Εζησε την αγριότητα του πολέμου, της πείνας, της εξορίας, του εκτελεστικού αποσπάσματος, της καταδίωξης, όμως άφησε να ανθήσει η ποίηση μέσα του. Αντιμετώπισε την κατάθλιψη και ένιωσε την οδύνη της οριστικής απώλειας τόσο με τον θάνατο της γυναίκας του Ρένας Σταυρίδη όσο και με της μητερας του.
Ο Τίτος Πατρίκιος μας αποκαλύπτεται:
Τι θα κάνετε μετά τη λήξη της καραντίνας και το περιμένετε με χαρά;
Να πω την αλήθεια η ζωή μου δεν έχει αλλάξει και πολύ, διότι σχεδόν τα ίδια πράγματα που έκανα και πριν από το lockdown κάνω και σήμερα. Πριν από τον εγκλεισμό περπατούσα περισσότερο και πιο μακρινές αποστάσεις, κάτι που τώρα λόγω των συνθηκών δεν μπορώ να κάνω.
Ησασταν όμως πολύ δημιουργικός αυτή την περίοδο και ολοκληρώσατε τη νέα ποιητική σας συλλογή «Ο δρόμος και πάλι» (εκδόσεις Κίχλη).
Η καραντίνα έχει έναν μεγάλο κίνδυνο, γιατί παραμονεύει η κατάθλιψη. Αυτό πρέπει με κάθε τρόπο να το αντιμετωπίζουμε και κυρίως να μη μένουμε άεργοι. Δεν μπορούμε να έχουμε αρκετή σωματική δραστηριότητα, αλλά τουλάχιστον να μην αποκοιμηθούμε πνευματικά.
Αισθανθήκατε αυτή την απειλή;
Η κατάθλιψη θεωρώ ότι είναι από τα χειρότερα πράγματα που μπορούν να συμβούν στον άνθρωπο και κάποιες στιγμές την έχω γνωρίσει κι εγώ και την καταπολέμησα. Εξακολουθώ να τη θεωρώ μεγάλο εχθρό. Λιγάκι διασκέδασα όταν διάβασα στο βιβλίο ενός ψυχιάτρου που δεν θυμάμαι τον τίτλο του ότι μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα δεν υπήρχε ο όρος κατάθλιψη. Το ψυχικό αυτό φαινόμενο το έλεγαν νοσταλγία. Γύρω στα 1860 αντικατέστησαν αυτόν τον όρο με τον όρο κατάθλιψη. Αυτό δείχνει ότι ξεπερνάμε τα πράγματα με τα λόγια και όχι με την ίδια, την πραγματική ζωή. Αλλαξε η ονομασία του φαινομένου και νομίσαμε ότι μπορεί να καταπολεμηθεί καλύτερα. Αυτή η αλλαγή είχε ένα καλό.
Αποκαθάρθηκε από το βάρος που εξέφραζε ως τότε και έγινε κάτι πιο ωραίο…
…αφήστε και που ο όρος νοσταλγία προέρχεται από δύο ελληνικές λέξεις, αλλά δεν είναι ελληνικός όρος. Τον δημιούργησε ένας αλσατός ψυχίατρος όταν πήγαιναν εκείνοι που είχαν ασθενήσει από ψυχική διαταραχή. Στρατιώτες που υπηρετούσαν στη Φρουρά του Πάπα και ανακάλυπταν ότι τους έλειπε το ελβετικό τοπίο με τα βουνά και πάθαιναν ψυχικό μαρασμό. Ετσι πήρε τις δύο ομηρικές λέξεις: νόστος που σημαίνει επιστροφή και άλγος που σημαίνει πόνος. Ηθελε να διατυπώσει αυτό το σύμπτωμα: πονάει κανείς όταν θέλει πάρα πολύ κάπου να επιστρέψει.
Πότε σας πλησίασε το τέρας της κατάθλιψης;
Μεταξύ τριάντα και σαράντα, ειδικά όταν ζούσα στο Παρίσι. Αλλά ευτυχώς το ξεπέρασα γρήγορα. Ομως η πιο οδυνηρή στιγμή για μένα ήταν όταν έχασα πριν από 11 χρόνια τη γυναίκα μου τη Ρένα Σταυρίδη – Πατρικίου. Και πριν από πολλά χρόνια με την απώλεια της μητέρας μας. Οι πραγματικά μεγάλες απώλειες είναι εκείνες που δεν μπορούν να αναπληρωθούν. Μένουν πάντα ανοιχτές και δεν ξαναγεμίζουν με τίποτα.
Σίγουρα είναι δύσκολο να δραπετεύσει κανείς από αυτό τον πόνο. Υπάρχει κάποιος τρόπος να τον αντιμετωπίσει;
Το σημαντικό είναι να μην παραδοθεί στην αδράνεια. Η αδράνεια είναι αναπόληση και η αναπόληση γίνεται νοσταλγία.
Σας είχε απασχολήσει και στο βιβλίο σας «Ο πειρασμός της νοσταλγίας».
Οσο η νοσταλγία ενός τόπου είναι θετική και σε ενεργοποιεί για να κερδίσεις ξανά αυτό τον τόπο, τόσο η νοσταλγία του παρελθόντος είναι αρνητική, διότι το παρελθόν δεν επανέρχεται με τίποτα. Αν μείνεις προσηλωμένος στο παρελθόν έχασες το παρόν.
Ομως, αν μου επιτρέπετε, όταν βιώνουμε μια απώλεια, από τον φόβο ότι θα ξεχάσουμε δημιουργούμε διάφορες πλασματικές καταστάσεις ούτως ώστε να κρατήσουμε ζωντανό στη μνήμη μας αυτό που χάσαμε.
Βέβαια, αλλά αν είναι ουσιαστικό βίωμα, παραμένει στη μνήμη από μόνο του και όχι με τεχνητούς τρόπους. Δεν φοβήθηκα ότι θα ξεχάσω την αγαπημένη μου, γιατί είναι πράγματα που δεν ξεχνιούνται ποτέ. Αν αρχίσεις να τα ξεχνάς, είναι σαν να τα χάνεις ξανά…
Ποιος ήταν ο μεγαλύτερος φόβος που γεννήθηκε μέσα σας όταν τη χάσατε;
Εχω φοβηθεί αρκετές φορές στη ζωή μου, αλλά τότε δεν φοβήθηκα. Προσπάθησα να τα αντιμετωπίσω όλα χωρίς φόβο και ακόμη περισσότερο χωρίς πανικό.
Πότε φοβηθήκατε πραγματικά;
Ο φόβος είναι ύπουλο συναίσθημα, αλλά μπορεί να λειτουργήσει και θετικά. Τι εννοώ: εάν μπορείς να κατανικήσεις τον φόβο, τότε μπορεί να λειτουργήσει ως μια σοβαρή προειδοποίηση – αν δεν του παραδοθείς. Το ίδιο συμβαίνει και με τον σωματικό πόνο. Εάν συνεχιστεί είναι κι αυτός μία προειδοποίηση και μπορείς εγκαίρως να το αντιμετωπίσεις ιατρικά. Το ίδιο και ο φόβος, εάν τον τιθασεύσεις σε προειδοποιεί για κάτι που επέρχεται.
Ποιος είναι ο ιδανικότερος τρόπος για να τιθασεύσουμε τον φόβο;
Να τον αντιμετωπίσεις χωρίς κανέναν συμβιβασμό, αλλά είναι πολύ δύσκολο. Δηλαδή να προχωρήσεις προς αυτό που επέρχεται και σου δημιουργεί φόβο, αλλά έχοντας, κατά κάποιον τρόπο, προετοιμαστεί για την αντιμετώπισή του. Εχει μία διπλή κίνηση: αν πάει προς την εξαφάνιση σε έχει προειδοποιήσει, εάν πάει προς την επέκταση γίνεται πανικός. Και ο πανικός είναι και η καταστροφή σου.
Αυτές οι θέσεις σας φαντάζομαι ότι είναι απόρροια των εμπειριών σας.
Προσπάθησα και από τα διαβάσματα και από τα βιώματά μου να ξανασκέφτομαι τα πράγματα. Να μπορώ κάθε τόσο να τα αντιμετωπίζω πιο υπεύθυνα.
Δεν γίνεται να εκλογικεύσει κανείς όλα τα συναισθήματα όπως αυτό της οδύνης που μου αναφέρατε όταν χάσατε τη σύντροφό σας.
Σίγουρα, αλλά αν μπορείς, πρέπει όχι μόνο με τη σκέψη να το αντιμετωπίσεις αλλά και με τα πράγματα. Μέσα στα στενάχωρα που συμβαίνουν στη ζωή μου έχω και θετικά πράγματα, έχω δύο κόρες οι οποίες μου έχουν δώσει δύο εγγονούλες. Επίσης έχω λίγους, αλλά πραγματικούς φίλους και στην Ελλάδα και στη Γαλλία και στην Ιταλία.
Σε ένα από τα τελευταία ποιήματά σας «Προσπάθειες διαλόγου» γράφετε: Κι άκουσα τότε μια φωνή «Θέλω επιτέλους να μιλήσουμε/ χωρίς προσχήματα και συγκαλύψεις/ να μιλήσουμε ανοιχτά/ για σένα, για μένα, για όλους».
Προσπαθούμε να κάνουμε έναν ουσιαστικό διάλογο με τον άλλον και πολλά πράγματα, κυρίως τα πιο δύσκολα και οδυνηρά, τα παραλείπουμε. Οπότε ο διάλογος είναι αλλοιωμένος. Δεν μιλάω μόνο για τους προσωπικούς διαλόγους. Δείτε πόσο δύσκολος είναι ο πολιτικός διάλογος. Οι πολιτικοί δεν μπορούν να πουν αυτά που έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους.
Εσείς μιλούσατε με ευκολία για αυτά που σας δυσκόλευαν;
Με μερικούς φίλους, της πρώτους νεανικής μου εποχής, είχα διαλόγους αποκαλυπτικούς, αλλά μόνο από την πλευρά τη δική μου. Και πολλές φορές αυτά που χωρίς προσχήματα αποκάλυψα τα χρησιμοποίησαν αργότερα εις βάρος μου. Οταν συγκρουστήκαμε τα χρησιμοποίησαν ως όπλα εναντίον μου. Γι’ αυτό πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός στο τι αποκαλύπτεις και σε ποιον αποκαλύπτεις πράγματα για τον εαυτό σου. Είναι θέμα πρόνοιας.
Μπορούν να δημιουργηθούν ουσιαστικές σχέσεις υπό το καθεστώς της πρόνοιας;
Είναι απαραίτητο στην αρχή, μέχρι να αποκτήσεις την εμπιστοσύνη, μέχρι να εξαφανιστεί αυτή η ανάγκη της πρόνοιας.
Τι σας έχει πληγώσει περισσότερο στους ανθρώπους;
Αυτό που με πληγώνει πάντα είναι όταν ανακαλύπτω μία διπλή στάση.
Υπάρχουν πράγματα για το οποία έχετε μετανιώσει;
Βεβαίως, μερικές απαράδεκτες πράξεις που έχω κάνει. Θα σας πω μία. Στη Βαρβάκειο είχα συνδεθεί με πολλά παιδιά. Συμμαθητές μου ήταν ο Βλάσσης Κανιάρης, ο Νίκος Ψαχαρόπουλος που έγινε μετά διάσημος σκηνοθέτης στην Αμερική, ο Γιώργος Σαββίδης και ο Σπήλιος Παπασπηλιόπουλος. Είχε πάει στο Παρίσι πιο νωρίς από μένα για μεταπτυχιακά. Οταν πήγα κι εγώ με βοήθησε πάρα πολύ να προσαρμοστώ και αναπτύξαμε πολύ δυνατή φιλία. Το καλοκαίρι του 1961 είχε πάει στο Βερολίνο και είδε να υψώνεται το περίφημο Τείχος. Οταν επέστρεψε έλεγε ότι ήταν φασιστική ενέργεια, απαράδεκτη. Τότε ήμουν πολύ ένθερμος οπαδός του σοβιετικού σοσιαλισμού, με επιχειρήματα που άκουσα πριν από λίγο καιρό να τα λέει η Παπαρήγα. Εγώ όμως τα έλεγα το ’61. Ενα απομεσήμερο λοιπόν συναντηθήκαμε με τον Σπήλιο έξω από μια βιβλιοθήκη στο Παρίσι. Εκεί αρχίσαμε μια λογομαχία ακόμη που είχε άσχημη κατάληξη.
Τι κάνατε;
Ηρθαμε στα χέρια. Τον έριξα κάτω, έπεσα από πάνω του, του πάτησα τον λαιμό με το γόνατο και του έριξα μπουνιά στη μούρη και ετοιμαζόμουν να συνεχίσω. Εκείνη τη στιγμή περνάει ένας αφρικανός φοιτητής και με σπαστά γαλλικά μάς λέει: «Δεν είναι σωστό αυτό που κάνετε. Οι διανοούμενοι δεν κάνουν έτσι». Ανέκτησα την ψυχραιμία μου και σηκωθήκαμε. Αρχισα να μετανιώνω βαθιά και σκεφτόμουν «Αν είναι δυνατόν, έκανα αυτή την εγκληματική ενέργεια». Του ζήτησα συγγνώμη, δεν μου κράτησε καμία κακία.