Η δύσκολη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας είναι μια πραγματικότητα την οποία δεν χρειάζεται κανείς να τεκμηριώσει ιδιαίτερα. Αποτελεί μάλλον ένα βίωμα σχεδόν καθολικό και άμεσο για το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας.
Όμως, αυτή δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην πανδημία, έστω και εάν είναι τα περιοριστικά μέτρα για τον κοροναϊό αυτά που έχουν πυροδοτήσει μια χωρίς προηγούμενο καταβύθιση της ελληνικής οικονομίας, που ήδη αποτυπώνεται στη ρητή παραδοχή για διψήφια υποχώρηση του ΑΕΠ για το 2020.
Στην πραγματικότητα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπη με τα όρια και τις αντιφάσεις ενός αναπτυξιακού υποδείγματος που ήδη είχε πυροδοτήσει την ενδογενή πλευρά της οικονομικής κρίσης της περιόδου 2008-2009 που μας οδήγησε στην περιπέτεια των μνημονίων, την απαξίωση μεγάλου μέρους του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, την καταστροφική και παρατεταμένη λιτότητα και τελικά την ισχνή ανάκαμψη μετά το 2017, αντιφάσεις και όρια τα οποία σε πολύ μικρό βαθμό διόρθωσαν οι «μεταρρυθμίσεις» που ορίστηκαν ως προαπαιτούμενα των αλλεπάλληλων δανειακών δόσεων.
Άλλωστε, το ίδιο το γεγονός ότι η χώρα μπήκε στα μνημόνια επειδή αντιμετώπιζε κρίση χρέους και βγήκε από αυτά ακόμη πιο υπερχρεωμένη (έστω και με τη φαινομενική «ασφάλεια» ότι μεγάλο μέρος του χρέους αφορά τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τα κράτη-μέλη), υπήρξε ενδεικτικό μιας θεραπείας που κατέληξε να συνεπάγεται μεγαλύτερο κόστος από τα αρχικά «παθολογικά» συμπτώματα.
Η αποτίμηση της Επιτροπής Πισσαρίδη
Η τελική εκδοχή της Έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη επιμένει να αντιμετωπίζει την ελληνική κρίση όχι απλώς ως κρίση χρέους ούτε μόνο ως μια κρίση που αφορούσε τα προβλήματα στη δημοσιονομική διαχείριση.
Αντίθετα, επικεντρώνει στα υπαρκτά διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, τα οποία προϋπήρχαν των μνημονίων και διατηρήθηκαν και μετά από αυτά:
– Τη χαμηλή παραγωγικότητα, ως αποτέλεσμα της μικρής βαρύτητας που έχει συγκριτικά στην ελληνική οικονομία η μεταποίηση, οι νέες τεχνολογίες και συνολικά οι κλάδοι υψηλής προστιθέμενης αξίας και της μεγάλης βαρύτητας των κατά τεκμήριο χαμηλής παραγωγικότητας μικρομεσαίων επιχειρήσεων που κυριαρχούν στο ελληνικό παραγωγικό τοπίο.
– Το γεγονός ότι υπέρμετρα μεγάλο τμήμα της ελληνικής οικονομίας κινείται στο χώρο των μη διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών, στοιχείο που περιορίζει την πραγματική εξαγωγική δυναμική και εξωστρέφεια της ελληνικής οικονομίας, παρά τη θετική συμβολή που διαχρονικά έχουν στο εμπορικό ισοζύγιο ο τουρισμός και η ναυτιλία.
– Το μικρό ποσοστό των επενδύσεων και συνολικά τη μικρή επενδυτική δυναμική της ελληνικής οικονομίας σε σύγκριση της άλλης χώρας, στοιχείο που διαμορφώνει έναν φαύλο κύκλο χαμηλών επενδύσεων, χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλών εξαγωγών, χαμηλών αμοιβών για την εργασία.
– Τη διατήρηση χαμηλών ποσοστών πρόσβασης στην αγορά εργασίας που αποτυπώνεται στα χαμηλά ποσοστά απασχόλησης των νέων και των γυναικών και τη διατήρηση υψηλών ποσοστών άτυπης απασχόλησης.
– Τη μειωμένη κοινωνική προστασία και το πραγματικό πρόβλημα που δημιουργεί το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των νοικοκυριών κινείται κοντά στα όρια της φτώχειας, στοιχείο που συντηρείται από το συνδυασμό χαμηλής παραγωγικότητας και χαμηλών αμοιβών.
– Τα προβλήματα ως προς τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και του τρόπου που λαμβάνει χώρα η ρυθμιστική και διοικητική παρέμβαση του δημοσίου στην οικονομία.
Οι προτεραιότητες που θέτει η Έκθεση για την ανάπτυξη
Σε αυτή τη βάση έχει ενδιαφέρον ότι μετά από μια δεκαετία όπου κυριαρχούσαν ως προτεραιότητες για την ελληνική οικονομία κυρίως οι δημοσιονομικοί στόχοι, συχνά με ρητή υποτίμηση των στόχων που αφορούσαν την παραγωγική αναδιάρθρωση και την ανάπτυξη, η έκθεση δεν ξεκινά τους στόχους της προκρίνοντας δημοσιονομικούς στόχους αλλά:
– Την αύξηση των συνολικών πάγιων επενδύσεων και ειδικά των εταιρικών επενδύσεων από τα σημερινά επίπεδα του 10.1% και 5.4% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται κοντά στο 23% και 14% αντίστοιχα.
– Την αύξηση των ιδιωτικών και δημόσιων δαπανών σε έρευνα και ανάπτυξη από το σημερινό επίπεδο του 1,2% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο της ΕΕ, περίπου στο 2% του ΑΕΠ, και η καλύτερη διασύνδεση μεταξύ έρευνας και παραγωγής.
– Την σταδιακή αύξηση των εξαγωγών και, ειδικότερα, των εξαγωγών προϊόντων από τα σημερινά επίπεδα του 37% και 19% του ΑΕΠ προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται στο 66% και 48% αντίστοιχα.
– Την αύξηση του αριθμού των μεγάλων και μεσαίων επιχειρήσεων, που αποτελεί προϋπόθεση για την αύξηση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση των εξαγωγών, αλλά και την ενδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που θα συνεχίσουν να αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα, και την καλύτερη διασύνδεσή τους με αλυσίδες αξίας και με τις μεγάλες επιχειρήσεις.
– Την αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας, ιδίως από τους νέους και τις γυναίκες, από το 42% και 65% σήμερα προς τον μέσο όρο των άλλων μικρών ανοικτών οικονομιών της ΕΕ, που ανέρχεται στο 62% και 73% αντίστοιχα.
Τα ερωτήματα της στρατηγικής
Μέχρι εδώ η έκθεση κατορθώνει να ξεφύγει από μια πεπατημένη, που έχει καταγραφεί σε πλήθος επίσημων κυβερνητικών οικονομικών προγραμματικών κειμένων τα τελευταία χρόνια, που επικέντρωναν στους δημοσιονομικούς στόχους και στην απλή επίτευξη κάποιων μακροοικονομικών αναπτυξιακών στόχων.
Αντίθετα, εδώ έχουμε στόχους που παραπέμπουν περισσότερο στο ερώτημα της αναδιάρθρωσης του ίδιου του παραγωγικού υποδείγματος της χώρας με όρους που να διαμορφώνουν όχι απλώς μια «αναπτυξιακή δυναμική», οριζόμενη ως αυξητική τάση του ΑΕΠ, αλλά μια διαφορετική παραγωγική και σε τελική ανάλυση κοινωνική συνθήκη.
Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι η επίκληση των επενδύσεων αφορά πρωτίστως τις παραγωγικές επενδύσεις και δη εκείνες που αφορούν τη μεταποίηση και τις νέες τεχνολογίες και όχι – όπως τείνει να γίνει σχεδόν κανόνας στην τρέχουσα ελληνική συζήτηση – τις εμβληματικές επενδύσεις συγκριτικά μικρότερης προστιθέμενης αξίας σε χώρους όπως το real estate και ο τουρισμός.
Ο εγκλωβισμός σε μια οικονομική «πεπατημένη» και η απουσία «βιομηχανικής πολιτικής»
Ωστόσο, όταν έρχεται η ώρα των συγκεκριμένων προτάσεων πολιτικής, η έκθεση εγκλωβίζεται στα όρια ενός τρόπου σκέψης που θεωρεί ότι η χάραξη πολιτικής περιορίζεται στην παροχή των αναγκαίων οικονομικών κινήτρων στους φορείς της οικονομίας, στην βελτίωση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των δημόσιων υποδομών και την αναβάθμιση του πλέγματος εκπαίδευση – κατάρτιση – έρευνα.
Χωρίς κανείς να πρέπει να υποτιμήσει αυτές τις παρεμβάσεις απουσιάζει ουσιαστικά αυτό που θα ονομάζαμε «βιομηχανική πολιτική» έννοια η οποία ουσιαστικά έχει εξοβελιστεί εδώ και δεκαετίες από το λεξιλόγιο της χάραξης οικονομικής πολιτικής. Δηλαδή, απουσιάζει η συγκεκριμένη τομεακή προσέγγιση, ο εντοπισμός κλάδων και πεδίων, η αποτίμηση των εργαλείων που θα φέρουν τις αναγκαίες τεχνολογίες και δεξιότητες, η συγκεκριμένη συσχέτιση των συνεργειών ανάμεσα σε κλάδους.
Αντίθετα, μεγαλύτερη έμφαση υπάρχει σε προτάσεις που αφορούν στη μείωση του συνολικού κόστους της εργασίας (με έμφαση στη φορολογία και τις ασφαλιστικές εισφορές και όχι στο τελικά διαθέσιμο εισόδημα για τους εργαζομένους), στην ταχύτερη αντιμετώπιση των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών, στην επιτάχυνση με όπλο τη διαφάνεια των πολεοδομικών και περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων.
Την ίδια ώρα πλάι στα μέτρα που μπορεί να φαντάζουν σημαντικά, όπως είναι η ανάγκη για σημαντική αύξηση του ποσοστού των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας, βλέπει κανείς την ανακύκλωση προτάσεων η αποτελεσματικότητα των οποίων δεν έχει πραγματικά συζητηθεί, όπως είναι η στροφή στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ασφάλισης (με όλη τη διακύβευση που συνεπάγονται ως προς αυτό που θα ορίζαμε ως «αξιοπρεπή» σύνταξη) την επανεμφάνιση κλασικών νεοφιλελεύθερων θέσεων όπως η αντίληψη ότι πρέπει τα κοινωνικά επιδόματα να μην λειτουργούν ως αντικίνητρο για εργασία, στοιχείο που ουδέποτε καταγράφηκε πραγματικά στην Ελλάδα.
Ούτως ή άλλως, η έκθεση εξαρχής εντάσσεται σε ένα διανοητικό πλαίσιο που εξοστρακίζει την έννοια της κοινωνικής αναδιανομής, συναρτώντας την όποια κοινωνική προστασία κυρίως με την ανάπτυξη.
Ούτε αποσαφηνίζεται ο ακριβής ρόλος της αναγκαίας δημόσιας δαπάνης για όλη αυτή την αναγκαία επενδυτική έκρηξη, όπως και συνολικά του μεγάλου ερωτήματος που αφορά, εδώ και χρόνια τους όρους χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας, σε όλες τις πλευρές της (δημόσια δαπάνη, ευρωπαϊκές εισροές, ιδιωτική επενδυτική πρωτοβουλία).
Αντίστοιχα, θα μπορούσε κανείς να σταθεί στις προτάσεις που γίνονται π.χ. για την ανώτατη εκπαίδευση. Αναπαράγονται εδώ στερεότυπες τοποθετήσεις όπως αυτές που θεωρούν ότι το βασικό πρόβλημα αφορά τη διοίκηση των εκπαιδευτικών μονάδων ή την απουσία αξιολόγησης, την ίδια ώρα που η ίδια η έκθεση αναγνωρίζει το σοβαρό πρόβλημα υποεπένδυσης στην εκπαίδευση και στην έρευνα που γνωρίζουμε ότι μεταφράζεται και σε υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση των μονάδων εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες.
Όλα αυτά αποτυπώνουν ταυτόχρονα την επίγνωση του βάθους της κρίσης του «αναπτυξιακού υποδείγματος» της ελληνικής οικονομίας τις τελευταίας δεκαετίας, σε βαθμό μεγαλύτερο από όσο συνήθως αναγνωρίζεται στην δημόσια συζήτηση, με την αδυναμία «αλλαγής παραδείγματος» ως προς το στοχασμό του τρόπου με τον οποίο θα μπορούσαμε να ξεφύγουμε από το φαύλο κύκλο της χαμηλής παραγωγικότητας, της χαμηλής επένδυσης, των χαμηλών εξαγωγών, των χαμηλών εισοδημάτων και τελικά των χαμηλών προσδοκιών.