νεκρών θα είναι πολύ υψηλός.
Στις 13 Νοεμβρίου, δύο ημέρες προτού η Εκκλησία συγκλονιστεί από τον θάνατο του μητροπολίτη Λαγκαδά, ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος στην εγκύκλιό του για το «Σαρανταήμερο των Χριστουγέννων» διαμαρτυρόταν εντόνως για το κλείσιμο των ναών. «Το να απαγορεύεται η παρουσία 30 ή 40 ατόμων σε μεγάλους ναούς 800 και 1.000 τετραγωνικών είναι παράλογο και προκλητικό, ιδίως αν σκεφτεί κανείς ότι στα σαλόνια των πλοίων ή μέσα στα αεροπλάνα συνταξιδεύει πολύ μεγαλύτερος αριθμός επιβατών για ώρες». Αλλά και η Ιερά Σύνοδος στο ξεκίνημα αυτού του νέου γενικού lockdown με επιστολή προς την κυβέρνηση ζητούσε στις εορτές των Χριστουγέννων οι ναοί να μείνουν ανοιχτοί. Μένει να φανεί βέβαια αν η Σύνοδος θα αλλάξει στάση στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν θα συνεδριάσει εκ νέου, λαμβάνοντας υπόψη της τα νέα δεδομένα, τις ΜΕΘ και τις κλίνες των νοσοκομείων που γεμίζουν ασφυκτικά από ασθενείς.
Προχθές πάντως μ’ ένα άρθρο που προκάλεσε αίσθηση ο μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμος πήγε κόντρα στην άποψη πάρα πολλών ιεραρχών. Υποστήριξε ότι πιστοί, ιερείς και μητροπολίτες πρέπει να συμμορφωθούν με τα μέτρα της κυβέρνησης για την πανδημία. Υπάρχουν κι άλλοι στην Ιεραρχία που συμμερίζονται την άποψή του αλλά περιορίζονται να υπακούσουν στις συστάσεις της Πολιτείας και να τις μεταφέρουν στους πιστούς.
Γιατί όμως υπάρχει αυτή η τόσο χτυπητή διάσταση απόψεων μέσα στην Ιεραρχία για το θέμα του κορoναϊού; Γιατί η Ιεραρχία μπροστά στη μεγαλύτερη υγειονομική κρίση του αιώνα, μπροστά σ’ ένα φλέγον κοινωνικό ζήτημα, δεν εμφανίζεται μονοιασμένη αλλά με πανσπερμία απόψεων;
Δύο είναι οι βασικοί λόγοι γι’ αυτή τη διάσταση απόψεων. Ο πρώτος οφείλεται στο εγγενές χαρακτηριστικό της Ιεραρχίας. Δεν μιλάμε για ένα σώμα 10-20 ιεραρχών. Πρόκειται για 80 μητροπολίτες απ’ όλη την Ελλάδα, με διαφορετικές ηλικίες και αναφορές, ποικιλία μόρφωσης, διαφορετική πορεία ζωής. Ανάμεσά τους, πολλοί συντηρητικοί, κάποιοι ακραίοι, λίγοι προοδευτικοί. Μια… Βαβέλ δηλαδή.
Και, όπως φαίνεται, παίζει καταλυτικό ρόλο στα πολλά διαφορετικά πρόσωπα που βγάζει προς τα έξω η Ιεραρχία. Ενα πρόβλημα που δεν έχει λυθεί. Φάνηκε ξεκάθαρα στο ξεκίνημα της πανδημίας και στο πρώτο lockdown. Και τότε υπήρχαν αρκετοί μητροπολίτες και ιερείς που κατήγγελλαν το κλείσιμο των ναών και μιλούσαν «για διωγμό της Εκκλησίας». Αλλοι ζητούσαν ανοιχτούς ναούς, μόνο που το έκαναν με πιο ήπιο τρόπο. Και υπήρχαν και οι πιο προοδευτικοί που δέχονταν αδιαμαρτύρητα τα μέτρα βλέποντας ότι αυτό που ζούμε είναι κάτι πρωτόγνωρο και θα πρέπει και η Εκκλησία να προσαρμοστεί.
Σύγκρουση με τους «τύπους»
Ο δεύτερος βασικός λόγος για τα πολλά πρόσωπα που εμφανίζει η Εκκλησία είναι ότι η Ιεραρχία αδυνατεί να δείξει ευελιξία, προσαρμοστικότητα και διάθεση για αλλαγή ως προς την αντιμετώπιση και τη διαχείριση σύγχρονων και συχνά σύνθετων ζητημάτων. Υπάρχει μια έντονη διάθεση προσκόλλησης στους τύπους – σε σημείο τυπολατρίας -, σε τυπικά και ιερούς κανόνες σε μεγάλο βάθος χρόνου, με τους γνωστούς εκκλησιαστικούς χρόνους. Οπότε εύλογα γεννάται το ερώτημα: Μπορεί να προχωρήσει σε αλλαγές από τη μια στιγμή στην άλλη; Ακόμη και για τις πιο προοδευτικές φωνές στην Ιεραρχία, η Θεία Μετάληψη θεωρείται «άβατον» που δεν πρέπει καν να συζητείται.
Και πώς θα μπορούσε να ξεκινήσει μια τέτοια συζήτηση όταν υπάρχουν μητροπολίτες που θεωρούν ότι δεν πρέπει να μαθευτεί ότι νοσούν από κορωνοϊό; Υπήρξε μητροπολίτης στη Βόρεια Ελλάδα που ήταν θετικός, πήγε στο νοσοκομείο με ήπια συμπτώματα και έφυγε άρον άρον για να μην κυκλοφορήσει το νέο…
Επιπλέον, από την αρχή της πανδημίας, από τον περασμένο Μάρτιο, φάνηκε ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δίνει μια εσωτερική μάχη με τον εαυτό της. Ολη η κοινωνία βίωνε κάτι πρωτόγνωρο. Στην Ιεραρχία όμως πολλοί μητροπολίτες δεν ήθελαν με τίποτα η Ιερά Σύνοδος να αποφασίσει μέτρα ή κλείσιμο των ναών. Εκαναν τους «ιερούς» αντάρτες. Αγνοούσαν αυτό που ερχόταν – αυτό που συνέβαινε στη γειτονική Ιταλία τότε, με τους εκατοντάδες νεκρούς – και σκέφτονταν «τι θα πουν οι πιστοί;». Ελεγαν δηλαδή ότι «οι εκκλησίες δεν έχουν κλείσει ποτέ, ούτε σε πολέμους» και γι’ αυτό δεν «θα πρέπει να αποφασίσουμε εμείς να τις κλείσουμε». Κάπως έτσι την απόφαση για το κλείσιμο των ναών δεν την είχε πάρει η Ιερά Σύνοδος αλλά η κυβέρνηση. Μόλις προ ημερών εξάλλου ο μητροπολίτης Κυθήρων Σεραφείμ σε εγκύκλιό του χαρακτήριζε το κλείσιμο των ναών «αυθαίρετη», «αντικανονική» και «άνευ προηγουμένου επέμβαση της Πολιτείας» στην Εκκλησία.
Η διαδοχολογία ξεκίνησε…
Ετοιμότητα πάντως και προσαρμοστικότητα δείχνουν αρκετοί ιεράρχες σε κάτι άλλο: στη μάχη για την επόμενη μέρα στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Από τον περασμένο Μάρτιο υπήρξαν μητροπολίτες που προσπάθησαν να στήσουν σκηνικό διαδοχής και να εξαναγκάσουν τον Αρχιεπίσκοπο ακόμη και σε παραίτηση με την κατηγορία ότι συμβιβάστηκε με την κυβέρνηση. Ενα παρόμοιο σκηνικό έχει στηθεί τώρα επειδή ο Αρχιεπίσκοπος νοσηλεύεται από κοροναϊό: διακινούνται σενάρια διαδοχής του. Και δεν είναι τυχαίο ότι ήδη με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ορισμένοι – πολύ συγκεκριμένοι – σκέφτονται την επόμενη μέρα…